Του Πέτρου – Ορέστη Κατσούλα,
Το διοικητικό δίκαιο αναπτύχθηκε και εδραιώθηκε κατά κύριο λόγο μέσα από τη συμβολή του διοικητικού δικαστή, ο οποίος, ως εγγυητής της αρχής της νομιμότητας και των ατομικών ελευθεριών κατά των πράξεων της δημόσιας διοίκησης συνέβαλε στη συστηματοποίηση ενός corpus κανόνων και αρχών. Η προσέγγιση του διοικητικού δικαστή είναι ως επί το πλείστον εμπειρική, ανταποκρινόμενη στις πρακτικές και τη δράση της δημόσιας εξουσίας.
Η δράση της δημόσιας διοίκησης περιγράφηκε διαχρονικά μέσα από την έννοια της διοικητικής πράξης. Στην έννοια της διοικητικής πράξης, ως δήλωσης βούλησης ενός οργάνου άσκησης δημόσιας εξουσίας που διέπεται από εκτέλεστότητα και καταναγκαστικό χαρακτήρα, στηρίχθηκε και ο δικαστικός έλεγχος, για το παραδεκτό του οποίου απαιτείτο πράξη δεκτική εκτέλεσης, η οποία να θίγει τα δικαιώματα ή συμφέροντα ενός προσώπου.[1] Έτσι, ο δικαστικος έλεγχος των διοικητικών πράξεων δομήθηκε στην έννοια της διοικητικής «πράξης που προκαλεί βλάβη» (acte faisant grief), αυτής δηλαδή που παράγει έννομες συνέπειες στον εξωτερικό κόσμο και τροποποιεί ή μεταβάλλει το νομικό καθεστώς ενός προσώπου.
Η διαμόρφωση ενός πολυεπίπεδου και διεθνικού ρυθμιστικού πεδίου, αλλά και η ίδια η διοικητική πραγκατικότητα οδήγησαν όμως σε μία μερική αποδόμηση αυτού του στενού πλαισίου. Η βούληση της Διοίκησης και η άσκηση κανονιστικής λειτουργίας εκδηλώνονται με διάφορους τρόπους, ακόμα και μέσω νομικών σχημάτων, τα οποία δεν εμφανίζουν την ίδια κανονιστική πυκνότητα και τυποποίηση, είναι όμως σε θέση να επηρεάσουν τη θέση των διοικουμένων ή να συμβάλουν στην τροποποίηση του νομικού τοπίου, έστω και έμμεσα. Όπως επισημαίνει ο F.Melleray, ο τρόπος αντιμετώπισης των πράξεων αυτών αποτέλεσε αντικείμενο εξέλιξης από το γαλλικό Conseil d’Etat, το οποίο επέδειξε «αξιοσημείωτη πλαστικότητα» στη νομολογιακή αντιμετώπιση πράξεων του ήπιου δικάιου, προσαρμόζοντας έτσι τις κλασικές έννοιες σε ένα νέο ρυθμιστικό περιβάλλον, με γνώμονα την προστασία των οικονομικών συμφερόντων και των δικαιωμάτων των αποδεκτών τους.
Ι. Ο εννοιολογικός προσδιορισμός των πράξεων του soft law
Η ανίχνευση των πράξεων που πληρούν τα κριτήρια του soft law δεν αποτελεί μία εύκολη διαδικασία, δεδομένου του ετερόκλητου, αποσπασματικού και πολυσύνθετου χαρακτήρα τους. Προοδευτικά, η θεωρία ενέταξε σε αυτές εγκυκλίους, οδηγίες, κανόνες τεχνικής φύσης, κώδικες δεοντολογίας, εμπορικές πρακτικές κ.α.
