Του Βασίλη Δημόπουλου,
Η άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια στην ταλαιπωρημένη Ελλάδα, μετά το πέρας των εθνικοαπελευθερωτικών συγκρούσεων, δημιούργησε, εύλογα, ορισμένες συνθήκες που δύνανται να χαρακτηριστούν ελπιδοφόρες για μία χώρα, που μόλις εξερχόταν μερικών ιδιαίτερα απαιτητικών πολεμικών περιστάσεων. Ο άλλοτε Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αναλάμβανε ένα μεγαλειώδες έργο, τη σύσταση, δηλαδή, ενός θεσμικά άρτιου κράτους που θα προσιδίαζε εν πολλοίς τη λειτουργικότητα των άλλων σύγχρονων ευρωπαϊκών κρατών. Αναντίρρητης αξίας, μάλιστα, για την επίτευξη τούτου, υπήρξε η ανασύσταση του στρατού της χώρας.
Ερχόμενος στη χώρα και αντιλαμβανόμενος τη ζοφερή κατάσταση που επικρατούσε, ο Καποδίστριας προσπάθησε σταδιακά και όχι άμεσα, να αναπτύξει μία εσωτερική πολιτική, στη βάση της οποίας υπήρχαν ποικίλα συνδετικά στοιχεία με εκείνη της περιόδου που υπηρετούσε ως Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Σε γενικότερο πλαίσιο, όμως, το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο της Καποδιστριακής Ελλάδας δεν άλλαξε δραματικά συγκριτικά με εκείνο των επαναστατικών και προεπαναστατικών χρόνων.
Ο κυβερνήτης είχε φθάσει στην Ελλάδα ως φορέας ενός δυτικού προτύπου κράτους, που αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία στην αρχή, παρά το γεγονός πως η άφιξή του ήταν έντονη επιθυμία αρκετών οπλαρχηγών και προεστών κατά της εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας το 1827. Η ιθύνουσα τάξη της χώρας, γαλουχημένη στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της Οθωμανικής περιόδου, αντιστάθηκε στις αρχικές διαθέσεις για αλλαγή και ενσωμάτωση σε ένα νέο, σύγχρονο πολιτικό καθεστώς. Το ίδιο, λοιπόν, παρατηρήθηκε στον τομέα του στρατού ξηράς.
Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των επαναστατικών χρόνων αύξησαν σημαντικά το κύρος και την αίγλη των κλεφτών και των αρματολών, καθιστώντας τους άτυπα ως τις στρατιωτικές μονάδες του Αγώνα. Η τακτική του κλεφτοπολέμου και το απρόσμενο θετικό της αποτύπωμα στα πεδία των μαχών, δημιούργησε την αντίληψη στους κλέφτες πως δικαιολογούταν η επιθυμία συμμετοχής τους στη λήψη πολιτικών αποφάσεων στη μεταπολεμική Ελλάδα. Οι στρατιωτικοί, λοιπόν, αν δύναται να χαρακτηριστούν με αυτόν τον όρο, δίχως να αποτελούν κάποιο ενιαίο και οργανωμένο σώμα, επιθυμούσαν να λάβουν μέρος σε αρκετές πολιτικές σκοπιμότητες της καποδιστριακής περιόδου, πρωταγωνιστώντας, μάλιστα, στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων σε τοπικό επίπεδο.
Για αυτό το λόγο, η ολική και ριζική αλλαγή των άτακτων στρατιωτικών σωμάτων σε τακτικό στρατό ξηράς από τον Καποδίστρια, θα ήταν ριψοκίνδυνη πολιτική απόφαση, ελέω των προαναφερθεισών ιδιαίτερων συνθηκών. Ωστόσο, η οργάνωση ενός στρατού ξηράς, ικανού να ανταποκριθεί σε ακανθώδη πολεμικά ζητήματα, υπήρξε εξ αρχής μία θέληση του κυβερνήτη για αρκετούς λόγους.
Αρχικά, η σύσταση ενός οργανωμένου σώματος στρατού θα αποδεικνυόταν μεγαλειώδους σημασίας για την περάτωση πολεμικών επιχειρήσεων και την αντίστοιχη διευθέτηση διεθνών υποθέσεων. Μολονότι η θέση της Ελλάδος κατά τα πρώτα χρόνια ανάληψης καθηκόντων από τον Καποδίστρια ήταν ισχνή, το όραμα του κυβερνήτη υπήρξε μακροχρόνιο και ανταποκρινόταν στην πολιτικοποίηση ενός κράτους σε πλαίσια που θα οροθετούνταν από τις ήδη υπάρχουσες ευρωπαϊκές πολιτικές συνθήκες.
