Του Ιωάννη Φίλιππα,
Pfizer, Moderna, Astra Zeneca.
Φαρμακευτικές εταιρείες κολοσσοί, οι οποίες είναι από τις πρώτες εταιρείες που κατάφεραν να βγάλουν το εμβόλιο κατά της COVID-19. Λογικό και επόμενο όλη η προσοχή να είναι στραμμένη πάνω τους. Αυτές οι εταιρείες, όπως και άλλες φαρμακευτικές, ακολούθησαν το δρόμο του R&D (έρευνα και ανάπτυξη) προκειμένου να αυξήσουν το μερίδιο τους στην παγκόσμια αγορά φαρμάκου. Από την άλλη μεριά, η Valeant Pharmaceuticals επέλεξε να ακολουθήσει μία διαφορετική, ασυνήθιστη και περίεργη τεχνική ανάπτυξης.
Ας ξεκινήσουμε όμως από την αρχή. Το 2008 η Valeant ήταν μία μικρή εταιρεία φαρμάκων στην California με αξία 2,1 δις. και πολλοί έβλεπαν ένα μικρό παίκτη στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Άλλοι είδαν μία ευκαιρία. Την διοίκηση ανέλαβε ο Mike Pearson. Όταν ανέλαβε η τιμή της μετοχής ήταν στα 13,24$. Υπό την διοίκηση του το 2016 έφτασε να αξίζει 262$ η μετοχή της Valeant. Μία τρομερά επικερδής πορεία, δεν νομίζετε;
Πολιτική του Mike Pearson ήταν να δημιουργεί αξία για τους μετόχους, όχι μέσω ανάπτυξης νέων φαρμάκων αλλά με εξαγορά άλλων εταιρειών στον ίδιο κλάδο. Σε 3 μόνο χρόνια είχε κάνει 22 εξαγορές. Η Wall Street ήταν εκστασιασμένη με αυτή τη συνεχή ανοδική πορεία. Πλέον η Valeant ήταν ένας money maker παίκτης. Αυτό που δεν μπορούσαν να δουν πολλοί παρά μόνο λίγοι ήταν τι γινόταν πίσω από τους δημοσιευμένους ισολογισμούς. Εκείνη τη περίοδο, οι φαρμακευτικές επένδυαν περίπου το 18% των μεικτών κερδών τους στην R&D. Η Valeant επένδυε μόνο το 3%. Ουσιαστικά αγόραζε τις εταιρείες, αποκτούσε αξία μέσω του χρηματιστηρίου και μετά «έγδυνε» τα R&D τμήματα των εταιρειών μη εκμεταλλευόμενη τα πλεονεκτήματα τους και την πορεία των ερευνών τους. Συνεπώς τίθεται το εξής ερώτημα: πως θα κατάφερνε να διατηρήσει τη κερδοφορία της αν δεν είχε νέα φάρμακα για να ανταγωνιστεί τις άλλες εταιρείες;
Μέσω της αύξησης της τιμής των ήδη υπαρχόντων φαρμάκων. Για παράδειγμα η νόσος του Γουίλσον είναι ουσιαστικά η αδυναμία του οργανισμού να επεξεργαστεί το χαλκό. Συσσωρεύεται ώσπου τελικά καταστρέφει το ήπαρ. Ένας στους 30.000 Αμερικανούς έχει αυτή την νόσο. Υπάρχει φάρμακο και ονομάζεται Syprine. Κόστιζε περίπου για έναν ενήλικα 30$/μήνα. Για την ακρίβεια καλυπτόταν από την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Τώρα κοστίζει 289.000$/χρόνο ή περίπου 24.000$/μήνα. Το Syprine ήταν μέσα στα 30 κορυφαία φάρμακα της Valeant από άποψη εισοδήματος χωρίς να υπάρχει ο κατάλληλος όγκος ασθενών. Άρα όλη αυτή η αύξηση στα έσοδα ήταν η αύξηση της τιμής.
Προκειμένου όμως να μπει η Valeant στο top 5 χρειαζόταν κάτι άλλο. Μία εξαγορά μίας εταιρείας που θα την καθιστούσε κυρίαρχη. Ο στόχος βρέθηκε και ονομαζόταν Allergan. Μία εταιρεία με ειδίκευση στα καλλυντικά. Ωστόσο το διοικητικό συμβούλιο αρνήθηκε την πρόταση που κατέθεσε η Valeant και έτσι μοναδική επιλογή της Valeant ήταν η εχθρική εξαγορά. Όμως όπως πάντα, τέτοιες ενέργειες τραβάνε πάνω τους πολύ δημοσιότητα. Αυτό ήταν λοιπόν το σημείο κλειδί για την μετέπειτα πορεία της Valeant.
Οι καταγγελίες για υπερτιμολόγηση των φαρμάκων δημιούργησαν ένα έντονο κλίμα δυσαρέσκειας από τους επενδυτές. Ξαφνικά η τιμή της μετοχής άρχισε να καταρρέει χάνοντας δισεκατομμύρια μέσα σε λίγες μέρες. O CEO και πρόεδρος Mike Pearson αναγκάστηκε σε παραίτηση περίπου στα τέλη του 2015. Παρότι η επόμενη διοίκηση ανέφερε μπροστά στην επιτροπή που είχε συσταθεί από το Κογκρέσο ότι πρώτο μέλημα της ήταν να μειώσει τις τιμές των φαρμάκων, αυτό δεν έγινε ποτέ. Συνοπτικά η Valeant έχασε σχεδόν το 90% της αξίας της. Σήμερα εξακολουθεί να λειτουργεί με άλλο όνομα: Bausch Health Companies.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Forbes.
- The New Yorker.
- Seven Pillars Institute.