14.4 C
Athens
Τετάρτη, 6 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΟριοθέτηση της έννοιας του προσηλυτισμού

Οριοθέτηση της έννοιας του προσηλυτισμού


Της Ελένης – Μαρίας Παναγή,

Ο όρος «προσηλυτισμός» έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του στην ελληνική έννομη τάξη με το Σύνταγμα του 1944, στο πλαίσιο του οποίου προβλεπόταν η απαγόρευση κάθε προσηλυτιστικής ενέργειας, καθώς και κάθε άλλης επέμβασης εις βάρος της επικρατούσας θρησκείας. Την ίδια γραμμή ακολούθησαν και τα Συντάγματα των 1864, 1911 και 1952 μέχρι που το ισχύον Σύνταγμα του 1975 εισήγαγε μια ισχυρή διαφοροποίηση με το Αρ. 13 παρ. 2 εδ. γ’ να προβλέπει ότι ο προσηλυτισμός απαγορεύεται όχι μόνο κατά της επικρατούσας θρησκείας, όπως προέβλεπαν τα προϊσχύσαντα Συντάγματα, αλλά και κατά οποιασδήποτε γνωστής θρησκείας, δικαιολογώντας έτσι τον χαρακτηρισμό του νέου Συντάγματος ως πιο φιλελεύθερου.

Ωστόσο, η πρόβλεψη της ποινικής υπόστασης του εγκλήματος δεν απαντάται στον Ποινικό Κώδικα, αλλά σε δύο αναγκαστικούς νόμους που εξέδωσε η κυβέρνηση Μεταξά κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, τους Α.Ν. 1363/1938 και Α.Ν.1672/1939, οι οποίοι διατηρήθηκαν σε ισχύ ακόμη και μετά την εισαγωγή του Ποινικού μας Κώδικα. Σύμφωνα με τα νομοθετήματα αυτά (Αρ. 4 παρ. 2 Α.Ν. 1363/1938, όπως αντικαταστάθηκε από το Αρ. 2 Α.Ν. 1672/1939), «Προσηλυτισμός ιδία είναι η δια πάσης φύσεως παροχών η δι’ υποσχέσεως τοιούτων ή άλλης ηθικής ή υλικής περιθάλψεως δια μέσων απατηλών, διά καταχρήσεως της απειρίας ή εμπιστοσύνης ή δι’ εκμεταλλεύσεως της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας ή κουφότητας άμεσος ή έμμεσος προσπάθεια προς διείσδυσιν εις την θρησκευτικήν συνείδησιν ετερόδοξων επί σκοπώ μεταβολής του περιεχομένου αυτής». Από τη διατύπωση του νόμου συνάγεται ότι προσηλυτισμό δεν ασκεί κάποιος που απλώς εξωτερικεύει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ακόμη και σε δημόσιο περιβάλλον, λόγου χάρη με συναθροίσεις ή με κηρύγματα, διότι αυτή η εξωτερίκευση είναι απόρροια του δικαιώματος της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης (Αρ. 13 παρ. 1 Σ), περιορισμός του οποίου δεν συνιστά η απαγόρευση του προσηλυτισμού (Αρ. 13 παρ. 2 εδ. γ΄). Ο προσηλυτισμός ειδικότερα συνιστά περιορισμό του δικαιώματος της ελευθερίας της λατρείας (Αρ. 13 παρ. 2 εδ. α΄), της ελευθερίας δηλαδή τέλεσης των λατρευτικών καθηκόντων που απορρέουν από την ένταξη κάποιου σε μια θρησκευτική κοινότητα.

