Της Μαρίας – Ελένης Κασαπάκη,
Ο Ιωάννης Καποδίστριας είναι ένα από τα πρόσωπα που συνδέθηκαν άρρηκτα με το κίνημα της Ελληνικής Επανάστασης. Μέσω της ακούραστης πολιτικής και διπλωματικής του δράσης ενίσχυσε την προσπάθεια αποτίναξης του οθωμανικού ζυγού και οργάνωσης του Ελληνικού Κράτους. Όλα ξεκίνησαν, όταν ο πληρεξούσιος υπουργός της Ρωσίας στα Επτάνησα ξεχώρισε τον τότε νεαρό Γραμματέα της Επτανήσου Πολιτείας για την ευφυία και την εργατικότητά του και τον έφερε σε επαφή με τον Τσάρο Αλέξανδρο Α’, ο οποίος του έδωσε θέση συμβούλου στη ρωσική Αυλή. Ο Καποδίστριας εγκαταστάθηκε εκεί με την ελπίδα να ωθήσει τους Ρώσους αξιωματούχους να στηρίξουν την Απελευθέρωση των ομόδοξων Ελλήνων. Σταδιακά αναρριχήθηκε σε υψηλότερα αξιώματα και λόγω της θέσης του γνώρισε σημαίνοντα πρόσωπα, τα οποία επρόκειτο να συμπαρασταθούν στο έργο του.
Μια από τις πρώτες ενέργειές του ήταν η ίδρυση της Φιλομούσου Εταιρείας στη Βιέννη στις 1/9/1813. Στόχος αυτού του σωματείου ήταν να βοηθήσει τους Έλληνες να σπουδάσουν, αλλά και να ενισχύσει το φιλελληνικό πνεύμα στην Ευρώπη και να προετοιμάσει το έδαφος για το ξέσπασμα της Επανάστασης. Επίσης μέσω αυτού οι Έλληνες έρχονταν κρυφά σε επικοινωνία, για να οργανώσουν την προσπάθεια του απελευθερωτικού Αγώνα. Σε αυτό το εγχείρημα συνέδραμαν κυρίως οι ομογενείς της Βιέννης, αλλά και Ρώσοι ευγενείς το στήριξαν οικονομικά με άδεια του Τσάρου. Ωστόσο ο Αυστριακός υπουργός Εξωτερικών Κλέμενς φον Μέττερνιχ αντιλήφθηκε γρήγορα ότι η Φιλόμουσος Εταιρεία εξυπηρετούσε όχι μόνο εκπαιδευτικούς, αλλά και πολιτικούς σκοπούς. Γι’ αυτό άσκησε εντολή για διενέργεια έρευνας της δράσης της και με εκφοβιστικό τρόπο ανάγκασε τα μέλη της να μεταφέρουν την έδρα τους στο Μόναχο.
Στο μεταξύ οι συνεχείς διπλωματικές επιτυχίες του Ιωάννη Καποδίστρια, με αποκορύφωμα την παρουσία του στο Συνέδριο της Βιέννης (1815), οδήγησαν στον διορισμό του σε Υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας. Η απόφαση αυτή προκάλεσε έκπληξη και ανησυχία στις κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Αυστρίας, καθώς γνώριζαν τη μεγάλη επιρροή που ασκούσε στον Τσάρο. Όταν ανέλαβε το αξίωμά του, ο Καποδίστριας έθεσε ως στόχο να προετοιμάσει το έδαφος, ώστε η ρωσική Αυλή να συμβάλλει ενεργά στον απελευθερωτικό Αγώνα. Επίσης επιδίωξε να διοριστεί πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη ο φιλέλληνας Στρογγάνοφ και να αλλάξει η στάση της Ρωσίας απέναντι στην Πύλη.
