Του Γιώργου Πασσά,
Εν τέλει, λίγα πράγματα υπάρχουν που να πυροδοτούν αποτελεσματικότερα απίστευτα ενδιαφέρουσες σκέψεις και συζητήσεις από τις ταινίες. Τις προάλλες, έπειτα από μια κουραστική, αν και πανέμορφη, ημέρα, αποφασίσαμε να δούμε το American History X. Παρ’ ότι ίσως να μην είναι ο πλέον ευχάριστος ή γαλήνιος τρόπος να κλείσεις τη μέρα σου (μάλλον, είναι το ακριβώς αντίθετο), δεν μπορείς παρά να απολαύσεις την ένταση και να προβληματιστείς με τις σκέψεις και τα συναισθήματα, που σου δημιουργούνται, εξωθώντας σε να θέσεις ερωτήματα για πάσα κοινωνία, από τις Η.Π.Α. στην Ελλάδα, ή ακόμα και πολύ ευρύτερα για την ανθρώπινη φύση και τη μάχη απέναντι στην αγριότητα.
Για να μην πολυλογήσω επί της ίδιας της ταινίας, η ιστορία έχει με δύο λόγια ως εξής (και οφείλει, όποιος δεν το έχει ήδη κάνει, να τη δει οπωσδήποτε): πρωταγωνιστής ο Derek (τον ρόλο ενσαρκώνει ο Edward Norton, τι καταπληκτικός που είναι και αυτός), σκληροπυρηνικός νεοναζί με τη χιτλερική σβάστικα ζωγραφισμένη φαρδιά-πλατιά στον θώρακά του, ο οποίος ηγείται μιας ομάδας ομοίων του στον αγώνα για τη δικαίωση της λευκής φυλής και την κατατρόπωση των τοπικών μειονοτήτων, στο Λος Άντζελες της δεκαετίας του ’90. Εκτελώντας εν ψυχρώ και με συνοπτικές διαδικασίες δύο Αφροαμερικάνους έξω από το σπίτι του, καταδικάζεται σε τριετή φυλάκιση και τα όσα περνάει εκεί αλλάζουν άρδην τη θέασή του για τον κόσμο.
Όλα αυτά, όμως, για να διαπιστώσει βγαίνοντας, πως ο μικρός του αδερφός έχει ενταχθεί στην ίδια ομάδα και παραδίδει εργασίες στο σχολείο για το “Mein Kampf” του Χίτλερ, ως κείμενο που πραγματεύεται τα πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα. Και τότε είναι που ο πρωταγωνιστής ξεκινάει τις προσπάθειες, να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα και να επανασυναρμολογήσει τα συντρίμμια, που ο ίδιος δημιούργησε. Το κατεξοχήν ηθικό δίδαγμα της ταινίας είναι σαφές: η βία φέρνει βία και ακόμη το να συσσωρεύει κανείς μέσα του όλο και περισσότερο μίσος, το να κατηγορεί διαρκώς άλλους για τα προβλήματα και τις ατυχίες, που ο ίδιος αντιμετωπίζει, μόνο ακόμη περισσότερη οργή και δυσκολίες θα τον φιλοδωρήσουν.
Πέρα από αυτά, όμως, προκύπτει και κάποιο άλλο, παρεπόμενο ίσως εκ πρώτης όψεως, εξίσου σημαντικό εκ δεύτερης, ερώτημα. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι στρέφονται στα άκρα, γιατί αναζητούν και (κατά τη δική τους θεώρηση) βρίσκουν τη λύση στο μίσος και τη βία; Και ένα, όντως, παρεπόμενο ερώτημα, πλην, όμως, εξίσου ενδιαφέρον: είναι κάθε μορφή βίας ίδια και εξίσου καταδικαστέα;
Όσον αφορά στο πρώτο, το μόνο σίγουρο είναι πως η στροφή αυτή είναι παρά φύσιν και δεν πηγάζει από τις έμφυτες ορμές του ανθρώπου. Το μίσος είναι κάτι που διδάσκεται, γι’ αυτό και μπορεί εύκολα ή δύσκολα, στις περισσότερες περιπτώσεις, να ανατραπεί (η υπέροχη ιστορία του Daryl Davis, Αφροαμερικάνου, που έπεισε 200 μέλη της ΚΚΚ να βγάλουν τα σεντόνια τους, είναι από τις πλέον ελπιδοφόρες και χαρακτηριστικές). Στη συντριπτική πλειονότητά τους (ίσως και στο 100%), οι άνθρωποι που εντάσσονται σε τέτοιες συμμορίες έχουν γαλουχηθεί από τρυφερή ηλικία με πάσης φύσεως ρατσιστικά πρότυπα, τόσο από το οικογενειακό όσο και από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον τους.
