11.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ συνεννόηση των τριών Αυτοκρατόρων επί Bismarck: Ένας διπλωματικός αγώνας

Η συνεννόηση των τριών Αυτοκρατόρων επί Bismarck: Ένας διπλωματικός αγώνας


Της Αναστασίας Τράκα,

Μετά το τέλος του Γαλλοπρωσικού πολέμου (1871) και την ήττα της Γαλλίας, η Γερμανία βρισκόταν σε μια φάση ολοκλήρωσης της ενοποίησης της (18 Ιανουαρίου 1871) με την Αυστρία και την Πρωσία στο πλαίσιο μιας ενιαίας αυτοκρατορίας, τη Γερμανική. Η περίοδος αυτή που ξεκινούσε για τη Γερμανική Αυτοκρατορία ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή για την ίδια. Λόγω της δημογραφικής, βιομηχανικής και οικονομικής αύξησης, της στρατιωτικής ισχύος, της εθνικής συνοχής, των εθνικών βλέψεων, αλλά και του ικανού πολιτικού και καγκελάριου της Όττο φον Μπίσμαρκ, η Γερμανική Αυτοκρατορία αναδείχθηκε σε ηγετική δύναμη της Ευρώπης στο τέλος του 19ου αιώνα μέχρι και την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και δημιούργησε μια νέα ισορροπία δυνάμεων στη γηραιά ήπειρο. Η ανάδειξη της Γερμανίας υπήρξε σε μεγάλο βαθμό έργο του Μπίσμαρκ.

Όττο φον Μπίσμαρκ. Πηγή εικόνας: sansimera.gr

Ο Μπίσμαρκ στην εξωτερική πολιτική εφάρμοσε μια γραμμή διπλωματικής απομόνωσης της Γαλλίας με σκοπό να οικοδομήσει και να διατηρήσει την ειρήνη ανάμεσά τους, εξυπηρετώντας όμως κυρίως τα συμφέροντα της ίδιας της Γερμανίας. Για το σκοπό αυτό, προσπάθησε να προσελκύσει τις υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής και να συνεργαστεί μαζί τους υπογράφοντας διάφορα σύμφωνα. Ως έξυπνος και έμπειρος πολιτικός αντλούσε το maximum από τις αδυναμίες του εχθρού, αλλά και των χωρών που συνεργαζόταν προς όφελος της Γερμανίας. Ο ίδιος πίστευε όπως έλεγε «ότι η Γερμανία ήταν μια χορτασμένη δύναμη» και οι διπλωματικοί ελιγμοί του Μπίσμαρκ είχαν ως στόχο τη διατήρηση της ισορροπίας των δυνάμεων της Ευρώπης και τη διασφάλιση της κατάστασης που ο ίδιος είχε δημιουργήσει. Χαρακτηριστική έκφραση του καγκελαρίου στην οποία στήριξε την εξωτερική πολιτική του ήταν: «πάντα να προσπαθείς να είσαι ένας από τους τρεις στον κόσμο των πέντε δυνάμεων».

Η διπλωματική του δράση απέβλεπε στην κατασκευή ενός συστήματος με πυρήνα τη Γερμανία. Στο παρόν άρθρο θα επικεντρωθούμε μόνο στις συμφωνίες του Μπίσμαρκ με την Αυστροουγγαρία και τη Ρωσία τη λεγόμενη συνεννόηση των τριών αυτοκρατόρων. Η πρώτη μορφή του συστήματος του δόθηκε με τη «συνεννόηση των Τριών Αυτοκρατόρων» σε δύο στάδια. Πρώτον υπογράφεται ρωσογερμανική σύμβαση, ύστερα από μεγάλη προσπάθεια του Μπίσμαρκ, το 1873 και η οποία είχε καθαρά αμυντικό χαρακτήρα μη τυπικής συμφωνίας χωρίς να καθορίζεται η διάρκεια ισχύος. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρει: «Αν η μια από τις δύο αυτοκρατορίες δεχθεί επίθεση από οποιαδήποτε ευρωπαϊκή δύναμη, η άλλη θα σπεύσει σε βοήθειά της, το συντομότερο χρονικό διάστημα, αποστέλλοντας στρατό 200.000 ετοιμοπόλεμων ανδρών». Στη σύμβαση αυτή δεν οριζόταν ονομαστικά ο εχθρός, αλλά άτυπα στρεφόταν από την πλευρά της Γερμανίας κατά της Γαλλίας, ενώ από την πλευρά της Ρωσίας κατά της Αυστροουγγαρίας. Σε δεύτερο στάδιο γίνεται μια αυστρορωσική σύμβαση – δήλωση (6 Ιουνίου 1873) η οποία δεν πρόκειται για συμφωνία συμμαχίας, αλλά για μια αμοιβαία ανταλλαγή απόψεων ανάμεσα στο Φραγκίσκο – Ιωσήφ και τον τσάρο Αλέξανδρο για τα προβλήματα των διμερών σχέσεών τους ή σε περίπτωση που η ειρήνη θα απειλείτο από μια τρίτη δύναμη.

