12 C
Athens
Δευτέρα, 18 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΓνώμηΠολιτιστική Πολιτική: Από τη μεταπολιτευτική εκκίνηση στην εποχή της πανδημίας

Πολιτιστική Πολιτική: Από τη μεταπολιτευτική εκκίνηση στην εποχή της πανδημίας


Της Θεοδώρας Αγγελοπούλου,

Η Μεταπολίτευση, ως χρονική στιγμή μετάβασης από το δικτατορικό καθεστώς στο δημοκρατικό αλλά και ως μία κοινωνικοπολιτική περίοδος αλλαγής, εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος, ταυτιζόμενη με την εγκαθίδρυση της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας και την αποσβόλωση του πατριαρχικού συντηρητισμού και των μαζικών ταυτοτήτων, ήρθε να δώσει πνοή σε πεδία πολιτικής που θα έδιναν στη χώρα τον χαρακτήρα ενός σύγχρονου φιλελεύθερου κράτους. Ένα από τα σημαντικότερα πεδία συνιστά ο πολιτισμός, ο οποίος αντιμετώπισε την παραδοξότητα και ταυτόχρονα πρόκληση, όχι να καθορίσει και να διαπλάσσει τον πολίτη, θυμίζοντάς του τις υποχρεώσεις που αυτός φέρει στο ιστορικό του παρελθόν και τις ρίζες του, αλλά να απορροφηθεί ως ξεχωριστό κομμάτι της ατομικότητάς του, αναδεικνύοντας τον  δικαιωματικό χαρακτήρα που φέρει η συμμετοχή του στην πολιτισμική παράδοση, κουλτούρα και νέες μορφές πολιτιστικών δράσεων και ρευμάτων.

Πηγή εικόνας: xronos.gr

Η πολιτιστική πολιτική και ανάπτυξη ορίζεται, σύμφωνα με την UNESCO, ως «σύνολο κοινωνικών πρακτικών, συνειδητών και διακριβωμένων, παρεμβάσεων ή μη παρεμβάσεων, που έχουν στόχο την ικανοποίηση κάποιων πολιτιστικών αναγκών με την υπέρτατη δυνατή χρήση όλων των υλικών και ανθρώπινων πόρων, που μια δεδομένη κοινωνία διαθέτει, σε μια ορισμένη στιγμή. Κι ακόμη η πολιτική αυτή πρέπει να καθορίζει κάποια κριτήρια της πολιτιστικής ανάπτυξης και να συνδέει τον πολιτισμό με τη διαμόρφωση της προσωπικότητας και την κοινωνικό-οικονομική ανάπτυξη». Περισσότερο απλουστευτικά, βάσει του ορισμού του ΕΚΔΔΑ, συνιστά «ένα σύστημα σκοπών, μέσων και φορέων, που συνδυάζονται σε ένα πρόγραμμα για να επιτευχθεί η γνώση, η ενίσχυση και η διάδοση του πολιτιστικού φαινομένου μιας κοινότητας για μια δεδομένη χρονική περίοδο», όπου η Εθνική Πολιτιστική Πολιτική έχει πεδίο εφαρμογής της ολόκληρη την χώρα, η Ειδική Τοπική Πολιτική μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, ενώ η Ειδική Κλαδική Πολιτική σχετίζεται με ορισμένη πολιτιστική δραστηριότητα.

