Του Γιώργου Πασσά,
Από το 1997, επί προεδρίας Clinton, δημιουργείται το πρόγραμμα Global Trends (Διεθνείς Τάσεις): 18 αμερικανικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των CIA και NSA, εκπονούν σε κάθε έναρξη προεδρικής τετραετίας μία λεπτομερή έκθεση-πρόβλεψη για τα όσα, κατά την κρίση τους, μέλλει γενέσθαι σε βάθος εικοσαετίας. Λαμβάνοντας υπόψη διεθνείς τάσεις, περιστάσεις και δεδομένα, οι αναλυτές έχουν πετύχει να προβλέψουν ορισμένα κομβικά γεγονότα ανά τα έτη, με αποκορύφωμα την ορθή εκτίμηση, ήδη το 2008, πως θα ξεσπάσει μία παγκοσμίων διαστάσεων πανδημία, η οποία θα έχει τόπο προέλευσης την Ανατολική Ασία. Δίχως, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, κατηγορηματικές διατυπώσεις, το Global Trends 2040 αποτελεί την πλέον δυσοίωνη έκθεση του προγράμματος, παραθέτοντας ποικίλες ζοφερές εκδοχές του μέλλοντος. Πώς, όμως, μπορούν αυτές να αποτραπούν, προκειμένου να έρθει το happy end σενάριο που όλοι διακαώς επιθυμούμε;
Η αμερικανική έκθεση αναφέρεται σε τέσσερις διαφορετικούς, πλην εξίσου κομβικούς, κλάδους: δημογραφικό – οικονομία – κλιματικό – τεχνολογία. Όσον αφορά στο δημογραφικό, έως το 2040 προβλέπεται ένας πληθυσμός ύψους 9,4 δισεκατομμυρίων, ενώ η γήρανση στην Ευρώπη και την Ασία, καθώς και η αμείωτη αστικοποίηση θα διακινδυνεύσουν στις ανεπτυγμένες χώρες πολλά από τα «σημαντικά κοινωνικά κεκτημένα δεκαετιών στην εκπαίδευση, την υγεία ή τη μείωση της φτώχειας». Στον κλάδο της οικονομίας, τα κρατικά και ιδιωτικά χρέη θα εκτοξευθούν ακόμη περισσότερο, με την ελαστική απασχόληση, από κοινού με την κυριάρχηση των μεγάλων επιχειρήσεων σε βάρος των εθνικών κυβερνήσεων, να πρόκειται να διογκώσουν περαιτέρω τα ποσοστά ανεργίας, περιορίζοντας ταυτοχρόνως ακόμη περισσότερο τα περιθώρια για δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις.
Σε όλα αυτά προστίθενται οι εξελίξεις στον τομέα του περιβάλλοντος, με τις προβλέψεις να υποστηρίζουν πως, παρά τις διεθνείς δεσμεύσεις, η άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη δεν θα αποτραπεί, με νομοτελειακή συνέπεια πάσης φύσεως φυσικές καταστροφές και ελλείψεις σε πόσιμο νερό, τρόφιμα και ενέργεια, ενώ ένα εκ των σεναρίων, με τίτλο «Τραγωδία και κινητοποίηση», προβλέπει το ξέσπασμα μίας πρωτοφανούς επισιτιστικής κρίσης κατά τη δεκαετία του 2030, με απότοκο εξεγέρσεις ανά την υφήλιο, ανατροπή κυβερνήσεων και κυριάρχηση προοδευτικών και εναλλακτικών κομμάτων και σχηματισμών, όπως οι Πράσινοι. Τέλος, και στον τομέα της τεχνολογίας, οι οιωνοί δεν είναι και οι καλύτεροι, καθώς, παρ’ ότι θα σημειωθεί αλματώδης πρόοδος στη ρομποτική, τη νανοτεχνολογία και τη βιοτεχνολογία, η τεχνητή νοημοσύνη πιθανώς να εξελιχθεί υπέρ το δέον, σε σημείο που να λαμβάνουν οι μηχανές αποφάσεις μονάχες τους, τη στιγμή που, σε ένα πιο ρεαλιστικό σενάριο, παρ’ όλα αυτά σχεδόν εξίσου ανησυχητικό, οι συσκευές που θα είναι συνδεδεμένες στο Ίντερνετ των Πραγμάτων προβλέπεται να φτάσουν το 2040 τα τρισεκατομμύρια (τώρα είναι κάτω των 100 εκατομμυρίων), με επιβλαβέστατες για το περιβάλλον και την ανθρωπότητα επιπτώσεις. Φυσικά, σαν κερασάκι σε αυτήν την τούρτα απαισιοδοξίας, το πόρισμα των αναλυτών προειδοποιεί και για ένα ακόμη σενάριο, πολυσυζητημένο, πάντως, το οποίο δεν είναι άλλο από το να προκύψουν νέες επιδημίες, πολύ σοβαρότερες από την παρούσα, οι οποίες θα κάνουν τον κορωνοϊό να μοιάζει με «ζέσταμα».