Ο τσάρος Αλέξανδρος Β’ της Ρωσίας Πηγή εικόνας: en.wikipedia.com

Σ’ αυτή τη δήλωση προσχώρησε και η Γερμανία με την πράξη της στις 22 Οκτωβρίου 1873. Προς το παρόν το ενδεχόμενο αυστρορωσικού πολέμου φαινόταν να απομακρύνεται. Ο Μπίσμαρκ ήθελε να διατηρήσει τους δύο γείτονες του κάτω από κοινό ζυγό. Οι συμφωνίες αυτές όμως δεν αναφερόταν στα πιο λεπτά ζητήματα όπως π.χ. τα αντικρουόμενα συμφέροντα Ρωσίας και Αυστροουγγαρίας στην περιοχή των Βαλκανίων. Η καθεμία είχε διαφορετικά κίνητρα για να προβεί σε αυτές τις διπλωματικές πράξεις. Η Ρωσία δεν επιθυμούσε τη στενή συνεργασία Γερμανίας-Αυστροουγγαρίας, ενώ παράλληλα η Αυστροουγγαρία θεωρούσε τη συνεννόηση ως μια παραχώρηση προς το Μπίσμαρκ για να έχει τη στήριξή της σε περίπτωση που τη χρειαστεί μελλοντικά. Επομένως, η συνεννόηση των τριών Αυτοκρατόρων ήταν κάτι εφήμερο, όπως και το σύστημα κατ’ επέκταση, γι’ αυτό ακριβώς το λόγο διαλύθηκε πολύ γρήγορα.

Με τη σύντομη κρίση στις γαλλογερμανικές σχέσεις το 1875, αποδείχθηκε πόσο εύθραυστη ήταν η γερμανορωσική συμφωνία, αλλά και με το ξέσπασμα της Βαλκανικής κρίσης (εξεγέρσεις στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, στη Σερβία και στη Βουλγαρία κ.τ.λ.) του 1877-1878, καθώς οξύνθηκαν οι σχέσεις Ρωσίας – Αυστροουγγαρίας που διεκδικούσαν τις περιοχές αυτές. Παρόλ’ αυτά, το 1877 υπογράφτηκε μυστική σύμβαση μεταξύ Ρωσίας και Αυστροουγγαρίας για διατήρηση ουδετερότητας σε περίπτωση ρωσοτουρκικού πολέμου, με αντάλλαγμα την προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία. Επομένως, το σύστημα Μπίσμαρκ όπως καθιερώθηκε το 1873, διαλύεται το 1878. Ο ίδιος έκανε εκ νέου προσπάθειες να το φτιάξει σε νέα θεμέλια. Στις 7 Οκτωβρίου του 1879, ύστερα από αρκετές δυσκολίες για το χαρακτήρα της συμμαχίας και τον καθορισμό του εχθρού από τις δύο πλευρές, αλλά και τις αντιδράσεις της Ρωσίας, υπογράφτηκε μυστική αυστρογερμανική συμφωνία συμμαχίας κατά την οποία αν μια από τις δύο δυνάμεις δεχθεί επίθεση από τη Ρωσία, θα αμυνθούν από κοινού, ενώ σε περίπτωση επίθεσης από άλλη χώρα, οφείλουν και οι δύο να διατηρήσουν ευμενή ουδετερότητα. Η συμφωνία αυτή είχε καθαρά αμυντικό χαρακτήρα διατηρώντας την αντιρωσική πολιτική γραμμή που ακολουθούσε η Αυστροουγγαρία, ενώ παράλληλα στρεφόταν και κατά της Γαλλίας χωρίς να κατονομάζεται. Ο καγκελάριος πίστευε ότι η συμφωνία, θα λειτουργούσε ως μέσο πίεσης προς τη Ρωσία και θα την έκανε να αισθάνεται περισσότερο απομονωμένη, με αποτέλεσμα να επιδιώξει εκ νέου να ενταχθεί στο διπλωματικό παιχνίδι ζητώντας την αποκατάσταση του παλαιού συστήματος των τριών αυτοκρατόρων. Και εδώ ακριβώς έγκειται και ο διπλωματικός ελιγμός του Μπίσμαρκ.

