Της Δήμητρας Κουφωλιά,
Αν ανατρέξει κάποιος σε ένα βιβλίο διοικητικού δικαίου, σίγουρα θα διαβάσει σε κάποιο σημείο του πως «η Διοίκηση μονομερώς μπορεί να θεσπίζει κανόνες δικαίου». Η άσκηση δημόσιας εξουσίας, παρ’ όλα αυτά, αντισταθμίζεται από τις διάφορες δυνατότητες προστασίας που έχει στη διάθεσή του ο διοικούμενος.
Αρχικά, πρέπει να τονισθεί πως η διοικητική δράση διέπεται από αρχές στη βάση των άρθρων 25 παρ. 1 και 2 παρ. 1 του Συντάγματός μας. Η προστασία ατομικών δικαιωμάτων, η παροχή δικαστικής προστασίας και η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας είναι 3 βασικά στοιχεία, στα οποία αναλύεται η αρχή του κράτους δικαίου. Μάλιστα, η απόφαση ΣτΕ 3500/2009* συνήγαγε άλλα 3 θεμελιώδη στοιχεία: την διαφύλαξη του κύρους των νόμων, τη θέσπιση πάγιων διατάξεων που ρυθμίζουν τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και τον σεβασμό στην αξία του ανθρώπου, η οποία επιβάλλει το κράτος να εγγυάται υπέρ των πολιτών πιστή εφαρμογή των νόμων, υπεράσπιση των νομίμως κτηθέντων και προαγωγή της εμπιστοσύνης των πολιτών στην έννομη τάξη.
Ο διοικούμενος, ο οποίος είναι ο τρίτος τον οποίο αφορά η δράση της διοίκησης, προστατεύεται με διάφορα μέσα. Η προστασία αυτή έχει είτε αρνητικό χαρακτήρα, π.χ. η ΕΛ.ΑΣ. υποχρεούται να σέβεται τα παρακείμενα αυτοκίνητα χωρίς να τα βλάπτει, είτε θετικό χαρακτήρα, π.χ. χάραξη μιας οδού για πρόσβαση των κατοίκων σε δημόσιο δρόμο.
Τα μέσα προστασίας του διοικούμενου είναι πολλά, ωστόσο κατά τη γνώμη μου τα πιο σημαντικά περιστρέφονται γύρω από την αρχή της νομιμότητας και της αιτιολόγησης των ατομικών διοικητικών πράξεων.
Η αρχή της νομιμότητας επιβάλλει στη διοίκηση να δρα εντός πλαισίου συγκεκριμένων κανόνων, οι οποίοι καθορίζουν τη δράση της. Αν η αρχή αυτή παραβιασθεί και η διοίκηση, δηλαδή, προβεί σε μια ενέργεια που δεν προβλέπεται από κανόνα δικαίου, τότε υπάρχει παραβίαση της αρχής της νομιμότητας. Η παραβίαση αυτή γεννά δύο διαφορετικές πτυχές δικαιωμάτων: α) τον διοικητικό επανέλεγχο (επανεξέταση της υπόθεσης βάσει των άρθρων 24 & 25 ΚΔΔιαδ) όταν οι πράξεις ΔΕΝ είναι ανυπόστατες και β) τη δικαστική προστασία με την διαδικασία αμφισβήτησης μέσω της άσκησης ενδίκων βοηθημάτων ενώπιον Δικαστηρίου.
Η υποχρέωση αιτιολόγησης των διοικητικών πράξεων αφορά στις ατομικές κατά κανόνα διοικητικές πράξεις βάσει του άρθρου 17 ΚΔΔιαδ και κατ’ εξαίρεση και μόνο αν προβλέπεται ρητώς, αφορά στις κανονιστικές. Η αιτιολογία των ατομικών πράξεων είναι ένα σημαντικότατο μέσο προστασίας του διοικουμένου, καθώς με αυτόν τον τρόπο περιλαμβάνεται η διαπίστωση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή της κι έτσι επιτυγχάνεται και η εμπιστοσύνη στην έννομη τάξη.
Η κρατική ισχύς, η προέχουσα θέση της Διοίκησης, η μονομερής δράση, το πολύπλευρο της διοικητικής δράσης, είναι στοιχεία που οργανώνουν το πολίτευμα. Απαραίτητη έτσι είναι η προστασία των πολιτών έναντι της Διοικήσεως, η οποία οργανώνεται στα πλαίσια ενός πλέγματος δικαιωμάτων και εγγυήσεων. Το πλαίσιο εντός του οποίου οργανώνεται σήμερα το σύγχρονο κράτος καθιστά την προστασία αυτή όλο και πιο σημαντική. Πλάι λοιπόν σε όλες τις γενικές συνταγματικές αρχές, ο Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας έρχεται να διαπλάσει με τρόπο σαφή τις σχέσεις διοίκησης και διοικούμενων.
*Αφ’ ενός στις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου (ήδη, μετά την αναθεώρηση του έτους 2001, ρητώς κατοχυρούμενη στο άρθρο 25 παράγραφος 1 του Συντάγματος) και του σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παράγραφος 1 του Συντάγματος), αφ’ ετέρου δε στη συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παράγραφος 1 του Συντάγματος). Ειδικότερα, αντιβαίνει στις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου και του σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου, εφόσον θεμελιώδης επιδίωξη του Κράτους δικαίου είναι η πραγμάτωση του Δικαίου στην Πολιτεία, που πρωτίστως επιτυγχάνεται με τη διαφύλαξη του κύρους του νόμου. Η υποχρέωση αυτού του Κράτους επιτελείται, μεταξύ άλλων, με τη θέσπιση πάγιων διατάξεων που ρυθμίζουν την ατομική και κοινωνική δραστηριότητα των πολιτών οι οποίοι, βάσει των κανόνων αυτών και μέσα στα πλαίσια της ρυθμίσεώς τους, ασκούν τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα ατομικά και κοινωνικά τους δικαιώματα και μετέχουν στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας (άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος). Εξ άλλου, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου, που αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας, επιβάλλουν στο Κράτος την υποχρέωση να εγγυάται υπέρ των πολιτών την πιστή εφαρμογή των νόμων, να προασπίζει τα νομίμως και όχι τα παρανόμως κτηθέντα από τους πολίτες αγαθά καθώς και να σέβεται και να προάγει με κάθε πρόσφορο μέσο την εμπιστοσύνη των πολιτών στο νόμο και την έννομη τάξη, την ύπαρξη και τη διατήρηση της οποίας εγγυάται η αποτελεσματική λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών επιβολής και εφαρμογής του νόμου (ΣτΕ 247/1980 βλέπε και ΣτΕ 278/2007).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 3500/09, διαθέσιμη εδώ
- Α. Γέροντας/Σ. Λύτρας/Π. Παυλόπουλος…, Διοικητικό δίκαιο, 4η έκδ., 2018