Της Άννας Τσεκάνι,
Η Τζανέτ Ράνκιν ήταν Αμερικανίδα πολιτικός και ένθερμη υποστηρίκτρια των δικαιωμάτων των γυναικών. Ήταν η πρώτη γυναίκα στην ιστορία η οποία κατείχε ομοσπονδιακό γραφείο στις Ηνωμένες πολιτείες, ενώ παράλληλα είχε εκλεγεί και στην Βουλή των αντιπροσώπων των Η.Π.Α. ως Ρεπουμπλικάνος.
Η Τζανέτ Πίκερινγκ Ράνκιν (Jeannette Pickering Rankin) γεννήθηκε στις 11 Ιουνίου 1880 στη Μισούλα της Μοντάνα από τον Τζον και την Όλιβ Ράνκιν. Ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας από τα επτά παιδιά και είχε την τύχη να γεννηθεί σε μια ευκατάστατη οικογένεια.
Σε ακαδημαϊκό επίπεδο, η Τζανέτ παρακολούθησε το κρατικό πανεπιστήμιο της Μισούλα στον τομέα της βιολογίας, από το οποίο και αποφοίτησε το 1902. Μέχρι να βρει την κλίση της στην πολιτική, ασχολήθηκε με ποικίλα αντικείμενα, όπως η ραπτική, ο σχεδιασμός επίπλων και η διδασκαλία.
Το 1902, παρακολούθησε τη σχολή φιλανθρωπίας της Νέας Υόρκης και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα αποτέλεσε κοινωνική λειτουργός στο Σποκέιν της Ουάσιγκτον. Δεν αρκέστηκε, όμως, μόνο σε αυτά. Μετά από αυτό, μπήκε και στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον στο Σιάτλ, όπου ασχολήθηκε με το κίνημα της ψηφοφορίας των γυναικών.
Η δραστηριοποίηση αυτή της άνοιξε τον δρόμο, για να ασχοληθεί εκτενώς με τον χώρο της πολιτικής. Έγινε πρόεδρος της Ένωσης δικαιωμάτων γυναικών της Μοντάνα, αλλά και εθνικός γραμματέας της NAWSA (National American Woman Suffrage Association). Το μεγαλύτερό της επίτευγμα μέσα από αυτή τη δράση ήταν η κατοχύρωση του δικαιώματος των γυναικών να ψηφίσουν το 1914, που επικυρώθηκε το 1920.
Δεν αρκέστηκε, όμως, μόνο σε αυτά και έτσι έθεσε υποψηφιότητα στις εκλογές του Κογκρέσου το 1916, οπότε και τερμάτισε δεύτερη στην ψηφοφορία και έγινε η πρώτη γυναικά στην ιστορία που εκλέχθηκε στο Κογκρέσο.
Λίγο μετά την έναρξη της θητείας της στο Κογκρέσο, πραγματοποιήθηκε στη Βουλή ένα ιστορικό δημοψήφισμα σχετικά με την κήρυξη του πολέμου με τη Γερμανία, με την απόφαση της Ράνκιν να προκαλεί καταιγισμό κριτικής. Όχι μόνο καταψήφισε την απόφαση, αλλά δήλωσε ρητά πως: «Θέλω να υποστηρίξω τη χώρα μου, αλλά δεν μπορώ να ψηφίσω υπέρ του πολέμου». Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να κλονιστεί η εμπιστοσύνη του κόσμου προς το πρόσωπό της και στις επόμενες εκλογές να ηττηθεί.
Εργάστηκε σκληρά και συνέχισε τον αγώνα της ως λομπίστρια για την ειρήνη και εκλέχθηκε για δεύτερη φορά το 1940, οπότε και πάλι έπρεπε να ψηφίσει υπέρ ή κατά του πολέμου με την Ιαπωνία. Ούσα σταθερή στις απόψεις της, τάχθηκε ξανά κατά της συμμετοχής στον πόλεμο. Έτσι, αποτέλεσε το μοναδικό μέλος της Γερουσίας που ψήφισε κατά της εισόδου των Ηνωμένων Πολιτειών στον Α’ και Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και φυσικά βρέθηκε αντιμέτωπη με τις αντιδράσεις όλου του αμερικανικού λαού.
Τα χρόνια που ακολούθησαν η Τζανέτ επέλεξε να ταξιδέψει στο εξωτερικό, και ιδιαιτέρα στην Ινδία, όπου μελέτησε και επηρεάστηκε από τις διδασκαλίες του Μαχάτμα Γκάντι. Ηγήθηκε της ταξιαρχίας Jeannette Rankin, ενός συνασπισμού γυναικείων ειρηνευτικών ομάδων, ο οποίος οργάνωνε αντιπολεμικές πορείες, ενώ παράλληλα συμμετείχε σε δράσεις, που αφορούσαν την αύξηση των δικαιωμάτων των γυναικών.
Η Τζάνετ Ράνκιν πέθανε στις 18 Μαΐου 1973 σε ηλικία 92 ετών στην Καλιφόρνια. Προς τιμήν του έργου, που άφησε, τής απονεμήθηκε μάλιστα και μια πέτρα στο νεκροταφείο της Μισούλα. Το ίδρυμα Jeannette Rankin λειτουργεί ακόμα και απονέμει υποτροφίες σε γυναίκες με χαμηλό εισόδημα.
Η Τζανέτ έμεινε στην ιστορία ως η πρώτη γυναίκα η οποία εκλέχθηκε στο Κογκρέσο, τάχθηκε κατά του πολέμου και σφυρηλάτησε τον δρόμο για την απόκτηση του δικαιώματος της ψήφου των γυναικών.