Σημαντική συνδρομή σε αυτό θα διαδραμάτιζε και ο ρόλος ενός οργανωμένου στρατού. Εν συνεχεία, η χώρα μόλις εξερχόταν μίας σημαντικής αλλαγής στην κορυφή της κοινωνικής της πυραμίδας, με την απομάκρυνση της Οθωμανικής κυριαρχίας, κάτι που συνεπαγόταν αναζήτηση στοιχειώδους ευταξίας. Η δημιουργία τακτικών σωμάτων στρατού θα συντελούσε ευεργετικά προς τούτη την κατεύθυνση. Στα προαναφερόμενα επιχειρήματα, βέβαια, μπορεί να προστεθεί πως η ολική εναλλαγή σε οργανωμένο στρατό θα αποτελούσε σαφές στήριγμα του κράτους, προωθώντας παράλληλα συμφέροντα και αποφάσεις του ίδιου του κυβερνήτη.
Λίγους μήνες μετά την άφιξή του, συγκρότησε Πολεμικό Συμβούλιο θέτοντας τον εαυτό του επικεφαλής, ώστε να ρυθμιστούν άμεσα τα ζητήματα του στρατού. Ο Δημήτριος Υψηλάντης ανέλαβε το έργο για τη διαμόρφωση και οργάνωση του άτακτου στρατού, καθώς ο Καποδίστριας τον όρισε ως Στρατάρχη. Ο Υψηλάντης γνώριζε άψογα τη λεπτότητα που άρμοζε στη διαχείριση του εν λόγω θέματος και επιπροσθέτως, ήταν άριστος γνώστης της ελληνικής πραγματικότητας και ένας εκ των πιο έμπιστων συνεργατών του κυβερνήτη, στην αρχή της πολιτικής του καριέρας στην απελεύθερη Ελλάδα.
Καθοριστικής σημασίας κίνηση προς τη μεταστροφή της υπάρχουσας συνθήκης, υπήρξε το διάταγμα που εκδόθηκε περί τα τέλη Φεβρουαρίου του 1828, σχετικά με τη σύσταση του οργανισμού των Χιλίαρχων. Σύμφωνα, λοιπόν, με το εν λόγω διάταγμα, τα μέχρι τότε άτακτα σώματα μετονομάστηκαν σε αεικίνητα στρατιωτικά σώματα, με σύνολο δυνάμεων 8 χιλίαρχων των 1125 ανδρών εκάστη. Ωστόσο, πολλά υπερήλικα άτομα που συγκαταλέγονταν στους κλέφτες και αρματολούς και πολέμησαν στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, δε γνώριζαν τη σύγχρονη με εκείνους ευρωπαϊκή τακτική και ήταν αδύνατο να ικανοποιηθούν με το βαθμό του Χιλίαρχου, δεδομένου πάντοτε του γεγονότος πως είχαν αφομοιώσει εκείνο του Στρατηγού.