Παραμερίζοντας όλα τα ανωτέρω φρικιαστικά σενάρια, έντονο ενδιαφέρον παρουσιάζει το εξής χαρακτηριστικό της έκθεσης: για πρώτη φορά το μέλλον τοποθετείται στο πλαίσιο μίας «μετα-αμερικανικής» εποχής, με την έκθεση να εκτιμά ως άκρως πιθανό σενάριο το να πάψουν οι Η.Π.Α. να αποτελούν τη νο.1 δύναμη παγκοσμίως. Αρκετά πιθανή μοιάζει η κυριαρχία της Κίνας, τόσο στον τεχνολογικό, όσο και στον οικονομικό τομέα, ενώ και η Ρωσία θα ενισχύσει την επιρροή της στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Σε εναλλακτικό σενάριο, οι Η.Π.Α. δεν αποκλείεται να διαμορφώσουν εκ νέου, από κοινού με την Κίνα, τους κανόνες της διεθνούς πραγματικότητας, προκειμένου να διασφαλίσουν κατά το δυνατόν στο ακέραιο τα συμφέροντά τους.
Υπάρχει, όμως, και ένα σενάριο άκρως ελπιδοφόρο. Αυτό δεν απορρίπτει μεν προφανώς ως ενδεχόμενα παγκόσμιες πολιτικές, υγειονομικές, περιβαλλοντικές, μεταναστευτικές και πάσης φύσεως κρίσεις, περιλαμβάνει όμως τον θρίαμβο των φιλελεύθερων δημοκρατιών, οι οποίες καταφέρνουν υπό την αμερικανική ηγεσία να κυριαρχήσουν επιστημονικά και κατ’ επέκταση οικονομικά, με τις Κίνα και Ρωσία να αδυνατούν, δεδομένου του ολοκληρωτικού χαρακτήρα των καθεστώτων τους, να καινοτομήσουν τεχνολογικά/επιστημονικά και να αναπτυχθούν οικονομικά.
Όπως γίνεται αντιληπτό, οι Η.Π.Α. θα διαδραματίσουν τον πλέον νευραλγικό ρόλο στον ρου της ιστορίας, ως αναμενόταν. Και αυτό σε μία ιστορική περίοδο, κατά την οποία καλούνται να επουλώσουν πρωτοφανείς πληγές στη μετά Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εποχή: τρομερά τα πλήγματα του τραμπισμού στους αμερικανικούς θεσμούς και την πίστη που τρέφουν οι πολίτες (όχι μόνο προς το σύστημα, μιας και εκεί η αμφισβήτηση/δυσπιστία είναι παραπάνω από θεμιτή και γόνιμη, αλλά προς την ίδια την αλήθεια), βαρύτατες οι επιπτώσεις της πανδημίας στην αμερικανική οικονομία και όλα αυτά συμπυκνωμένα σε ένα χρονικό διάστημα τριών-τεσσάρων χρόνων, ενώ χρόνια προβλήματα, όπως ο κοινωνικός και συστημικός ρατσισμός, αναζωπυρώνονται και επανέρχονται ξανά και ξανά στο επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου.
