Της Συμέλας Θεοδοσιάδου,
Το συντρέχον πταίσμα ή άλλως η ζημία από οικείο πταίσμα ή συνυπαιτιότητα, περιγράφεται γενικώς στη διάταξη του άρθρου 300 του Αστικού Κώδικα (εφεξής «ΑΚ») ως εξής:
Αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Το ίδιο ισχύει και όταν εκείνος που ζημιώθηκε παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία ή δεν επέστησε την προσοχή του οφειλέτη στον κίνδυνο ασυνήθιστα μεγάλης ζημίας, τον οποίο ο οφειλέτης ούτε γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει.
Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για το πταίσμα των προσώπων για τα οποία ευθύνεται εκείνος που ζημιώθηκε.
Για να βρει πεδίο εφαρμογής αυτή η διάταξη, η οποία διατρέχει κάθε περίπτωση αστικής ευθύνης, ακόμα και εκτός του δικαίου αποζημίωσης κατ’ αναλογία, είναι απαραίτητη η σωρευτική συνδρομή δύο προϋποθέσεων: η γέννηση υποχρέωσης προς αποζημίωση και η συμβολή του ζημιωθέντος στην έκταση της ζημίας ή στην πρόκληση της ζημίας.
Αρχικώς, για τη θεμελίωση της ευθύνης προς αποζημίωση γίνεται παγίως δεκτή η σκέψη που ακολουθεί ο Άρειος Πάγος και η θεωρία ως εξής: Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 εδάφ. β’ και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Υπαιτιότητα είναι ο ψυχικός δεσμός του δράστη προς την αδικοπραξία. Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 ΑΚ, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα.
Ειδικά στην περίπτωση των αυτοκινητικών ατυχημάτων, ενός ζητήματος που βρίσκεται ανέκαθεν στην επικαιρότητα βάσει και των επίσημων στατιστικών, η αστική ευθύνη αποτελεί κομβικό ζήτημα, διότι με αυτήν προσδιορίζεται το εν γένει σύστημα καθορισμού της υποχρέωσης προς αποζημίωση. Βασικά κριτήρια για τον καταλογισμό της ευθύνης αποτελούν η υπαιτιότητα/υποκειμενική ευθύνη κι η διακινδύνευση/αντικειμενική ευθύνη. Μάλιστα, στην περίπτωση της συνυπαιτιότητας, κατά την οποία βρίσκει εφαρμογή το άρθρο 300 ΑΚ, καθώς ο ζημιωθείς συμβάλλει στη ζημία, κατά την κρατούσα άποψη υπερισχύει έναντι της πλήρους απαλλαγής του άρθρου 5 του ειδικού νόμου ΓπΝ/1911 «Περί της εκ των αυτοκινήτων ποινικής και αστικής ευθύνης», το οποίο προβλέπει πως: Της κατά το προηγούμενον άρθρον αποζημιώσεως ουδείς των ενεχομένων απαλλάσσεται εξ οιουδήποτε λόγου, εκτός εάν αποδείξη ότι το ατύχημα προήλθεν εξ ανωτέρας βίας, ή εξ υπαιτιότητος του θύματος, ή εκ πταίσματος τρίτου προσώπου µη ανήκοντος εις την υπηρεσίαν του αυτοκινήτου. Δυνάμει αυτής της επικράτησης, το άρθρο 300 ΑΚ δεν οδηγεί σε πλήρη απαλλαγή, αλλά διαζευκτικώς δύναται -in concreto- να οδηγήσει είτε σε απαλλαγή ή μείωση της ευθύνης.
Επί της δικαστηριακής πρακτικής, μεταξύ άλλων συνιστωσών θεμελίωσης του συντρέχοντος πταίσματος επί αυτοκινητικού ατυχήματος, αυτό έχει παγίως θεμελιωθεί για οδηγό μοτοσυκλέτας που δεν φοράει προστατευτικό κράνος και εμπλέκεται σε τροχαίο, διότι αυτό αποτελεί ex lege υποχρέωση. Μερικές ειδικότερες δικανικές σκέψεις πρακτικοποίησης του ζητήματος, διακρίνονται από τις ευθύς παρακάτω -ενδεικτικώς αναφερόμενες- αποφάσεις:
- ΕφΠατρών 234/2019: Το ποσό όμως της αποζημίωσης που δικαιούται για τη δαπάνη αυτή (ήτοι χειρουργική επέμβαση και θεράπεια) πρέπει να μειωθεί κατά ποσοστό 50% και να του επιδικαστεί τελικά το ποσό των 1.250 ευρώ, γιατί συνυπαίτιος στην επέλευση των ως άνω πολλαπλών θλαστικών τραυμάτων είναι και ο ίδιος, επειδή, κατά την οδήγηση του δικύκλου του, δεν έφερε προστατευτικό κράνος, το οποίο αν έφερε, μετά βεβαιότητας δεν θα είχε υποστεί τις ως άνω σωματικές βλάβες ή στην έκταση που τις υπέστη.
- ΑΠ 69 / 2017 (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ): Περαιτέρω, δεν προέκυψε οποιαδήποτε συνυπαιτιότητα σε βάρος του θανόντος οδηγού στην πρόκληση της ένδικης σύγκρουσης, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι αυτός εκινείτο με υπερβολική ταχύτητα, ούτε ότι η κατάσταση των ελαστικών του οχήματός του συνδέεται αιτιωδώς με το ατύχημα, ενώ, λόγω της αιφνίδιας παρεμβολής του άλλου οχήματος στην πορεία του, ο ίδιος δεν μπορούσε να αποφύγει το ατύχημα, οποιαδήποτε επιμέλεια και σύνεση και αν κατέβαλε. Εξάλλου, παρόλο που κατά την τοξικολογική εξέταση του θανόντος ανιχνεύθηκε στο αίμα του ποσότητα αλκοόλης 0,2 g/l, ουδόλως αποδείχθηκε ότι η ποσότητα αυτή επηρέασε αρνητικά την οδηγική ικανότητα και συμπεριφορά του θανόντος και ότι συνδέεται αιτιωδώς με το ατύχημα […].