Η υλοποίηση των προαναφερθέντων βιβλιογραφικών ορισμών ανέπτυξε μια δυναμική πορεία κατά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, καθώς η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα την έφερε αντιμέτωπη με πλήθος δεσμεύσεων και υποχρεώσεων οι οποίες κυμαίνονταν στο κλίμα εναρμόνισης με τις κοινοτικές αρχές και ρυθμίσεις σε πρωτογενές και δευτερογενές επίπεδο. Στον πυρήνα του πρωτογενούς επιπέδου εντοπίζεται και ο πολιτισμικός παράγοντας, ο οποίος τοποθετεί τα κράτη-μέλη σε μία πολιτισμική διάδραση και πολιτιστική εμπέδωση στο κλίμα της ισότητας, του σεβασμού και της αλληλεγγύης, οι οποίες αποτελούν θεμελιώδεις κοινοτικές και μετέπειτα ενωσιακές αρχές. Ο πολιτικός διάλογος και διαβούλευση επεκτείνονται μαζί με τη διεύρυνση του πεδίου των αρμοδιοτήτων της Ένωσης σε πεδία των εθνικών και υποεθνικών δημοσίων πολιτικών, τοποθετώντας τον πολιτισμό στο επίκεντρο των δράσεων, καθώς η μοναδικότητα του κράτους-μέλους πηγάζει από το πολιτισμικό παρελθόν του, το οποίο εναγκαλίζεται από το ευρωπαϊκό πολιτισμικό μωσαϊκό. Η ποικιλομορφία αυτού του μωσαϊκού βρίσκει αρμονία στο ευρωπαϊκό πολιτικό και φιλελεύθερο ιδεώδες, το οποίο χωρίς την ανάδειξη της κάθε ψηφίδας διαρρηγνύεται.

Ο πολιτισμικός αυτός εναγκαλισμός εστιάστηκε κυρίως στην προστασία, ανάδειξη και διατήρηση της αρχαιοελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά και της προώθησης της αρχαιοελληνικής γραμματείας και παράδοσης. Ακόμη και στις σκοτεινότερες πολιτικές περιόδους στην νεότερη ελληνική ιστορία, το ενδιαφέρον για τις τέχνες και τα γράμματα έβαινε αμείωτο στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας, με την προώθησή τους από καθηγητές εγνωσμένου κύρους, λογοτέχνες αλλά και ηθοποιούς μέσω θεατρικών παραστάσεων και ταινιών. Η «επιχείρηση» πολιτισμός απαρίθμησε σημαντικές προσωπικότητες, οι οποίες εργάστηκαν προς μία κατεύθυνση που ξεπέρασε τα διεθνολογικά στεγανά της πολιτιστικής διπλωματίας και αφορούσε στο να αποδείξει εμπράκτως η Ελλάδα ότι οι πολιτισμικοί της πυλώνες συνιστούν τα θεμέλια του δημοκρατικού της προοδευτισμού και εκσυγχρονισμού, ότι το διχαστικό πολιτικό παρελθόν της έχει πλέον εξαρθρωθεί και ότι η ενότητα του λαού της οφείλεται στο πολιτισμικό της μεγαλείο.

Πηγή εικόνας: gazzeta.gr

Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, στον οποίο οφείλεται η σύλληψη των σημαντικότερων πρωτοβουλιών σε επίπεδο πολιτιστικής πολιτικής στη δεκαετία του 1950, αναδείχθηκε στο ύπατο αξίωμα ως ο πρώτος εκλεγμένος Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Παράλληλα, ουσιαστική κρίνεται και η συμβολή του καθηγητή Κωνσταντίνου Τρυπάνη που ορίστηκε Yπουργός Πολιτισμού την περίοδο 1974-1977 και του καθηγητή Παύλου Τζερμιά, πρώτος γενικός γραμματέας του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών, που ιδρύθηκε το 1977 ως διεθνές πνευματικό ίδρυμα υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Οι δύο αυτές προσωπικότητες συλλειτούργησαν ως ένας νέος Σικελιανός, χρησιμοποιώντας την επιρροή τους ως καθηγητές του εξωτερικού ώστε να συγχρονίσουν το ευρωπαϊκό εγχείρημα με την πολιτισμική ανάταση, δείχνοντας στους Ευρωπαίους ότι οι κοινές αξιακές ρίζες της ΕΟΚ έχουν πηγή έμπνευσης τον ελληνικό πολιτισμό. Η πρόταση του Κωνσταντίνου Καραμανλή να γίνει η Ελλάδα η μόνιμη χώρα διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων, η οποία χαιρετίστηκε αλλά δεν ευοδώθηκε, δείχνει το μέγεθος της πολιτισμικής πρωτοβουλίας η οποία ήρθε να ενισχυθεί με τη Μελίνα Μερκούρη, η οποία έθεσε επί τάπητος στο δημόσιο διάλογο, προάγοντας σε διεθνές ζήτημα τον επαναπατρισμό των μαρμάρων του Παρθενώνα. Ο εκσυγχρονισμός και η συστηματοποίηση της νομοθεσίας για την προστασία και διατήρηση της πολιτιστική κληρονομιάς διευκόλυνε το κράτος να αποφεύγει πλέον φαινόμενα αρχαιοκαπηλίας, καταστροφής ή ιδιωτικής εκμετάλλευσης του πολιτιστικού προϊόντος.