Ο Καποδίστριας, προκειμένου να ικανοποιήσει τη συγκεκριμένη μερίδα ατόμων, χρησιμοποίησε αρκετούς από αυτούς ως συμβούλους του, ενώ όσοι δεν ανήλθαν σε αυτό το στάδιο εξουσίας, αρκέστηκαν σε βοηθητικό στρατιωτικό ρόλο. Επιπλέον, για να προφυλαχθεί η βέλτιστη οργάνωση των νεοσύστατων σωμάτων, αποφασίστηκε η δημιουργία στρατοπέδου στην Τροιζήνα και επιμελητηρίου ανεφοδιασμού στον Πόρο. Ως ανώτατη μονάδα του στρατού ορίστηκε η Χιλιαρχία. Η κάθε Χιλιαρχία διαιρείτο σε πεντακοσαρχίες, εκατονταρχίες, πεντηκονταρχίες, εικοσιπενταρχίες, δωδεκαρχίες και πενταρχίες. Για κάθε Χιλίαρχο προβλέπονταν Αξιωματικοί και Υπαξιωματικοί καθώς και ιερείς, ιατροί, υπασπιστές, ταμίες και φροντιστές. Συνολικά
Αναφορικά με τις ανώτατες στρατιωτικές θέσεις, οι οποίες ήταν τρεις, όσες και οι κύριες στρατιωτικές περιφέρειες, ο Κυβερνήτης επέλεξε άνδρες δοκιμασμένους, οι οποίοι είχαν αποδείξει την αξία τους στα πεδία των μαχών. Για την περιφέρεια Πελοποννήσου επέλεξε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Για την περιφέρεια Ανατολικής Ελλάδος επέλεξε τον Δημήτριο Υψηλάντη, με επιτελάρχη τον Γάλλο φιλέλληνα Γκραγιάρ και για την περιφέρεια Ανατολικής Ελλάδος τον Ρίτσαρντ Τσώρτς, με επιτελάρχη τον Γάλλο Ταγματάρχη Denzel. Για τις άλλες θέσεις, καθώς και τις θέσεις των διοικητών των φρουρίων, ο Καποδίστριας επέλεξε εξίσου σοφά τους διοικητές, όπως τον Φαβιέρο στην Χίο και τον Χατζημιχάλη Νταλιάνη στην Κρήτη. Οι οργανωμένοι άτακτοι αριθμούσαν 8 χιλιαρχίες και, μαζί με άλλες ανεξάρτητες μονάδες, ανέρχονταν σε 10.000 άνδρες.
Ο Καποδίστριας, σε συνέχεια των προηγούμενων κινήσεών του, μερίμνησε και για την εκπαίδευση και μόρφωση των νέων στελεχών του στρατού, συγκροτώντας τον Ιούνιο του 1828 το Λόχο Προγυμναστών, που το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, μετονομάστηκε σε Λόχο των Ευέλπιδων. Πρώτος Διοικητής της σχολής, υπήρξε ο Ιταλός φιλέλληνας αξιωματικός Salteli, ο οποίος έπειτα από μερικούς μήνες κακής διαχείρισης, αντικαταστάθηκε από τον επίσης φιλέλληνα Γάλλο αξιωματικό Pauzie. Η κατάταξη στο Λόχο των Ευέλπιδων, πραγματοποιούταν σε αρχικό στάδιο έπειτα από πρόταση του Βαυαρού Συνταγματάρχη Heideck και μετέπειτα έγκριση του ίδιου του Καποδίστρια, κάτι που άλλαξε μεταγενέστερα.
Οι πρώτοι Ευέλπιδες που κατατάχθηκαν, ήταν 43 στον αριθμό και αποτελούσαν ένα ιδιαίτερο μίγμα ηλικίας και γνώσεων, καθώς σε κοινή τάξη εκπαιδεύονταν παιδιά 12 και 13 ετών με άνδρες 27 και 28 ετών. Πολλοί δε Ευέλπιδες, αντιμετώπιζαν τη φοίτησή τους ως μία λύση στο βιοποριστικό τους πρόβλημα, διότι λάμβαναν καθημερινό μισθό και βοηθούσαν με το εν λόγω μέσο σημαντικά τις οικογένειές τους. Ο Καποδίστριας, μάλιστα, ενδιαφερόταν σφόδρα για την εκπαίδευση των μελλοντικών στρατιωτών του, τεκμήριο του οποίου υπήρξε η συνεχής παρουσία του στις πρώτες εγκαταστάσεις της σχολής, που βρίσκονταν τότε στα περίχωρα του Ναυπλίου.
Η ριζική ανασύνταξη, όμως, συνεχίστηκε με γοργούς ρυθμούς από τον κυβερνήτη, γεγονός που αιτιολογούσε την εχθρική στάση πολλών αγωνιστών του Αγώνα, που παρατηρούσαν με καχυποψία και σκεπτικισμό τούτες τις κινήσεις, θεωρούμενοι πως αντιστάθμιζαν την πολύχρονη προσπάθειά τους για απελευθέρωση της χώρας, καθώς η πλειονότητα της εξουσίας, συγκεντρωνόταν σε φιλέλληνες ξένους Αξιωματικούς και Στρατηγούς. Στα τέλη του καλοκαιριού του 1828, συγκροτήθηκε Τάγμα Πυροβολικού, αποτελούμενο από 6 λόχους υπό τον Pauzie. Παράλληλα, την ίδια χρονική περίοδο, ιδρύθηκε και νέο σώμα με την ονομασία «Οχυρωματοποιών και Μηχανοποιών», το λεγόμενο αργότερα «Μηχανικό», υπό την καθοδήγηση του Γάλλου λοχαγού Garnot. Η εκπαίδευση γινόταν με γαλλικούς κανονισμούς και όρους και δραστηριοποιήθηκε σε καινούριο στρατόπεδο στην περιοχή των Μεγάρων.