Φραγκίσκος-Ιωσήφ Αυτοκράτορας της Αυστρίας. Πηγή εικόνας: madmonarchist.blogspot.com

Όταν ένας Ρώσος διπλωμάτης έφτασε στο Βερολίνο για διαπραγματεύσεις, ωστόσο ήρθε αντιμέτωπος με τη σκληρή στάση της Αυστροουγγαρίας, αλλά και την αδιαλλαξία για υποχωρήσεις. Ο Μπίσμαρκ πίεσε υπερβολικά την αυστριακή πλευρά να δεχτεί τη συνεργασία με τη Ρωσία για κοινή συμφωνία λέγοντας πως «Αν η Αυστροουγγαρία αρνείται μία συμφωνία με τη Ρωσία, μόνη της θα αναλάβει την τις ευθύνες και τους μελλοντικούς κινδύνους». Υπό την απειλή κατάρρευσης της αυστρογερμανικής συμφωνίας, ο αυστριακός καγκελάριος δέχτηκε να υποχωρήσει. Στις 18 Ιουνίου 1881 υπογράφτηκε η νέα συμφωνία των τριών αυτοκρατόρων. Δεν επρόκειτο για συμμαχία, αλλά για συνεννόηση. Τα τρία κράτη δεν είχαν στρατιωτικές δεσμεύσεις, αλλά θα κρατούσαν στάση ευμενούς ουδετερότητας σε περίπτωση που κάποιο από τα συμβαλλόμενα μέλη βρισκόταν σε πόλεμο με μια άλλη δύναμη (δεν κατονομαζόταν). Η Ρωσία θα διατηρούσε ουδετερότητα σε περίπτωση γαλλογερμανικού πολέμου, ενώ αντίστοιχα τα άλλα δύο μέλη θα ήταν ουδέτερα σε περίπτωση αγγλορωσικού πολέμου. Επίσης, θα δεχόταν αλλαγή του εδαφικού status quo της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ύστερα μόνο από κοινή συμφωνία. Δυσαρεστημένη από τις συμφωνίες βγήκε η Αυστροουγγαρία, καθώς πλέον έπρεπε να σεβαστεί τα ρωσικά συμφέροντα στην περιοχή των Βαλκανίων.

Ο Μπίσμαρκ είχε κερδίσει σε αυτή τη φάση το διπλωματικό παιχνίδι καταφέρνοντας να διατηρήσει την απομόνωση της Γαλλίας, αλλά και να κρατήσει όσο ήταν εφικτό τη στάση ουδετερότητας της τσαρικής Ρωσίας. Οι συμφωνίες – συμμαχίες αυτές, λόγω του ότι ήταν σε μεγάλο βαθμό συγκυριακές, στην επερχόμενη Βαλκανική κρίση θα πάψουν να υφίστανται. Στο παιχνίδι έρχονται τώρα να προστεθούν και άλλες Μεγάλες Δυνάμεις του 19ου αιώνα και νέα πολιτικά πρόσωπα.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Ε.Μ. Burns, Ευρωπαϊκή Ιστορία, o Δυτικός Πολιτισμός: Νεότεροι Χρόνοι, Θεσσαλονίκη 2006, Επίκεντρο
  • Edward Crankshaw, Bismarck, The Viking Press, 1981
  • Hajo Holborn, «Bismarck and the Consolidation of the German Empire, 1871–90», The History of Modern Germany 1840–1945, Alfred A Knopf 1969
  • Ζαχαρίας Ν.Τσιρπανλής, Η Ευρώπη και ο Κόσμος 1814-1914, Θεσσαλονίκη 1993 Βάνιας
  • James Joll, Η Ευρώπη 1870-1970, Θεσσαλονίκη 2006, Βάνιας

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αναστασία Τράκα
Αναστασία Τράκα
Είναι απόφοιτη του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ. Έχει συμμετάσχει σε διάφορα συνέδρια και ημερίδες, όπως επίσης σε ευρωπαϊκά προγράμματα κινητικότητας. Παρακολουθεί προγράμματα συμπληρωματικής εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών (e-learning) και παράλληλα είναι σπουδάστρια στο Ι.ΙΕΚ Όμηρος στην ειδικότητα «Φύλακας Μουσείων και Αρχαιολογικών Χώρων». Γνωρίζει την αγγλική και διδάσκεται την γερμανική γλώσσα.