Πηγή εικόνας: Pentapostagma.gr

Όσον αφορά τη στοιχειοθέτησή του, ο προσηλυτισμός αποτελεί μία πολυδιάστατη έννοια λόγω του ότι οι παραπάνω νόμοι δεν εξειδικεύουν πλήρως την έννοια του δίνοντας έτσι λαβή στη νομολογία για περαιτέρω διάπλαση. Πάντως για την τέλεση του δεν αρκεί μόνο η προσπάθεια διείσδυσης στη σφαίρα θρησκευτικής συνείδησης κάποιου, αλλά πρέπει να προκύπτει και το αθέμιτο αυτής, στοιχείο που θεμελιώνει τη διάκριση του προσηλυτισμού σε αξιόποινο, όταν επιχειρείται με αθέμιτα μέσα, και μη αξιόποινο επιχειρούμενο με νόμιμες και ειρηνικές διαδικασίες. Προς αποσαφήνιση του όρου «αθέμιτα», αθέμιτα είναι τα μέσα που αντιβαίνουν στους νόμιμους και ηθικούς τρόπους συναλλαγής στοχεύοντας στην παραπλάνηση της κρίσης του ατόμου. Αξιοσημείωτο είναι πως πρακτικές, όπως η χρήση απλής πειθούς για μεταβολή των θρησκευτικών πεποιθήσεων κάποιου και η πώληση ή διανομή φυλλαδίων, δεν συνιστούν  αθέμιτα μέσα.

Ποια, συνεπώς, αθέμιτα μέσα μπορούν να θεμελιώσουν το αδίκημα του προσηλυτισμού; Την απάντηση στο ερώτημα αυτό την εντοπίζουμε στη λέξη «ιδία» με την οποία εισάγεται μια ενδεικτική, κατά την κρατούσα γνώμη, απαρίθμηση των μέσων τέλεσης του αξιόποινου προσηλυτισμού.Kάποια από αυτά είναι οι κάθε φύσης παροχές κυρίως υλικές ή οικονομικές προς πρόσωπα που βρίσκονται συνήθως σε ασθενή οικονομική θέση, η κατάχρηση της απειρίας, δηλαδή της έλλειψης γνώσεων του θύματος πάνω σε θρησκευτικά ζητήματα, η εκμετάλλευση της κουφότητας του προσηλυτιζομένου, δηλαδή της αδυναμίας του να διακρίνει τις διαφορές μεταξύ των διαφόρων θρησκευτικών δογμάτων, καθώς και η κατάχρηση της σχέσης εμπιστοσύνης που αναπτύσσεται κυρίως μεταξύ ατόμων συνδεδεμένων με στενό συναισθηματικό δεσμό, όπως εκείνη μεταξύ παιδιού και γονέα ή δασκάλου. Αδιάφορη παραμένει πάντως η προσφορότητα του μέσου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, καθώς και το ίδιο το γεγονός της επίτευξης του(τυπικό έγκλημα).Πέραν βέβαια του αθέμιτου χαρακτήρα των μέσων τέλεσης, απαραίτητη προϋπόθεση για την τέλεση του προσηλυτισμού είναι και η ύπαρξη προσωπικής αλληλεπίδρασης μεταξύ του δράστη και του θύματος. Όσον αφορά την  υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ο δράστης πρέπει να παρουσιάζει διπλό δόλο: τον βασικό, που συνίσταται στη γνώση εκ μέρους του ότι με τη χρήση κάποιων από τα προαναφερόμενα μέσα επρόκειτο να διεισδύσει στη θρησκευτική συνείδηση του προσηλυτιζομένου, και τον πρόσθετο, συνιστάμενο στην πρόθεση του να μεταβάλει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του θύματος.

