Της Παναγιώτας Χριστοδουλοπούλου,
Τη δεκαετία του 1970, οι κυβερνήσεις που ηγούντο από στρατιωτικά καθεστώτα αποτελούσαν τον κανόνα και όχι την εξαίρεση στην περιοχή της Λατινικής Αμερικής. Στρατιωτικοί δικτάτορες ανέρχονταν στην εξουσία υποσχόμενοι να βελτιώσουν την οικονομία αλλά αποχωρούσαν όταν έβλεπαν ότι με τις πολιτικές τους το μόνο που πετύχαιναν ήταν η πλήρης αποδιοργάνωσή της.
Μεταξύ του 1973 και του 1990 η Χιλή διένυσε μία δικτατορία καθοδηγούμενη από τον Augusto Pinochet ο οποίος με την βοήθεια των ΗΠΑ ανέτρεψε την εξουσία του Salvador Allende. Ο Allende είχε κερδίσει τις εκλογές του 1970 σχηματίζοντας έναν συνασπισμό από αριστερά κόμματα που προωθούσαν ένα πολιτικό και οικονομικό σύστημα το οποίο συνδύαζε σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ιδεολογίες. Η νέα κυβέρνηση επιθυμούσε κυρίως την εθνικοποίηση των επιχειρήσεων που διαχειρίζονταν δημόσια αγαθά (νερό, ρεύμα). Ωστόσο ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, κυρίως οι επιχειρηματίες, οι οικονομικά εύρωστοι και οι στρατιωτικοί δεν έβλεπε θετικά αυτές τις πολιτικές θεωρώντας πως η κομμουνιστική αυτή επιρροή εγκυμονούσε κινδύνους. Έτσι, η κυβέρνηση των ΗΠΑ που εκείνη την εποχή ανταγωνιζόταν την Σοβιετική Ένωση, συνέβαλε στην πραγματοποίηση ενός πραξικοπήματος με σκοπό την εξάλειψη του κομμουνιστικού κινδύνου.
Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973 επιβλήθηκε στρατιωτικό καθεστώς υπό τον Augusto Pinochet και ο Allende αυτοκτόνησε στο γραφείο του την ίδια ακριβώς ημέρα. Η πρώτη πράξη της νέας κυβέρνησης ήταν η δημιουργία του DINA (Dirección de Inteligencia Nacional). Επρόκειτο για έναν οργανισμό που καταδίωκε όποιον εναντιωνόταν στην κυβέρνηση. Είχε την εξουσιοδότηση να συλλαμβάνει οποιοδήποτε άτομο θεωρούσε ύποπτο για μηχανορραφίες εναντίον του Pinochet αλλά και διανοούμενους, φοιτητές και συνδικαλιστές. Οι τακτικές που εφάρμοζε σε όσους συνελλάμβανε συνδέονταν με απαγωγές, δολοφονίες, βασανιστήρια και εξορισμούς. Σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (INDU) της Χιλής, υπήρξαν περισσότεροι από 3000 εξαφανισμοί και θανατώσεις μεταξύ του 1973-1990 ενώ τα θύματα της δικτατορίας ξεπερνούν τα 40.000.
Όσον αφορά την σύσταση πολιτικών κομμάτων ή συνδικαλιστικών οργανώσεων, αυτή ήταν άκρως απαγορευμένη. Το στρατιωτικό καθεστώς επέβαλε λογοκρισία στα ΜΜΕ ενώ τα δικαιώματα και η ελευθερία έκφρασης του λαού περιορίστηκαν. Στον οικονομικό τομέα, υιοθετήθηκε ένα νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο διαπνεόμενο από εκείνο των ΗΠΑ. Το μοντέλο αυτό επέτρεπε τον εμπλουτισμό των μεγάλων επιχειρήσεων μέσω της ιδιωτικοποίησης των δημοσίων υπηρεσιών. Πιο συγκεκριμένα, ο στρατηγός είχε στη διάθεση του μία ομάδα από οικονομολόγους οι οποίοι είχαν σπουδάσει στο Παπικό Καθολικό Πανεπιστήμιο της Χιλής κι έπειτα είχαν κάνει μεταπτυχιακό στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Οι 25 διακεκριμένοι οικονομολόγοι προώθησαν ένα ρηξικέλευθο σχέδιο προκειμένου να αναμορφώσουν την κατεστραμμένη οικονομία της χώρας που βασιζόταν στην απελευθέρωση των επιχειρήσεων (στην ιδιωτικοποίησή τους) και στην εδραίωση ενός συστήματος ανοιχτής αγοράς. Οι οικονομικές αυτές πολιτικές ναι μεν κατάφεραν να μειώσουν τον πληθωρισμό και το έλλειμμα της χώρας, συνέδραμαν όμως στην ραγδαία αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα όχι μόνο δεν ευνοήθηκαν αλλά επλήγησαν σε μεγάλο βαθμό. Σημειώθηκαν περικοπές στα εισοδήματά τους, στις κοινωνικές υπηρεσίες που είχαν πρόσβαση και η ανεργία αυξήθηκε σημαντικά (26-30%). Ο Pinochet όμως είχε ξεκαθαρίσει ότι σκόπευε να κάνει την Χιλή ένα έθνος «κατόχων» και όχι «προλετάριων».