Ήθελε να πείσει τον Τσάρο να επιβάλλει μέσω στρατιωτικής επέμβασης την υπογραφή νέας συνθήκης με τους Οθωμανούς, χάρη στην οποία η Μολδαβία, η Βλαχία και η Σερβία θα μπορούσαν να σχηματίσουν τρεις ομόσπονδες ηγεμονίες και θα αποτελούσαν καταφύγιο για τους χριστιανούς της Ανατολής. Ο Καποδίστριας πίστευε ότι η διευθέτηση των εκκρεμοτήτων της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1815) και μια ένοπλη ρωσοτουρκική σύρραξη θα ευνοούσε την προσπάθεια αυτονόμησης των Ελλήνων. Ωστόσο ο Τσάρος επρόκειτο μέχρι τέλους να επιμείνει στη διατήρηση μια ομαλής σχέσης με την Πύλη, χωρίς να έχει την πρόθεση να μεταβάλλει το υφιστάμενο εδαφικό statusquoτης οθωμανικής επικράτειας.
Ένας ακόμη σημαντικός στόχος του Καποδίστρια ήταν να προωθήσει περισσότερο το έργο της Φιλομούσου Εταιρείας, προκειμένου με έμμεσο και διπλωματικό τρόπο να διαφωτιστεί η Ευρώπη για την άθλια κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Ελλάδα λόγω του οθωμανικού ζυγού. Παράλληλα έδινε πολύ μεγάλη σημασία στη μόρφωση και την ηθική καλλιέργεια των νέων, καθώς μέσω αυτών θα αναγεννιόταν ο ελληνισμός. Φρόντισε να στείλει πολλούς Έλληνες για σπουδές σε αξιόλογα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια με υποτροφίες. Έτσι βελτιώθηκε η εικόνα που είχαν οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες για την πατρίδα του και το φιλελληνικό ρεύμα γνώρισε μεγάλη διάδοση στη γηραιά ήπειρο.
Εκτός από το έργο της Φιλομούσου Εταιρείας, η οποία είχε αναλάβει να στηρίξει τους Έλληνες όσον αφορά την εκπαίδευση, ο Καποδίστριας γνώριζε επίσης σε βάθος τις δράσεις της Φιλικής Εταιρείας για την υλική και ηθική προετοιμασία της Επανάστασης. Κάποιοι μελετητές θεωρούν ότι δημιουργήθηκε με τη συμμετοχή του ή ότι ενδεχομένως ανήκει στους πρωτεργάτες της. Όταν τον κάλεσαν τον Ιανουάριο του 1820 στην Πετρούπολη να αναλάβει την ηγεσία της, ο ίδιος θεώρησε ότι στο πλευρό του Τσάρου μπορούσε να προσφέρει πολλά περισσότερα στον Αγώνα. Χάρη στη νευραλγική του θέση ήταν από τους πρώτους που μάθαιναν για τις δυσμενείς προς την Ελλάδα αποφάσεις των Ευρωπαίων διπλωματών και μπορούσε να αντιδράσει, για να εμποδίσει την εφαρμογή τους. Ταυτόχρονα είχε τη δυνατότητα να πληροφορεί εγκαίρως και να καθοδηγεί τους πρωτεργάτες του Αγώνα.
Η σημασία της θέσης του Καποδίστρια στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας αποτυπώνεται καθαρά στην περίπτωση του συνεδρίου του Λάιμπαχ (1820). Κατά τη διάρκεια εκείνης της χρονιάς ξέσπασε μια σειρά πολιτικών γεγονότων, τα οποία δημιούργησαν κλίμα ανασφάλειας στην Ευρώπη, όπως η δολοφονία του διαδόχου του γαλλικού θρόνου, η Επανάσταση της Νάπολης και η ρήξη του Αλή Πασά με την Πύλη. Ο Τσάρος Αλέξανδρος έγινε καχύποπτος απέναντι σε κάθε επαναστατική κίνηση και ο Μέττερνιχ εκμεταλλευόμενος την κατάσταση, τον κάλεσε σε διμερή σύσκεψη, προκειμένου να ρυθμίσουν τη στάση τους απέναντι στα γεγονότα. Ενώ οι εργασίες του συνεδρίου βρίσκονταν σε κρίσιμη θέση, έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία η είδηση της έκρηξης της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Όλα τα βλέμματα στράφηκαν στον Τσάρο και τον Καποδίστρια, καθώς ο Υψηλάντης ήταν ανθυπίλαρχος του ρωσικού στρατού.