Οι ειλημμένες κινήσεις του πρώτου κυβερνήτη της χώρας, είχαν ως εύλογο αποτέλεσμα να αποτελείται ο νεοσύστατος τακτικός στρατός της χώρας από 1102 άνδρες τον Απρίλιο του 1828, μέγεθος που με την πάροδο του χρόνου αυξανόταν. Επίσης μεριμνούσε για την οργάνωση μονάδας τακτικού και ελαφρού ιππικού, με 100 και 150 άνδρες αντίστοιχα. Πρώτη έδρα του Ελληνικού στρατού ξηράς υπήρξαν τα Μέθανα. Με απόφαση του Βαυαρού Συνταγματάρχη Karl Wihelm von Heideck, που προτάθηκε από τον ίδιο τον κυβερνήτη ως Αρχηγός του στρατού, μεταφέρθηκε η έδρα στο Ναύπλιο. Ο Heideck, κατόρθωσε σε σύντομο χρονικό διάστημα να αποκτήσει την πλήρη εμπιστοσύνη του Καποδίστρια, πείθοντάς τον, μάλιστα, να οπλιστούν οι άνδρες που αποτελούσαν το στράτευμα, με γαλλικό οπλισμό και να ντυθούν, παράλληλα, με φραγκική στολή.
Όταν ο Γάλλος Συνταγματάρχης παραιτήθηκε τον επόμενο χρόνο για λόγους υγείας, οι εν λόγω κανονισμοί έπαψαν την ισχύ τους και έπειτα από τη μάχη της Πέτρας, τον Ιούλιο του 1829 που άτυπα αποτέλεσε τον επίλογο του Αγώνα κατά των Οθωμανών, ο Καποδίστριας διέλυσε τις χιλιαρχίες και συγκρότησε 13 ελαφρά Τάγματα, που σκοπό είχαν τη φύλαξη και φρούρηση των συνόρων. Με τη δολοφονία του, το Σεπτέμβρη του 1831, σημαίνεται και το τέλος των τακτικών σωμάτων, δεδομένου πως την επαύριον της δολοφονίας τους, επικράτησε πλήρης αναρχία σε πολιτικό, κοινωνικό και στρατιωτικό επίπεδο.
Συνοψίζοντας, παρατηρείται με σχετική ευκολία, πως ο Ιωάννης Καποδίστριας οραματιζόταν ένα κράτος αστικού τύπου, το οποίο υπήρξε γαλουχημένο και μαθημένο σε αρκετά διαφορετικές συνιστώσες, σημαντικό μέρος του οποίου θα υπήρξε η οργάνωση ενός τακτικού σώματος στρατού, γεγονός που τεκμηριώνεται από την έλλειψη ευταξίας μετέπειτα της δολοφονίας του. Η ριζική μεταστροφή των άτακτων στρατιωτικών σωμάτων σε τακτικά και οι μεταρρυθμίσεις που προώθησε στο νεοσύστατο Ελληνικό Στρατό, αν και αντιμετωπίστηκαν με σημαντική δόση καχυποψίας από τους παλαιότερους αγωνιστές, έθεσαν τις βάσεις για τη μελλοντική οργάνωση του ανθρώπινου πολεμικού δυναμικού της χώρας και συνακολούθησαν τις υπόλοιπες καινοτόμες πράξεις του Κυβερνήτη στα στάδια της κοινωνίας, μερικές εκ των οποίων δε μπορούσαν να υπερκεράσουν το ανυπέρβλητο εμπόδιο του στείρου και ανέτοιμου πληθυσμού, που υπήρξε συνηθισμένος σε μία διαφορετική πραγματικότητα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό Έργο (1976), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Τόμος ΙΒ΄. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών,
- Π. Καρύκας (2001) Πολεμικές Μονογραφίες Ελληνικός Στρατός 1821 – 1921. Εκδ. Επικοινωνίες Α.Ε.
- Συλλογικό Έργο (2015), Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη.
- Β. Κρεμμυδάς (2016), Η Επανάσταση του 1821. Αθήνα: Εκδ. GUTENBERG