- ΑΠ 414/2019 (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ): Οι παραπάνω αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές σχετικά με την οδηγική συμπεριφορά των εμπλακέντων στο ατύχημα οδηγών, στηρίζουν επαρκώς και χωρίς αντιφάσεις, την κρίση του Εφετείου για τη συνυπαιτιότητα των ως άνω οδηγών στην πρόκληση του ατυχήματος […].
- ΑΠ 740/2005 (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ): Εξ άλλου από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297, 300,330 και 914 ΑΚ προκύπτει, ότι απαραίτητη προϋπόθεση της ευθύνης προς αποζημίωση σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, είναι η υπαιτιότητα του οδηγού του αυτοκινήτου που προκάλεσε τη ζημία καθώς και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της πράξεως ή παραλείψεως του οδηγού, από τις οποίες προκλήθηκε η ζημία, η ύπαρξη δε της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται καταρχήν από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα της βλάβης που προκλήθηκε, συνετέλεσε και συνυπαιτιότητα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας ή της συνυπαιτιότητας καθώς και ο βαθμός του πταίσματος των εμπλακέντων στο ατύχημα προσώπων, δεν αναιρούνται από μόνο το γεγονός, ότι το ένα από τα πρόσωπα αυτά παραβίασε τις διατάξεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ.), αφού μόνη η παραβίαση των διατάξεων αυτού, δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση των συνεπειών από αυτοκινητικό ατύχημα. Αποτελεί απλώς στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης παραβάσεως και του επελθόντος αποτελέσματος.
- ΑΠ 779 / 2010 (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ): Συνεπώς ο ισχυρισμός των αναγομένων για το ότι συνέτρεξε και κάποια συνυπαιτιότητα εκ μέρους του θανόντος σε απελθούσα σύγκρουση, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Τέτοια συνυπαιτιότητα δεν μπορεί να αποδοθεί στον θανόντα, αν και βρέθηκε, κατά την εξέταση που έγινε στο αίμα ίου μετά το ατύχημα, βαθμός αλκοόλης σε ποσοστό 1,40 ο/οο. Και τούτο γιατί, αφού όπως αποδείχθηκε εκινείτο κανονικά και με μικρή ταχύτητα, η ύπαρξη οινοπνεύματος στο αίμα του δεν άσκησε καμμιά επίδραση στην οδήγηση και της δυνατότητας αντιδράσεως, αφού εμβολίσθηκε και δεν υπήρχαν περιθώρια αντίδρασης από την πλευρά ατύχημα ενισχύεται και από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων -πραγματογνωμόνων των εναγόντων, σε αντίθεση μ’ αυτή του μάρτυρα-πραγματογνώμονα του εναγομένου, οι οποίες όλες συγκλίνουν στο ότι ο θανών α) εκινείτο με μικρή ταχύτητα, σε αντίθεση με τον Χ που εκινείτο με ταχύτητα άνω του επιτρεπομένου ορίου, β) ότι εμβόλισε τον θανόντα και γ) ότι ενώ το αυτοκίνητο του ήταν βαρύτερο από του Χ το παρέσυρε λοξά και αριστερά, γεγονός που υποδηλώνει μεγάλη ταχύτητα την οποία στοιχειωδώς δεν ελάττωσε καν, ενόψει της διασταυρώσεως.
[…] Επίσης, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς την οποιαδήποτε αντίφαση διευκρινίζεται γιατί δεν υπήρξε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του γεγονότος ότι στο αίμα του θανόντος ανιχνεύτηκε ποσότητα αλκοόλης σε ποσοστό 1,40ο/οο και του ότι δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας με το θανατηφόρο ατύχημα με τις παραδοχές ότι ο θανών δεν υπέπεσε σε καμία άλλη παράβαση η οποία να έχει σχέση με την σύγκρουση και ότι αυτή ήταν τόσο σφοδρή ώστε η ζώνη ασφαλείας να είναι αδύνατον να αποτρέψει ή να περιορίσει τα επιζήμια αποτελέσματα της.
Η συνυπαιτιότητα, αποτελεί συλλήβδην μία πολύ σημαντική ένσταση που πρέπει να εξετάζεται ενδελεχώς (253/2020 ΑΠ), καθώς αναλόγως των σταθμίσεων, στις οποίες προβαίνει το Δικαστήριο, μπορεί να οδηγηθεί και στην εξάλειψη των συνυπολογισμένων ποσοστών ευθύνης εκατέρωθεν των αντιδίκων, με την απόρριψη της αγωγής εξ’ ολοκλήρου. Για αυτόν τον λόγο, κάθε υπόθεση αυτοκινητικού ατυχήματος είναι ξεχωριστή και της προσήκει η δέουσα προσέγγιση, νομική και πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να συνεκτιμηθούν σωστά όλες οι παράμετροι υπό τις οποίες το τροχαίο έλαβε χώρα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, 2η έκδοση (2015), εκδ. Δίκαιο και Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας
- ΕφΠατρών 234/2019, διαθέσιμη εδώ
- ΑΠ 69 / 2017 (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ), διαθέσιμη εδώ
- ΑΠ 414/2019 (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ), διαθέσιμη εδώ
- ΑΠ 740/2005 (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ), διαθέσιμη εδώ
- ΑΠ 779 / 2010 (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ), διαθέσιμη εδώ