Πολύ συχνά δε η ένταξη σε ενώσεις ομοϊδεατών τους τους παρέχει και κάτι άλλο, πολύ σημαντικό: την αίσθηση του συνανήκειν. Δεδομένου ότι μεγάλο ποσοστό εξ αυτών είναι άνθρωποι του περιθωρίου, της μικρομεσαίας και κάτω κοινωνικής τάξης, με ελάχιστα εφόδια από το κράτος σε επίπεδο κοινωνικής πρόνοιας και εκπαίδευσης, θα έλεγε κανείς, πως επέρχεται σχεδόν νομοτελειακά η επιθυμία τους να βρεθούν, έστω και για λίγο σε ένα περιβάλλον όπου νιώθουν «σημαντικοί», πως κάποιος, επιτέλους, τους προσέχει, τόσο με την έννοια του ότι απλώς αντιλαμβάνεται την ύπαρξή τους όσο και με τη σημασία πως ανήκουν επιτέλους σε κάτι ικανό (κατά τη θεώρησή τους πάντα) να τους προστατεύσει. Το ανωτέρω φαινόμενο παρατηρείται παντού, με ελάχιστες παρεκκλίσεις ή και με μια απλή διαφοροποίηση του σκοπού στον οποίο ορκίζονται πίστη τα μέλη. Άλλες ενώσεις πολεμούν τους μαύρους, άλλες τους λευκούς, άλλες τους αριστερούς, άλλες του δεξιούς. Ενώσεις που απολαμβάνουν αυτήν την εμπόλεμη κατάσταση που οι ίδιες δημιουργούν, με τη βία παγίως να φέρνει περισσότερη βία.
Η βία, όμως, είναι ίδια και εξίσου καταδικαστέα, από όπου και αν προέρχεται; Ή, από την άλλη, «δικαιολογείται» αυτή ενίοτε, λιγότερο ή περισσότερο; Υποθέτοντας πως η αιτία της βίας κατά περίπτωση είναι αγαθή, δεν προκύπτει, δηλαδή, από απάνθρωπα ένστικτα, όπως τα ρατσιστικά ή τα φασιστικά, ενώ ταυτοχρόνως η κινητήριος πεποίθηση του βιαιοπραγούντος πως δηλαδή αδικείται και οφείλει αντίδραση, ταυτίζεται με την πραγματικότητα, τότε ναι, σε ορισμένες περιπτώσεις οι διάφορες μορφές βίας δεν είναι εξίσου καταδικαστέες.
Η θέση αυτή γίνεται ευκολότερα κατανοητή μέσα από τρία παραδείγματα, από το πιο καθημερινό προς το πιο σπάνιο: στην πρώτη περίπτωση ο Α δέχεται επίθεση από τον Β και χτυπάει πίσω, στη δεύτερη περίπτωση ένας Αφροαμερικάνος βιαιοπραγεί σε βάρος ενός ρατσιστή ή ενός νεοναζί που επιδιώκουν τον αφανισμό του (ή, εν πάση περιπτώσει, να περιορίσουν κατά το δυνατόν τα δικαιώματά του) και στην τρίτη περίπτωση ένας λαός εξεγείρεται ή αντιδρά ενάντια σε ένα δικτατορικό/φασιστικό/ολοκληρωτικό καθεστώς, όπως συνέβη για παράδειγμα στα οικεία σε εμάς παραδείγματα της Ελληνικής Επανάστασης και της ανατροπής της χούντας.