Κωνσταντίνος Τσάτσος (1899 – 1987). Πηγή εικόνας: sansimera.gr

Ιδιαίτερη μέριμνα ελήφθη για την Αθήνα σε κεντρικό επίπεδο, αφήνοντας πολλές από τις αρμοδιότητες των πολιτιστικών δράσεων στα αυτοδιοικητικά όργανα που, παρά του προβληματικού των λειτουργιών τους που έχουν προκύψει, συνέβαλαν εξεχόντως στην ανάδειξη των πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων κάθε τόπου, φέρνοντας σε άμεση επαφή τους πολίτες με παραδοσιακές και σύγχρονες μορφές πολιτισμού (παραστάσεις, συναυλίες, χοροί, ημερίδες, εμποροπανήγυρεις). Αναλυτικότερα: «Το 1976 παρουσιάστηκε ένα ολοκληρωμένο, πολυδιάστατο σχέδιο για την Ακρόπολη από ειδική επιτροπή -την επιτροπή Ακρόπολης-, που συστάθηκε τον Μάρτιο του 1975 από τον υπουργό Πολιτισμού Κωνσταντίνο Τρυπάνη. Για πρώτη φορά, προβλεπόταν η διευκόλυνση της πρόσβασης των επισκεπτών στην Ακρόπολη και στην Αρχαία Αγορά, με στόχο την καλύτερη ενσωμάτωση του ευρύτερου αρχαιολογικού χώρου στο ιστορικό κέντρο της πόλης των Αθηνών. Παράλληλα, προβλεπόταν η επαναλειτουργία του αρχαίου θεάτρου του Διονύσου, ενώ υπήρχε μέριμνα για αναδάσωση στον λόφο του Φιλοπάππου με σκοπό την ανακήρυξή του σε προστατευόμενη περιοχή, επιλογή που μαρτυρεί και τις προσπάθειες συντονισμού της Ελλάδας με τις σύγχρονες διεθνείς τάσεις περιβαλλοντικής πολιτικής», στο οποίο σχέδιο, παρόλο που δεν εφαρμόστηκε πλήρως, προσέλκυσε το ενδιαφέρον του Γενικού Γραμματέα της UNESCO για πλήρη χρηματοδότηση στην ελληνική κυβέρνηση. Παρόμοια κινητοποίηση υπήρξε και για τη δημιουργία του Μουσείου της Ακρόπολης, καθώς παράλληλα ιδρύθηκε η Εθνική Πινακοθήκη, ενώ χτιζόταν την ίδια περίοδο το Μέγαρο Μουσικής. Επιπλέον, εκτός Αθηνών, καταγράφεται σημαντική ανασκαφική δραστηριότητα στη Μακεδονία που θα αποφέρουν τα μεγάλα αποτελέσματά τους κυρίως στη Βεργίνα, με τον Μανόλη Ανδρόνικο και στο Δίον με τον Δημήτριο Παντερμαλή.