Ο Τσάρος, για να αποδείξει ότι δεν εμπλεκόταν στο επαναστατικό κίνημα, τον διέγραψε από τις τάξεις του στρατού του και επέτρεψε την επέλαση των τουρκικών στρατευμάτων. Ωστόσο χάρη στις ενέργειες του Καποδίστρια το γεγονός θεωρήθηκε μεμονωμένο, δεν επενέβησαν στρατιωτικά οι ευρωπαϊκές δυνάμεις στην περιοχή και δεν καταδικάστηκε η Ελληνική Επανάσταση, όπως συνέβη με τις εξεγέρσεις της Νάπολης και του Πιεμόντε. Μετά τη λήξη του Συνεδρίου ο Τσάρος διευκρίνισε στον Υπουργό του ότι δεν σκόπευε να στηρίξει την εθνική εξέγερση. Όταν η Πύλη προχώρησε σε συστηματική εξόντωση των χριστιανών της Κωνσταντινούπολης, με αποκορύφωμα τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’, υπό την καθοδήγηση του Καποδίστρια υποβλήθηκε τελεσίγραφο στον Σουλτάνο, το οποίο διατύπωνε ρητά ότι η μη συμμόρφωση των Οθωμανών στις απαιτήσεις της Ρωσίας για το Ελληνικό Ζήτημα θα ισοδυναμούσε με πόλεμο. Μια Ρωσοτουρκική σύρραξη φαινόταν τώρα σίγουρο ότι θα ξεσπάσει, ωστόσο ο Τσάρος θεώρησε ότι δεν έπρεπε να δράσει χωρίς να έρθει σε συνεννόηση με τους ευρωπαίους συμμάχους του. Έτσι με την παρέμβαση της Ιερής Συμμαχίας απετράπη η επικείμενη σύγκρουση.
Μετά από αυτά τα γεγονότα το χάσμα ανάμεσα στον Τσάρο Αλέξανδρο και τον Καποδίστρια έγινε αγεφύρωτο. Ο πρώτος εξακολουθούσε να παραμένει αρνητικός προς τον ελληνικό απελευθερωτικό Αγώνα, αλλά είχε συνειδητοποιήσει ότι ο Υπουργός του δεν θα θυσίαζε ποτέ το χρέος προς την πατρίδα του. Το 1822 ο Καποδίστριας υπέβαλε την παραίτησή του και τον επόμενο διάστημα εγκαταστάθηκε στην Ελβετία, όπου συνέχισε τις κινητοποιήσεις του για την Επανάσταση. Οι συμπατριώτες του στράφηκαν πολλές φορές στο πρόσωπό του για καθοδήγηση ως προς την εξέλιξη του Αγώνα και την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους. Στην Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827) εκλέχτηκε Κυβερνήτης της Ελλάδος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Α. Τούντα-Φεργάδη (2009) Ο Ιωάννης Καποδίστριας ως διπλωμάτης. Αθήνα: Εκδ. Σιδέρη
- Σ. Αλιφάντης ‘Προ-Επαναστατικός Καποδίστριας, 1814-1821: Τομή στην Συνεχεία μισού Αιώνα Αγώνων Χειραφέτησης (Pre-Revolutionary Capodistrias, 1814-1821)’ Σε Δ. Γ. Πουκαμισάς, Σ. Ζαμπούρας, Σ. Αλειφαντής (2019) Ιωάννης Καποδίστριας: Το ελληνικό ζήτημα στο διεθνές σύστημα ισορροπίας δυνάμεων, 1814-1821. Αθήνα: Εκδ. Κασταλία
- Ν. Π. Πατρίκιος (2020) Ιωάννης Καποδίστριας: Ένα αίνιγμα (Ioannis Kapodistrias: An Enigma).