Σε συνθήκες, όπως οι ανωτέρω, η βία που ασκείται είναι καταφανώς λιγότερο καταδικαστέα και αυτό επειδή ένα από τα κύρια στοιχεία που καθιστούν τη βία αποτρόπαια, ήτοι το στοιχείο της άδικης βλάβης του άλλου, αναιρείται. Υπό την προϋπόθεση, ακόμη, ότι η αντίδραση δεν είναι υπέρμετρα μεγαλύτερη της δράσης (ο Α δεν σκοτώνει τον Β που απλώς τον έσπρωξε, ο Αφροαμερικάνος δεν «καθαρίζει» εν ψυχρώ κάποιον που απλώς του επιτέθηκε φραστικά κ.ο.κ.), αναιρείται και το δεύτερο κύριο στοιχείο, αυτό της μισάνθρωπης αγριότητας, αφού πλέον γίνεται λόγος αποκλειστικά για άμυνα, υπέρ της ιδιοκτησίας, της προσωπικότητας ή, πολύ περισσότερο, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Θα μπορούσε κανείς, εν τέλει, να πει πως ναι μεν η βία είναι κατ’ αρχήν καταδικαστέα, στις περιπτώσεις, όμως, που αυτή δεν είναι η αφετηρία μιας αλληλουχίας εχθροπραξιών, δεν πρόκειται, δηλαδή, για δράση, αλλά για πραγματικά αιτιολογημένη αντίδραση, είναι πρόδηλα λιγότερο αποτρόπαια και κατ’ επέκταση λιγότερο καταδικαστέα. Είναι μάλιστα και περιπτώσεις, όπου αυτός που έχει αναλάβει την προστασία των πολιτών, το κράτος, αδυνατεί να πράξει τα δέοντα (επειδή δεν προλαβαίνει χρονικά στην πρώτη περίπτωση, επειδή βρίθει παθογενειών στη δεύτερη και προφανώς την τρίτη περίπτωση), με αποτέλεσμα η προστασία της ακεραιότητας, σωματικά και πνευματικά, του ατόμου να εναπόκειται κατ’ αποκλειστικότητα στα μέσα που το ίδιο διαθέτει.
Το μόνο βέβαιο είναι πως η βία δεν είναι η λύση. Γι’ αυτό και το κράτος οφείλει, εάν βέβαια επιδίωξή του είναι η ουσιαστικώς εύρυθμη και αρμονική συνύπαρξη των πολιτών, να δράσει προληπτικά και κατασταλτικά. Οι λύσεις είναι προφανείς και χιλιοειπωμένες: να τοποθετηθεί η παιδεία στο επίκεντρο και ταυτοχρόνως να αντιμετωπιστούν με τον πλέον αμείλικτο τρόπο τυχόν μεροληψίες ή αυθαιρεσίες εκ μέρους των κρατικών οργάνων, είτε αυτά είναι όργανα της τάξης είτε μέλη, για παράδειγμα, του δικαστικού σώματος. Το πρόβλημα δεν έγκειται, όμως, στο ότι δεν γνωρίζουμε τις ενδεδειγμένες λύσεις, αλλά μάλλον στο ότι δεν θεωρούμε τα εν λόγω ζητήματα αρκετά βαρύνουσας σημασίας.
Από το ακραίο παράδειγμα των Η.Π.Α., που ο καθείς μπορεί να οπλοφορεί και να παίρνει άκριτα τη δικαιοσύνη στα χέρια του, μετουσιώνοντας σε έργα τις στρεβλές προβληματικές αντιλήψεις του, στο «ευρωπαϊκό» παράδειγμα της Ελλάδας, με την άνοδο των νεοναζί της Χρυσής Αυγής, που για τόσα χρόνια σεργιάνιζαν στους διαδρόμους του ελληνικού και ευρωπαϊκού κοινοβουλίου εξευτελίζοντας τους δημοκρατικούς θεσμούς, καθίσταται αδιαμφισβήτητη η εξής αλήθεια: όταν η ανέχεια και η περιθωριοποίηση συνδυάζονται με μία ανεπαρκέστατη εκπαιδευτική πολιτική, ιδίως δε σε περιόδους κρίσης, τα άκρα, και κατ’ επέκταση ο διχασμός, η βία και το μίσος κερδίζουν έδαφος περισσότερο παρά ποτέ. Τα προβλήματα αυτά ήταν, είναι και θα είναι διαχρονικά. Έχει έρθει πλέον ο καιρός να τα πάρουμε στα σοβαρά.