Πηγή εικόνας: Tanea Gr.cdn.ampproject.org

Χαρακτηριστική υπόθεση της νομολογίας, η οποία αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την εξέταση του ζητήματος του προσηλυτισμού, συνιστά η «Κοκκινάκης κατά Ελλάδος» κατά το ιστορικό της οποίας ο ανωτέρω προσφεύγων, οπαδός του θρησκευτικού δόγματος των μαρτύρων του Ιεχωβά, καταδικάστηκε από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λασιθίου σε φυλάκιση για διάπραξη του εγκλήματος του προσηλυτισμού βάσει του άρθρου 4 του Ν. 1363/38, διότι θεωρήθηκε, ότι η επίσκεψη του στην κατοικία ορθόδοξης χριστιανής και η ανάγνωση σε αυτήν φυλλαδίων κατά τρόπο φορτικό με σκοπό την μεταβολή της θρησκευτικής της συνείδησης, στοιχειοθετούσε το αδίκημα του προσηλυτισμού, ενώ παράλληλα το Εφετείο και ο Άρειος Πάγος επιβεβαίωσαν την ενοχή του. Έτσι, λοιπόν, το 1988 ο Κοκκινάκης  προσέφυγε κατά της Ελλάδας ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ισχυριζόμενος ότι το Αρ.4 του μεταξικού νόμου περί ποινικοποίησης του προσηλυτισμού ερχόταν σε αντίθεση με το Αρ.9 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας («Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας»), και τονίζοντας πως η εν λόγω διάταξη(Αρ.4) περιόριζε τις θρησκευτικές μειονότητες, όπως εκείνη των μαρτύρων του Ιεχωβά, στο να διαδίδουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Το ΕΔΔΑ, κατόπιν παραπομπής της υπόθεσης σε αυτό, απεφάνθη στις 25.05.1993  πως ο περιορισμός  που εισάγει το Αρ.4 στο δικαίωμα θρησκευτικής ελευθερίας (Αρ.9 ΕΣΔΑ) είναι νόμιμος, διότι εξυπηρετεί έναν νόμιμο σκοπό, δηλαδή τη προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας των υπολοίπων πολιτών. Ωστόσο, επί της συγκεκριμένης υπόθεσης, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η καταδικαστική απόφαση του ελληνικού δικαστηρίου και η συνακόλουθη επιβαλλόμενη στον προσφεύγοντα ποινή παραβίασαν το Αρ.9, δηλαδή τη θρησκευτική ελευθερία του Κοκκινάκη, όχι λόγω του περιεχομένου της περί  καταδίκης του προσφεύγοντος, αλλά διότι  ήταν πλημμελώς αιτιολογημένη, καθώς δεν απαριθμούσε τα αθέμιτα μέσα με τα οποία ο Κοκκινάκης τέλεσε το έγκλημα, αλλά αρκούταν σε μια απλή αναπαραγωγή του γράμματος του νόμου καθιστώντας έτσι την καταδίκη του μη αναγκαία για την επίτευξη του ανωτέρω επιδιωκόμενου νόμιμου σκοπού. Προς δικαίωση του Κοκκινάκη, το ΕΔΔΑ του επιδίκασε αποζημίωση για την πολυετή ταλαιπωρία του ενώπιον τόσο των ελληνικήν δικαστηρίων όσο και των ευρωπαϊκών οργάνων.

Αξιοσημείωτο, τέλος, είναι ότι ο προσηλυτισμός δεν εντάσσεται στα εκκλησιαστικά αδικήματα, αλλά θεωρείται έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου. Κατά συνέπεια, στον τελούντα το έγκλημα δεν επιβάλλονται οι εκκλησιαστικές ποινές, αλλά ποινικές κυρώσεις, όπως η ποινή φυλακίσεως και η χρηματική ποινή, ενώ δεν αποκλείεται και η επιβολή διοικητικών κυρώσεων, όπως η μη χορήγηση άδειας λειτουργίας χώρου λατρείας λόγω ανάπτυξης προσηλυτιστικής δραστηριότητας εκ μέρους των μελών της οικείας θρησκευτικής κοινότητας.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Μαθήματα Εκκλησιαστικού Δικαίου – Ιωάννης Μ. Κονιδάρης με τη συνεργασία του Γ.Ι. Ανδρουτσόπουλου / Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη (2020)
  • Θεμελιώδη Δικαιώματα-Σπύρος Βλαχόπουλος και Συνεργάτες-Εκδοτικός οίκος: Νομική Βιβλιοθήκη, 2017
  • Ο προσηλυτισμός ως ποινικό αδίκημα διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ελένη-Μαρία Παναγή
Ελένη-Μαρία Παναγή
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 2000 και κατοικεί στον Πειραιά. Είναι τριτοετής φοιτήτρια Νομικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλά την αγγλική και τη γαλλική γλώσσα. Την γοητεύουν ιδιαίτερα τα ταξίδια, η ενασχόληση με τον χορό και τον εθελοντισμό και η παρακολούθηση σεμιναρίων συναφών με το αντικείμενο των σπουδών της. Πιστεύει πως κάθε άνθρωπος πρέπει να θέτει υψηλούς στόχους επιστρατεύοντας κάθε θεμιτό μέσο και κάθε ψυχική του δύναμη για την επίτευξή τους.