Η Αμερική δεν μπορεί πλέον, έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί οι συνθήκες, να κάνει τα στραβά μάτια σε διαχρονικά, φλέγοντα ζητήματα, όπως είναι η οπλοκατοχή και ο ρατσισμός στο εσωτερικό ή η κλιματική αλλαγή διεθνώς. Είναι αναγκασμένη να δώσει απαντήσεις και μάλιστα όχι μόνο τάχιστα, αλλά και οριστικά. Το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, με χαρακτηριστική δυναμική και ρεκόρ προσέλευσης και συγκέντρωσης ψήφων. Ένα αποτέλεσμα ίσως όχι όσο εκκωφαντικό όσο θα έπρεπε, αλλά που αποτελεί σίγουρα μία καλή αρχή. Μέχρι στιγμής ο Biden δείχνει να αντιλαμβάνεται τη βαρύτητα των αποφάσεών του, την ιστορική σημασία των συγκυριών, το βάρος που κουβαλάει στις πλάτες του. Και αυτό σε πρόδηλη και απόλυτη αντιδιαστολή με τη στάση του προκατόχου του, ο οποίος, πέρα από καταστροφικός για την ίδια την Αμερική, θα ήταν εξίσου καταστροφικός για το σύνολο της διεθνούς κοινότητας, καθώς, με τον Trump στο τιμόνι των Η.Π.Α., η πολυπόθητη και τόσο ελπιδοφόρα αναγέννηση των φιλελεύθερων δημοκρατιών, η κυριάρχηση αυτών σε βάρος των απολυταρχικών καθεστώτων δεν θα αποτελούσε απλώς ένα λιγότερο πιθανό σενάριο, αλλά πολύ περισσότερο θα ανήκε στη σφαίρα του αδυνάτου, μιας και, πλην της Ευρωπαϊκής Ένωσης (η οποία ούτως ή άλλως βρίθει προβληματικοτήτων, ενώ αποδεικνύεται πως αποτελείται από κράτη που, ακόμη και τώρα, σε αυτήν την τόσο εξωφρενικών διαστάσεων κρίση, αδυνατούν να παραμερίσουν έστω και πρόσκαιρα, έστω και μερικώς, τα συμφέροντά τους για το κοινό ευρωπαϊκό καλό), δεν θα έμεναν άλλες υπερδυνάμεις να υπερασπιστούν τα δημοκρατικά κεκτημένα.
Το μόνο βέβαιο είναι πως οι επόμενες δεκαετίες δεν θα είναι εύκολες, κανείς δεν το αμφισβητεί αυτό. Ο χαραμοφάης άνθρωπος που διαχειρίστηκε τον πλούτο και την εξουσία είναι εμφανές πια πως αποδείχθηκε κατώτερος των περιστάσεων, αρκετά λίγος και σε κάθε περίπτωση κοντόφθαλμος, φτάνοντας το ανθρώπινο είδος στο χείλος τόσων καταστροφών. Ακόμη και τώρα, όμως, το σκορ μπορεί να ανατραπεί. Ακόμη και τώρα, δεν είναι αργά. Χρειάζεται, όμως, θάρρος και ευφυΐα. Η πολιτική να υψώσει ανάστημα, να συνειδητοποιήσει τη βαρύτητα της ίδιας της ύπαρξής της, δημιουργώντας παραλλήλως τα κατάλληλα κίνητρα στον επιχειρηματικό κόσμο προκειμένου να πραγματοποιηθεί μία γενικευμένη, πολιτική, κοινωνική και οικονομική, στροφή. Ευθύνη επωμίζονται φυσικά και οι πολίτες, στο περιορισμένο, δυστυχώς, πλαίσιο επιρροής (και άρα υποχρεώσεων) στο οποίο αυτοί μπορούν να δράσουν. Οφείλουν, όμως, και αυτοί να ενδιαφέρονται για την πολιτική, να ξεφύγουν όσο μπορούν από τα καλούπια στα οποία έχουν γαλουχηθεί, να ασκήσουν γόνιμη κριτική και όχι φωνακλάδικη γκρίνια· μα, κυρίως, μην επαναπαυθούν πλέον στην εύκολη δικαιολογία της μικρότητάς τους και στη γλύκα της παραίτησης: ναι, όπως λέει και ο Καζαντζάκης, ο καθένας μας έχει χρέος να σώσει τη γη. Και εκεί βρίσκεται, εν τέλει, το κλειδί για ένα καλύτερο μέλλον, για ένα αύριο από εμάς, για εμάς και τους επόμενους. Στο να μάθουμε να αγαπάμε την ευθύνη.