Στην περίοδο, λοιπόν, του ατομισμού, η ιδιαιτερότητα της ελληνικής κοινωνίας ενείχε και ενέχει το μαζοποιητικό ταυτοτικό στοιχείο του πολιτισμού και της ιδιαίτερης πολιτιστικής παράδοσης που έφερε ο κάθε πολίτης από τον μικρό τόπο καταγωγής του, εξού και δημιουργία πλήθους πνευματικών και πολιτιστικών κέντρων υπό κρατική ή και μη αιγίδα, το οποίο υποδείκνυε ότι η φιλελεύθερη υπόστασή του ενσωμάτωνε τη νοοτροπία του κοινού παρελθόντος, απαλλαγμένο από κάθε διχαστική τάση. Η πολιτική, ωστόσο, πέραν των μεμονωμένων δράσεων ανά περιόδους, περιορίστηκε στα στεγανά της συμβολοποίησης του ιστορικού μας παρελθόντος όποτε το είχε ψηφοθηρικά ή διπλωματικά ανάγκη, το οποίο σαν πρακτική δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ ακόμη και μεταπολιτευτικά, αλλά περιορίστηκε και οργανώθηκε συστηματικά ως διοικητική αρμοδιότητα του κράτους και θέματος εγγραφής στην πολιτική ατζέντα, εμμένοντας σε κινήσεις του θεαθήναι που προσφέρουν πρόσκαιρο ενθουσιασμό και αίγλη, χωρίς να υπάρχει μια ενιαία προσέγγιση του ζητήματος. Η εργαλειοποίηση του πολιτισμού συνδέθηκε σε πολλές περιπτώσεις με το πελατειακό σύστημα και συνδέθηκε με την κατασπατάληση χρήματος και της αποσιώπησης προσώπων με καλύτερες γνώσεις και δεξιότητες για τη διαχείριση του ζητήματος ανάδειξης του πολιτισμού.

Καταληκτικά, εξαιτίας και της πολιτικής ορθότητας, σε πολλές περιπτώσεις ο χώρος του πολιτισμού αντί να προάγει την ενότητα χρωματίζεται πολιτικά και δημιουργεί συνθήκες διάκρισης και αποκλεισμού καταξιωμένων ή ταλαντούχων ανθρώπων που ενδιαφέρονται με τον τρόπο τους να συνδράμουν σε αυτόν. Ο χώρος του πολιτισμού έχει μετατραπεί σε πεδίο δωρεών από ιδιώτες, των οποίων ο ρόλος αν και κομβικός, κρίνεται ελλιπής. Ο πολιτισμός ανήκει σε όλους, και το γεγονός αυτό δεν σχετίζεται πάντα με το ποιος τον χρηματοδοτεί, αλλά με το ποιος αναζητάει να τον προάγει με τα μέσα που έχει ήδη στη διάθεσή του με οργανωμένο βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Ας γίνουν, λοιπόν, τα 200 Χρόνια Ανεξαρτησίας μας, ημερομηνία ορόσημο για να δοθεί σε αυτή την δύσκολη περίοδο που διανύει ο πλανήτης, ένα ορόσημο-ανάταση για τον ελληνικό λαό και φάρος ελπίδας για τον υπόλοιπο κόσμο.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Αναβάθμιση της πολιτιστικής πολιτικής, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
  • Ενα όραμα, πολιτική πολιτισμού, Ελένη Μπίστικα, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
  • Μοντέλα Πολιτιστικής Διοίκησης, ekdd.gr, διαθέσιμο εδώ
  • Σε τι χρειάζεται η πολιτιστική πολιτική, tovima.gr, Μυρσίνη Ζορμπά, διαθέσιμο εδώ 
  • Σύγχρονη Πολιτιστική Πολιτική της Ευρώπης και της Ελλάδας, academia.edu, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θεοδώρα Αγγελοπούλου
Θεοδώρα Αγγελοπούλου
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1998, όπου διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτη του Πρότυπου ΓΕΛ Αναβρύτων και πλέον πτυχιούχος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ. Έχει συμμετάσχει σε πλήθος σεμιναρίων, ημερίδων και προσομοιώσεων σχετικά με την πολιτική, τις διεθνείς σχέσεις, την άμυνα και τη δημόσια διοίκηση ήδη από τα σχολικά χρόνια και το ενδιαφέρον της προς αυτά συνεχίζει αμειώτο. Γνωρίζει άριστα αγγλικά και γαλλικά ενώ στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τον κλασσικό και σύγχρονο χορό.