Της Καίτης Καππάτου,
Με αφετηρία τον μη αξιόποινο και ποινικά αδιάφορο χαρακτήρα της αυτοκτονίας και της απόπειρας αυτής, το έγκλημα του άρθρου 301 ΠΚ παρουσιάζει ιδιαίτερα μεγάλο θεωρητικό και δογματικό ενδιαφέρον. Εφόσον, η αυτοκτονία δεν τιμωρείται ως βασικό έγκλημα, για ποιον λόγο να τιμωρείται η συμμετοχή σε μια μη άδικη πράξη;
Το αξιόποινο της συμμετοχής σε αυτοκτονία διατηρείται και στον νέο Ποινικό Κώδικα, μολονότι η Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΠΚ βρίσκεται σε μια δυσχέρεια να θεμελιώσει τον λόγο για τον οποίο αυτό το έγκλημα υπάρχει στον ελληνικό ΠΚ, τη στιγμή που δεν τυποποιείται στους περισσότερους πλέον ευρωπαϊκούς ποινικούς κώδικες.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως διατηρήθηκε το συγκεκριμένο έγκλημα για ιστορικούς λόγους, επειδή υπήρχε και στον παλιό ΠΚ, πράγμα το οποίο θα φανέρωνε μεν μια πνευματική ραθυμία εκ μέρους του νομοθέτη, αλλά θα αποτελούσε μια αιτιολόγηση. Συγκεκριμένα, στην ΑιτΕκθ διαβάζουμε: «Το αξιόποινο της συγκεκριμένης πράξης διατηρείται, μολονότι σε άλλες χώρες η πράξη αυτή, ως συνδρομή στη μη αξιόποινη αυτοκτονία, παραμένει ατιμώρητη. Κρίθηκε ωστόσο, ότι καθώς το αξιόποινο περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις που ο δράστης φαίνεται να ελέγχει ένα άτομο το οποίο βρίσκεται σε αδύναμη θέση, η ποινή απειλείται όχι για τη συνδρομή του, αλλά για την αυτοτελή προσβολή του αδύναμου ατόµου».
Κάποιος πείθει δηλαδή έναν άλλον να αυτοκτονήσει. Αυτός ο «άλλος» που γίνεται δέκτης της επενέργειας του δράστη είναι ένα άτομο αδύναμο που βρίσκεται σε δυσχερή θέση, την οποία ο δράστης εκμεταλλεύεται.
Το έγκλημα του ΠΚ 301 είναι έγκλημα βλάβης της ανθρώπινης ζωής και σε αντίθεση με τα άρθρα 300 και 303 δεν αποτελεί προνομιούχο παραλλαγή του ΠΚ 299 αλλά ένα ιδιώνυμο έγκλημα διότι αν καταργηθεί το αξιόποινο της διατάξεως, ο δράστης θα μένει ατιμώρητος. Ταυτόχρονα, η συμμετοχή σε αυτοκτονία είναι υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα με δυο διαφορετικούς τρόπους τελέσεως, την κατάπειση και την παροχή βοήθειας.
Η κατάπειση, δεν χρειάζεται να υπάγεται στην υπαιτιότητα του δράστη (υπάρχει όμως και η αντίθετη άποψη). Δεν χρειάζεται δηλαδή, ο δράστης να γνωρίζει εάν αυτός που κατέπεισε να αυτοκτονήσει το έκανε ή αν έκανε τουλάχιστον απόπειρα αυτοκτονίας. Επομένως, ως προς αυτήν την υπαλλαγή ο όρος της «κατάπεισης», είναι εξωτερικός όρος του αξιοποίνου.
