Της Μαρίας Καράμπελα,
Με τον όρο «παγκοσμιοποίηση» εννοούμε την παγκόσμια οικονομική ολοκλήρωση που επιτυγχάνεται με τη διεθνοποίηση του εμπορίου χωρίς φραγμούς και την παγκόσμια οικονομική αλληλεξάρτηση, η οποία συντελείται με τις μετακινήσεις των ανθρώπων, της επένδυσης, της διάδοσης της τεχνολογίας και της πληροφόρησης.
Η απαρχή της παγκοσμιοποίησης ξεκινά με την τεχνολογική περίοδο στα τέλη του 19ου αιώνα και συνεχίζεται μέχρι την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Σε αυτή την περίοδο ο κόσμος γνωρίζει μία ραγδαία αύξηση του διεθνούς εμπορίου. Η αύξηση αυτή εμφανίζει μία τάση επιβράδυνσης στις αρχές του 20ου αιώνα, που οφείλεται στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη μεγάλη ύφεση του 1929, με τις χώρες να προσπαθούν να προστατευθούν από το διεθνή ανταγωνισμό. Το δεύτερο κύμα της παγκοσμιοποίησης ξεκινά μετά το 1950 με τη ραγδαία οικονομική μεγέθυνση των ανεπτυγμένων χωρών και τη σημαντική αύξηση του διεθνούς εμπορίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι το διεθνές εμπόριο βιομηχανοποιημένων προϊόντων αυξήθηκε από 95 δισεκατομμύρια δολάρια το 1955, σε 12 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2010. Εκτιμάται ότι μέχρι το 2050 οι επτά αναδυόμενες (Ε7) οικονομίες, (Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, Ρωσία, Μεξικό, Ινδονησία και Τουρκία) θα είναι κατά 50% μεγαλύτερες από τις σημερινές χώρες των G7 (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ιταλία και Καναδάς). Η Κίνα εκτιμάται ότι θα γίνει η μεγαλύτερη χώρα του πλανήτη κοντά στο 2025.
Όμως, η παγκοσμιοποίηση δεν αφορά μόνο στη διεθνή οικονομική ολοκλήρωση και στη συμμετοχή των χωρών στο ελεύθερο εμπόριο. Ο βαθμός παγκοσμιοποίησης μίας χώρας εξαρτάται και από άλλους παράγοντες, όπως οι κοινωνικοί, δηλαδή οι διαπροσωπικές επαφές της χώρας (διεθνή ταξίδια, τουρισμός), η χρήση των νέων μορφών τεχνολογίας (αριθμός χρηστών στο διαδίκτυο) και οι πολιτικοί παράγοντες (συμμετοχή μίας χώρας σε διεθνείς οργανισμούς, σε αποστολές του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών). Οι χώρες με τη μεγαλύτερη παγκοσμιοποίηση το 2018 ήταν η Ελβετία, η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Σουηδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία, η Δανία, η Νορβηγία και η Γαλλία.
Η Σιγκαπούρη ήταν η χώρα με το μεγαλύτερο βαθμό οικονομικής παγκοσμιοποίησης, ενώ ακολουθούν η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία και η Μάλτα. Επιπλέον, χώρες με μεγάλο βαθμό παγκοσμιοποίησης, έχουν μικρότερη ανισοκατανομή εισοδήματος, λιγότερη διαφθορά και περισσότερες πολιτικές ελευθερίες. Ακόμη, αυτές οι χώρες διατηρούν υψηλά επίπεδα φορολογίας, αλλά και κρατικών δαπανών. Στον αντίποδα, οι χώρες που έχουν χαμηλό βαθμό παγκοσμιοποίησης, είναι κατά τεκμήριο χώρες χαμηλού εισοδήματος και ανάπτυξης όπως η Μιανμάρ, τα νησιά Σολομώντα και το Μπουρούντι. Ωστόσο, οι χώρες με μικρό βαθμό παγκοσμιοποίησης, όπως η Αιθιοπία, η Ρωσία και η Ινδία, προσδοκούν σε μεγαλύτερα οφέλη από χώρες οι οποίες είναι ήδη σε μεγάλο βαθμό παγκοσμιοποιημένες (π.χ. ΗΠΑ).
Η κριτική που δέχεται η παγκοσμιοποίηση είναι ότι οδηγεί στην ανθρώπινη εξαθλίωση και δυστυχία τις χώρες του πλανήτη, διευρύνοντας το χάσμα από τις πλούσιες χώρες. Αυτό στηρίζεται περισσότερο σε ιδεολογικές προκαταλήψεις παρά σε κάποια επιστημονική ανάλυση. Μία φτωχή χώρα μπορεί να ωφεληθεί από το ελεύθερο εμπόριο, εξάγοντας αγαθά στα οποία έχει συγκριτικό πλεονέκτημα και να εισάγει κεφαλαιουχικά αγαθά που είναι απαραίτητα για την οικονομική της ανάπτυξη. Δεν είναι τυχαίο ότι στο παρελθόν, χώρες που ακολούθησαν την πολιτική της εξωστρέφειας δίνοντας μεγαλύτερη βαρύτητα στον εξαγωγικό τους τομέα (Νοτιοανατολική Ασία), αναπτύχθηκαν ταχύτερα από χώρες που ακολούθησαν την εσωστρέφεια ή τη διεθνή απομόνωση (π.χ. Αλβανία πριν το 1990).
Η παγκοσμιοποίηση ωφελεί τις ανεπτυγμένες χώρες παρέχοντάς τους πρόσβαση σε νέες αγορές, αλλά ωφελεί και τις φτωχές, οι οποίες μπορούν να εισάγουν ή να μιμηθούν την τεχνολογία των ανεπτυγμένων χωρών. Οι ευκαιρίες και οι δυνατότητες που παρέχει η παγκοσμιοποίηση στις χώρες είναι τεράστιες, ώστε να μπορούν εύκολα να καταστούν ανεξέλεγκτες. Είναι σαφές ότι σε έναν κόσμο όπου διακινούνται ελεύθερα αγαθά και υπηρεσίες, μπορούν το ίδιο εύκολα να μετακινούνται και άλλα πράγματα λιγότερο θετικά. Γι’ αυτόν τον λόγο απαιτείται συντονισμός προσπαθειών από διεθνείς φορείς, ώστε να μειωθούν στο ελάχιστο οι αρνητικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης.
Η ύπαρξη ενός ρυθμιστικού πλαισίου είναι απαραίτητη, όταν οι δυνάμεις της αγοράς αποτυγχάνουν στην αποτελεσματική κατανομή των πόρων ή όταν υπάρχουν δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον. Επιπλέον, είναι προφανής η ανάγκη για μείωση της διεθνούς ανισοκατανομής του εισοδήματος και άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να υπάρξει μία σημαντικά μεγαλύτερη μεταφορά πόρων από τις πλούσιες προς τις φτωχές χώρες. Η παγκοσμιοποίηση θα είναι επιτυχής μόνο όταν έχει δημιουργήσει έναν μηχανισμό κατανομής της παγκόσμιας ευημερίας, που θα βγάζει τις αναπτυσσόμενες χώρες από τη φτώχεια τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Αρχές Οικονομικής Θεωρίας, Δημήτριος Γιαννέλης , Εκδόσεις ΤΣΟΤΡΑΣ.
- Εισαγωγή στην Οικονομική Επιστήμη, Ελευθέριος Ζαχαρίας, Εκδόσεις ΟΠΑ.