Της Θεοδώρας Κρέπη,
Από το 867 και για περίπου δύο αιώνες βασίλευσε στο Βυζάντιο η Μακεδονική δυναστεία. Μια δυναστεία που ανέδειξε πολλούς ικανούς αυτοκράτορες, οι οποίοι πέτυχαν να ενισχύσουν και να επεκτείνουν την αυτοκρατορία, οδηγώντας την σε μία περίοδο ακμής. Ανάμεσά τους ήταν και ο Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, ένας αυτοκράτορας που, μπορεί να μην έπαιξε τόσο ενεργό ρόλο στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική, όπως πολλοί προκάτοχοι και διάδοχοί του, συντέλεσε όμως και αυτός στην πνευματική κυρίως άνθηση του Βυζαντίου, όντας ένας αυτοκράτορας με ευρύτατη μόρφωση και εξίσου ευρύτατα ενδιαφέροντα.
Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε το 905. Ήταν γιος του αυτοκράτορα Λέοντος Στ΄, του επονομαζόμενου και Σοφού, και της ερωμένης του, Ζωής Καρβουνοψίνας. Ο Λέων είχε ήδη συνάψει στο παρελθόν τρεις γάμους, χωρίς όμως να έχει αποκτήσει άρρενα απόγονο. Με τη γέννηση του Κωνσταντίνου, ο Λέων θέλησε να συνάψει και τέταρτο γάμο για να νομιμοποιήσει το μοναδικό διάδοχό του, γεγονός που προκάλεσε αναστάτωση στους κύκλους της Εκκλησίας και όχι μόνο. Το 906 πραγματοποιήθηκε ο γάμος του Λέοντος με τη Ζωή και ο κύριος εκφραστής των αντιρρήσεων, ο Πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός, ο οποίος ως αντίποινα απαγόρευσε την είσοδο του αυτοκράτορα στην Αγία Σοφία, εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. Παρόλα αυτά όμως, εξακολουθούσε να υπάρχει μια μερίδα που δε θεωρούσε νόμιμο τον τέταρτο γάμο του Λέοντος και, κατ’ επέκταση, ούτε και το γιο και διάδοχό του.
Ο Λέων πέθανε το 912, αφήνοντας στη θέση του τον αδελφό του Αλέξανδρο, τον οποίο επιφόρτισε με το καθήκον να προσέχει το γιο του. Ο Αλέξανδρος έζησε και κυβέρνησε μόνο έναν ακόμα χρόνο, ως το 913, και πρόλαβε να απομακρύνει από το παλάτι τη Ζωή (την οποία έκλεισε σε μοναστήρι) και τους αξιωματούχους που είχε διορίσει ο Λέων, καθώς και να επαναφέρει στον πατριαρχικό θρόνο το Νικόλαο Μυστικό, απομακρύνοντας τον Πατριάρχη Ευθύμιο. Με αυτόν τον τρόπο δίχασε την πρωτεύουσα, καθώς υπήρχαν από τη μία οι υποστηρικτές του Ευθυμίου, και από την άλλη οι υπερασπιστές του Μυστικού, οι οποίοι φυσικά τάσσονταν με τις απόψεις του και δε θεωρούσαν τον Κωνσταντίνο νόμιμο διάδοχο. Ο Αλέξανδρος, λίγο πριν πεθάνει, οργάνωσε ένα συμβούλιο αντιβασιλείας για τον ανιψιό του, ο οποίος ήταν μόλις 8 ετών. Στο επταμελές αυτό συμβούλιο προέδρευε ο Πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός, ενώ τα υπόλοιπα μέλη του αποτελούσαν επιφανείς αξιωματούχοι, όπως ο μάγιστρος Ιωάννης Ελλαδάς.
