Του Γιάννη Μυταυτσή,
Δύο χρόνια συμπληρώνονται σε δύο περίπου μήνες από τότε που η Νέα Δημοκρατία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέλαβαν την διοίκηση της χώρας. Μέσα σ’ αυτά τα δύο χρόνια η χώρα μας πέρασε τις επτά πληγές του Φαραώ, εξαιτίας της πανδημίας που χτύπησε και την χώρα μας αφήνοντας σοβαρές οικονομικές, κοινωνικές και ιδίως ψυχολογικές πληγές. Δύο χρόνια συμπληρώνονται από τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας παρέδωσαν τα ηνία της χώρας στην ΝΔ και κλήθηκαν να αναλάβουν τον ρόλο της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ρόλο που μάλλον δεν μπορούν να αναλάβουν ή δεν τους ταιριάζει γιατί η εξουσία πολλές φορές είναι γλυκιά.
Η Αντιπολίτευση, όπως είναι γνωστό στον καθένα από εμάς, έχει ως ρόλο της στο κοινοβούλιο αλλά και στη δημοσία ζωή είναι η κριτική αντιμετώπιση ή αντιπολίτευση στα πεπραγμένα του κυβερνώντος κόμματος. Ωστόσο, απ’ ότι φαίνεται ο ΣΥΡΙΖΑ, παρόλες τις προσπάθειες ανανέωσης του κόμματος του αποπέμποντας τους δογματικούς παλαιούς συντρόφους του και φέρνοντας στο κόμμα τους μεγάλους πολέμιους του Αλέξη Τσίπρα ή καλύτερα αυτούς που πριν λίγα χρόνια χαρακτήριζε «γερμανοτσολιάδες», δεν μπορεί ακόμη να συνηθίσει την παρούσα κατάσταση. Προφανώς, ο ΣΥΡΙΖΑ ξέχασε γρήγορα την κωλοτούμπα του 2015, τα λάθη στο Μάτι της Αττικής, την σκευωρία Novartis κ.α. και θεώρησε ότι το 2019 θα κέρδιζε εκ νέου την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων. Το αποτέλεσμα γνωστό. Όμως, αυτό που δεν μπορεί να καταφέρει σήμερα ο Αλέξης Τσίπρας είναι να αποδείξει ότι κάνει προγραμματική αντιπολίτευση στην ΝΔ με συνέπεια τα ποσοστά ανάμεσα στη συμπολίτευση και την αντιπολίτευση να απέχουν κατά πολύ.
Τα δε υπόλοιπα κόμματα της Αντιπολίτευσης, φαίνεται ότι βρίσκονται στην πλάνη τους ή μάλλον απευθύνονται στα ακροατήρια τους χωρίς να μπορούν να καταφέρουν το παραπάνω. Το Κίνημα Αλλαγής αν και έκανε πολλαπλές προσπάθειες ανανέωσης, διεύρυνσης, ξεχνώντας την ιστορία του, προσπαθώντας να κάνει μια νέα αρχή και να επανακτήσει τον χαμένο του χώρο, αντιθέτως βυθίζεται στην εσωστρέφεια. Ήδη από το 2015 χάνει διαδοχικές ευκαιρίες το ΚΙΝΑΛ για να αποκτήσει την «χαμένη του αίγλη», αλλά τις αφήνει ανεκμετάλλευτες αφήνοντας το κυβερνών κόμμα και τον Α. Τσίπρα να παίρνουν σημαντικό χώρο από αυτό που κατείχε κάποτε το κραταιό ΠΑΣΟΚ.
Όσον αφορά το ΚΚΕ, η πολιτική του είναι γνωστή χρόνια τώρα. Απευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο κοινό και γι’ αυτό τα ποσοστά του δεν ξεπερνούν το 5%, ενώ τα υπόλοιπα κόμματα πιθανόν να κάνουν την στιγμιαία εμφάνιση τους και μετά να χαθούν στο παρασκήνιο.
Συνεπώς, η μεγάλη αποχή του εκλογικού σώματος συμβαίνει ακριβώς για τον λόγο, για το ότι κάποιος πολιτικός φορέας δεν μπορεί να πείσει τον νέο πολίτη να ψηφίσει κάποιο κόμμα, διότι μετά από τις εκλογές περιμένει την πραγματική δουλειά. Δηλαδή μια κυβέρνηση που θα ακολουθεί πιστά τις προγραμματικές προεκλογικές δηλώσεις της, μια Αξιωματική Αντιπολίτευση που θα βρίσκεται απέναντι σε ότι αντιβαίνει στο συμφέρον της χώρας, αλλά θα παρέχει κριτική στήριξη σ’ αυτά τα οποία είναι επικερδή για τον Έλληνα πολίτη.