Τόσο η θεωρία όσο και η νομολογία έχουν ασχοληθεί με την ερμηνεία του όρου «κατάπειση». Καταπείθω σημαίνει ότι έχω προκαλέσει στον άλλον την απόφαση να αυτοκτονήσει ή ακόμη και αν έχει λάβει ήδη την απόφαση αυτή, αλλά υπό όρους, του αίρω τους όρους για να αυτοκτονήσει. Η έννοια της κατάπεισης σε αυτοκτονία μοιάζει με την ηθική αυτουργία, διότι και εδώ ο δράστης δρα με διπλό δόλο: αφενός δόλο πρόκλησης της απόφασης και αφετέρου δόλο να αυτοκτονήσει το θύμα. Ωστόσο, η έννοια της κατάπεισης είναι κάτι περισσότερο από την απλή πρόκληση της απόφασης διότι ο δράστης ασκεί μία ψυχολογική πίεση στο θύμα, τον κάνει να δεχθεί ως ορθή τη δική του γνώμη.
Κατάπειση λοιπόν είναι η εκμετάλλευση της δυσχερούς θέσεως που βρίσκεται το θύμα. Το θύμα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ασθενέστερο, δε μπορεί να αντιτάξει λογικά αντεπιχειρήματα, είτε λόγω της θέσης είτε λόγω των πεποιθήσεών του.
Βέβαια, ο αυτόχειρας πρέπει να έχει πλήρη συνείδηση των πραττομένων του και να παραμένει κυρίαρχος της πράξης του (να μην είναι ανήλικος ή ψυχικά πάσχων ή να πλανάται για την κατάστασή του και γι’αυτό να αυτοκτονήσει, διότι τότε θα έχουμε ανθρωποκτονία κατ’ έμμεση αυτουργία). Εάν ενισχύεται η ήδη ειλημμένη απόφαση του θύματος να αυτοκτονήσει, τότε έχουμε τη δεύτερη υπαλλαγή τελέσεως «την παροχής βοήθειας» και όχι την υπαλλαγή της «κατάπεισης».
Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη της νομολογίας, ο δράστης καταβάλλει έντονη και επίμονη προσπάθεια μέσω της άσκησης πειθούς, υποβάλλοντας την ιδέα της αυτοκτονίας κατά πλήρη και ακλόνητο τρόπο στο θύμα. Κάτι που είναι νοητό μόνο στο πλαίσιο γλωσσικής-νοητικής επικοινωνίας, κατά την οποία εξαίρει την ιδέα του θανάτου και υποβάλλει την άποψή του ο δράστης στο θύμα, εκμεταλλευόμενος την ιδιαίτερη ψυχική του κατάσταση, δημιουργώντας του έτσι σκοπίμως την πεισιθάνατο διάθεση.
Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του 301 ΠΚ, απαιτείται αρχικά η συνδρομή του ψυχολογικού στοιχείου που συνίσταται στη γνώση και στη βούληση του δράστη να επιβάλει στο θύμα την ιδέα, επιθυμία ή τάση προς αυτοκτονία. Ενδεικτικά, η βάναυση και σκαιή συμπεριφορά, η έντονη επίπληξη, οι μελαγχολικές και απαισιόδοξες αφηγήσεις περί των αδιεξόδων της ζωής που προκαλεί ο δράστης στο θύμα δεν στοιχειοθετούν την έννοια της «κατάπεισης» σε αυτοκτονία. Ακόμη και η ηθικά επίμεμπτη και προκλητική αδιαφορία του δράστη απέναντι στις απειλές του θύματος πως θα αυτοκτονήσει δεν οδηγούν στην πλήρωση της αντικειμενικής υποστάσεως του αδικήματος της συμμετοχής σε αυτοκτονία (ΠΚ 301).
Τέλος, το θέμα της αυτοκτονίας, αλλά και της εμπλοκής σε αυτή άλλων προσώπων πέρα από τον αυτόχειρα, δεν είναι κάτι ξένο προς την καθημερινότητά μας. Φαίνεται πως η συμμετοχή σε αυτοκτονία έχει θέση στο Ποινικό μας δίκαιο, προκειμένου να καλύπτει εκείνες τις περιπτώσεις που δεν μπορούν να υπαχθούν στην έμμεση αυτουργία ανθρωποκτονίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, «Η έννοια της κατάπεισης στη συμμετοχή σε αυτοκτονία», ΠοινΔικ. 2013
- Συμεωνίδου – Καστανίδου Ε., «Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών», 4η έκδ., 2020