Η εξουσία του Πατριάρχη Νικολάου δεν κράτησε για πολύ. Η Ζωή, παίρνοντας με το μέρος της ισχυρά μέλη του συμβουλίου της αντιβασιλείας, με κύριο εκπρόσωπο τον Ελλαδά, και αποκτώντας ισχυρά ερείσματα στην Κωνσταντινούπολη, κατάφερε να επιστρέψει, να εκδιώξει όλους τους ευνοούμενους του Αλεξάνδρου και να πετύχει τον περιορισμό του Μυστικού στα εκκλησιαστικά του καθήκοντα. Την αντιβασιλεία του γιου της ανέλαβε πλέον η ίδια.
Την ίδια στιγμή η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε να αντιμετωπίσει την πολύ επικίνδυνη βουλγαρική απειλή. Οι Βούλγαροι, υπό το δραστήριο ηγεμόνα τους, Συμεών, προκαλούσαν μεγάλη αναταραχή στον ελλαδικό χώρο κατά τη δεύτερη δεκαετία του 10ου αιώνα. Στο πλαίσιο των πολέμων με τους Βουλγάρους, ορισμένοι υψηλοί αξιωματούχοι, όπως ο Λέων Φωκάς (πατέρας του μετέπειτα αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά) και ο Ρωμανός Λακαπηνός κατάφεραν να αναδειχθούν και να αποκτήσουν μεγάλη δύναμη. Ο τελευταίος ήταν γόνος φτωχής οικογενείας με καταγωγή από την Αρμενία, ο οποίος είχε αναδειχθεί σε δρουγγάριο, δηλαδή σε επικεφαλής του στόλου. Παρόλο που την εύνοια της Ζωής είχε ο αντίπαλός του Φωκάς, κατάφερε σταδιακά να ενισχύσει τη θέση του. Πάντρεψε την κόρη του, Ελένη, με τον Κωνσταντίνο, και έλαβε με τον τρόπο αυτό τον τίτλο του βασιλεοπάτορος. Πολύ σύντομα φρόντισε να απομακρύνει ξανά τη Ζωή από το παλάτι και να αντικαταστήσει τους ευνοούμενούς της αξιωματούχους με δικούς του, εδραιώνοντας την εξουσία του. Το 920 ο Κωνσταντίνος τον ανακήρυξε καίσαρα και, λίγο αργότερα τον ίδιο χρόνο, συναυτοκράτορα. Έτσι, και για τα επόμενα 25 περίπου χρόνια, ο Ρωμανός άσκησε ουσιαστικά πολιτική, παραμερίζοντας έστω και άτυπα το γαμπρό του και ορίζοντας συμβασιλείς του τους γιους του, Χριστόφορο, Κωνσταντίνο και Στέφανο.
Η μακρά αυτή διακυβέρνηση του Ρωμανού έληξε το 944, όταν οι δύο νεαρότεροι γιοι του ξεσηκώθηκαν εναντίον του και πέτυχαν να τον καθαιρέσουν και να τον εξορίσουν στη νήσο Πρώτη της Προποντίδας. Ωστόσο σύντομα, ακολούθησαν και εκείνοι την ίδια μοίρα, καθώς ο λαός της Κωνσταντινούπολης εξακολουθούσε να τρέφει αισθήματα σεβασμού στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου και στη νομιμότητα της Μακεδονικής δυναστείας γενικότερα. Μετά από επανάσταση, ο Κωνσταντίνος απομάκρυνε σύντομα τους δύο γιους του Λακαπηνού από την εξουσία εξορίζοντάς τους, και έμεινε μονοκράτορας ως Κωνσταντίνος Ζ΄.