Το 1980, η κυβέρνηση υποστήριξε ένα νέο Σύνταγμα το οποίο σαφώς περιόριζε την δημοκρατία και ταυτόχρονα μετέτρεπε τις ένοπλες δυνάμεις σε «εγγυητές των θεσμών» δίνοντάς τους περισσότερες αρμοδιότητες αφού αποκτούσαν ρόλο «πολιτικού διαιτητή». Την ίδια περίοδο, τα αριστερά κόμματα και κινήματα τα οποία ήταν απαγορευμένα, ξεκίνησαν να οργανώνουν κρυφά την ανατροπή του καθεστώτος. Άρχισαν να συγκαλούν διαμαρτυρίες, διαδηλώσεις και εθνικές απεργίες.
Το 1988, πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα προκειμένου ο λαός να αποφασίσει εάν επιθυμούσε την συνέχεια της διακυβέρνησης του Pinochet. Περισσότεροι από 7 εκατομμύρια πολίτες απάντησαν αρνητικά στην προσπάθεια του Pinochet να παραμείνει στην εξουσία για άλλα 8 χρόνια (55,99% ΟΧΙ και 44,01% ΝΑΙ) και τον επόμενο χρόνο πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες δημοκρατικές εκλογές.
Το 1990, ενώ η Χιλή απολάμβανε μία περίοδο δημοκρατίας, δημιουργήθηκε μία Εθνική Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης (Comisión Nacional de Verdad y Reconciliación) προκειμένου να ερευνήσει για τα εγκλήματα και τις καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράχθηκαν κατά την διάρκεια της δικτατορίας. Το στρατιωτικό καθεστώς όμως είχε προνοήσει και ήδη από τα πρώτα χρόνια της εξουσίας του θέσπισε έναν νόμο που παρείχε αμνηστία στους στρατιωτικούς για οποιοδήποτε έγκλημα κι αν διέπρατταν. Το 1998 ο Pinochet έγινε Γερουσιαστής ύστερα από έντονες διαδηλώσεις του λαού της Χιλής. Τον ίδιο χρόνο ταξίδεψε στο Λονδίνο για να εγχειριστεί και συνελήφθη από τις βρετανικές αρχές ύστερα από αίτημα του Ισπανού δικαστή Baltasar Garzón ο οποίος μάλιστα επιθυμούσε την έκδοσή του στη Μαδρίτη για να δικαστεί με τις κατηγορίες γενοκτονίας, βασανιστηρίων και απαγωγών. Ο δικαστής επεδίωκε την εκδίκαση του κατηγορούμενου στην Μαδρίτη διότι ήταν αμφίβολη η καταδίκη του από τις δικαστικές αρχές της Χιλής. Ακολούθησε μία δίκη που διήρκησε 16 μήνες και ολοκληρώθηκε με την απόφαση να επιστρέψει ο Pinochet στην Χιλή τον Μάρτιο του 2000 καθώς η φυσική και ψυχική του αδυναμία δεν του επέτρεπαν να συνεχίσει να εκδικάζεται. Για το υπόλοιπο της ζωής του, ο Pinochet έπρεπε να καταπολεμάει τις αγωγές που γίνονταν εις βάρος του και να αποδέχεται τις ταπεινωτικές αναφορές που δημοσιεύονταν και διαδίδονταν παντού. Ύστερα από πολλούς νομικούς αγώνες, ο Pinochet πέθανε το 2006 και ποτέ δεν καταδικάστηκε για τα εγκλήματα που διέπραξε.
Είναι αναντίρρητο το ότι μέθοδοι που ακολουθούσε επί 17 χρόνια η κυβέρνηση του Pinochet χαρακτηρίζονταν από υψηλό βαθμό καταπίεσης προς κάθε αριστερή ιδεολογία γεγονός που έδωσε σε πολλούς το έναυσμα να μιλήσουν για «πολιτική γενοκτονία». Παρόλα αυτά, οι απόψεις του λαού της Χιλής όσον αφορά την διακυβέρνηση του Pinochet διίστανται. Μία μερίδα πολιτών υποστηρίζει ότι επρόκειτο για έναν πολιτικό ηγέτη που συνέβαλε επιτυχώς στην οικονομική ενίσχυση και ανάπτυξη της χώρας καταπολεμώντας τον κομμουνισμό. Η αντίθετη πλευρά θεωρεί πως η χώρα είχε να κάνει με έναν αδίστακτο δικτάτορα που υπονόμευσε την δημοκρατία, καταστρατήγησε τα δικαιώματα του λαού και κατέστρεψε την οικονομία με το να ακολουθεί πολιτικές που ευνοούσαν μόνο τους πλούσιους παραγκωνίζοντας έτσι τις μεσαίες και χαμηλές κοινωνικές τάξεις. Κανένας βέβαια δεν είναι σε θέση να αρνηθεί ότι η κυβέρνηση του Pinochet επωμίζεται την αποκλειστική ευθύνη για τα βασανιστήρια και τις δολοφονίες που υπέστησαν χιλιάδες άνθρωποι εξαιτίας των διαφορετικών τους απόψεων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Από την ιστοσελίδα The New York Times, στο «Augusto Pinochet, Dictator Who Ruled by Terror in Chile, Dies at 91» του Jonathan Kandell, Διαθέσιμο εδώ
- Από την ιστοσελίδα La Vanguardia, στο «Los años más oscuros de Chile», Διαθέσιμο εδώ