Σαν αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος έμεινε στην ιστορία περισσότερο για την αγάπη του, για τη μόρφωση και για τις προσπάθειές του για την αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης. Στα ζητήματα διοίκησης ήταν μάλλον αδύναμος, χωρίς ιδιαίτερο πολιτικό αισθητήριο. Ακολούθησε σε μεγάλο βαθμό την πολιτική του προκατόχου του, Ρωμανού Α΄, προσπαθώντας να διατηρεί τις ισορροπίες στο εσωτερικό και να καλλιεργεί όσο το δυνατόν ειρηνικές σχέσεις με τους γείτονες της αυτοκρατορίας, συνεχίζοντας όμως την επιθετική πολιτική στο ανατολικό μέτωπο. Απορροφημένος στη μάθηση, καθώς ήταν, πολλές φορές δεν είχε τη δύναμη ή τη θέληση να ασχοληθεί με τα προβλήματα της διοίκησης. Είχε όμως την ικανότητα να επιλέγει τους κατάλληλους συνεργάτες (ευνοώντας την οικογένεια Φωκά), ενώ ενεργό ρόλο στη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας έπαιξε και η σύζυγός του, Ελένη. Θέσπισε ορισμένους νόμους, παίρνοντας μέτρα για την υπεράσπιση των οικονομικά πιο αδύναμων στρωμάτων, ενώ, ένα από τα σημαντικότερα έργα του στον τομέα της νομοθεσίας ήταν η σύνταξη μιας περίληψης των Βασιλικών, ενός συνόλου νόμων καθιερωμένων από τη Μακεδονική δυναστεία, με στόχο την ευκολότερη χρήση τους από τους νομικούς.
Όπως προαναφέρθηκε, ο Κωνσταντίνος ήταν ένας λόγιος αυτοκράτορας με ευρύτατη μόρφωση και ενδιαφέρον για τα γράμματα και τις τέχνες, καλές και εφαρμοσμένες. Κατά το διάστημα της διακυβέρνησής του έδωσε μεγάλη ώθηση στο βυζαντινό καλλιτεχνικό και πνευματικό κίνημα, ενώ φρόντισε να αναδιοργανώσει το πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, διορίζοντας επιφανείς καθηγητές της εποχής. Παράλληλα, εκτιμούσε πάρα πολύ τους φοιτητές, τους οποίους μάλιστα καλούσε συχνά στο παλάτι του για να δειπνήσουν μαζί του και να συζητήσουν πάνω σε ποικίλα θέματα. Ο Κωνσταντίνος υπήρξε και συγγραφέας, και τα έργα που μας άφησε αποτελούν σημαντικότατες πηγές για την εποχή του και όχι μόνο. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι το Περί Θεμάτων, που αναφέρεται στις διάφορες επαρχίες της αυτοκρατορίας, η Έκθεσις περί της βασιλείου τάξεως, όπου περιγράφονται οι διάφορες κοσμικές και θρησκευτικές τελετές και ό, τι άλλο σχετίζεται με αυτές, και το έργο Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν. Στο τελευταίο, ο Κωνσταντίνος προσπαθεί να μεταδώσει στο γιο του τις γνώσεις του σχετικά με τους γειτονικούς λαούς της αυτοκρατορίας (όπως Σλάβους, Βουλγάρους, Ούγγρους και άλλους) και τον τρόπο αντιμετώπισής τους.
Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος πέθανε το 959, σε ηλικία 54 ετών. Σύμφωνα με μία πληροφορία, ενδέχεται να δηλητηριάστηκε από τον ίδιο του το γιο, το Ρωμανό, κατόπιν προτροπής της συζύγου του, Θεοφανούς. Με αυτόν τον τρόπο, το Βυζάντιο έχασε έναν αυτοκράτορα που, αν και αδύναμος σαν προσωπικότητα, πρόσφερε πολλά στην αυτοκρατορία και, κυρίως, στην πνευματική της ζωή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Α. Α. Βασίλιεφ, Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (324-1453), τ. 1, μετ. Δ. Σαβράμη, Πάπυρος, 1995.
- Η. Λάσκαρης, Βυζαντινοί Αυτοκράτορες, τόμος Β΄, Αθήνα: Βυζαντίς, για τον «Ελεύθερο Τύπο», 1995, σ. 18-25.
- Vogt, «The Macedonian Dynasty from 867 to 976», στο The Cambridge Medieval History, Vol. IV, Cambridge University Press, 1923.
- Από την ιστοσελίδα Britannica, στο «Constantine VII Porphyrogenitus», Διαθέσιμο εδώ