Επιχειρώντας μία θεωρητική ταξινόμηση, στην έννοια το soft law μπορούμε να εντάξουμε πράξεις οι οποίες αποβλέπουν στη ρύθμιση της νομικής συμπεριφοράς των αποδεκτών τους και οι οποίες, αν και χαρακτηρίζονται από κάποιο βαθμό τυποποίησης, στερούνται νομικής δεσμευτικότητας, σύμφωνα με τις κλασικές παραδοχές της νομικής επιστήμης, ενώ συγχρόνως δεν είναι σε θέση να δημιουργήσουν δικαιώματα ή υποχρεώσεις. Πράγματι, μία σύσταση ή ερμηνευτική εγκύκλιος δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για άντληση δικαιωμάτων ή επιβολή υποχρεώσεων. Φυσικά, παρά την απουσία της κανονιστικότητας, πράξεις του soft law μπορούν να λαμβάνονται υπόψη από τον δικαστή ως μέσο ερμηνείας ή εξειδίκευσης κανόνων δικαίου. Η σταδιακή δε ενσυναίσθηση εκ μέρους των δικαιοδοτικών οργάνων του ρόλου και της διείσδυσης του ήπιου δικαίου στην έννομη τάξη, τα οδήγησε στο να προσδώσουν στις πράξεις αυτές έννομα αποτελέσματα και να παραδεχθούν εν τέλει την υπό προϋποθέσεις υποβολή τους σε δικαστικό έλεγχο. Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια της «διαβαθσμισμένης κανονιστικότητας» του Α. Φατούρου[2] διαγράφεται ιδιαίτερα εύγλωττη, για να περιγράψει το σύνθετο κανονιστικό περίβλημα αυτών των πράξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν σε μία έννομη τάξη.
Το soft law ενσωματώνεται λοιπόν όλο και περισσότερο στην έννομη τάξη, ενώ ενδέχεται και ο ίδιος ο νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση να τους αποδίδει κανονιστικό χαρακτήρα («σκλήρυνση» του ήπιου δικαίου). Χαρακτηριστικά, είναι πιθανό ο νομοθέτης να παραπέμπει ευθέως σε τέτοιες πράξεις όπως επιτακτικές εγκυκλίους και Κώδικες Δεοντολογίας, ή να εισάγει υποχρέωση της Διοίκησης να προβαίνει σε αιτιολόγηση, σε περίπτωση παρέκκλισης από αυτές. Οι έννομες συνέπειες που παράγει δεν διαφέρουν ουσιωδώς από εκείνες κλασικών πηγών του δικαίου, ενώ η εμπέδωση και εξελικτική διεύρυνση της αρχής της νομιμότητας τάσσονται ενάντια σε προστατευτικές νησίδες δράσης της δημόσιας διοίκησης ή γενικώς φορέων άσκησης δημόσιας εξουσίας.
[3]Οι “νεόδμητες’ αυτές εννοιολογικές κατασκευές αποτελούν σαφώς συνέπεια της απώλειας του μονοπωλίου κανονιστικής εύθμισης από την εθνική διοίκηση, δεδομένης της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και της δημιουργίας διακρατικών συμπεριφορών, οι οποίες εντάσσονται σε μία λογική αυτορρύθμισης. Από την άλλη πλευρά, η συμμετοχή των οικονομικών φορέων στη διαμόρφωση των βασικών κατευθυντήριων γραμμών οδήγησε στην υιοθέτηση πιο ευέλικτων πρακτικών, μέσα από την τήρηση προτύπων συμπεριφοράς, οι οποίες δεν μπορούν να μελετηθούν με τα παραδοσιακά εργαλεία της διοικητικής επιστήμης. Ο “υπέρμετρα στενός χαρακτήρας”[4] του σκληρού δικαίου καταδεικνύεται έτσι πολύ περιορισμένος για να ρυθμίσει τις αναδυόμενες σχέσεις, με αποτέλεσμα και ο ίδιος ο δικαστής να αναγνωρίζει την υπό όρους υποκατάσταση παραδοσιακών πηγών του δικαίου, όταν το απαιτούν οι περιστάσεις.[5]
Πράξεις με τα ανωτέρω εννοιολογικά χαρακτηριστικά εντοπίζονται τόσο στην διεθνή όσο και στην ενωσιακή έννομη τάξη. Πιο συγκεκριμένα, στο ενωσιακό δίκαιο δίνεται η δυνατότητα σε όργανα να προβούν στην έκδοση πράξεων soft law, όπως συστάσεων και γνωμών, οι οποίες επιτελούν ρυθμιστική λειτουργία, χωρίς να δημιουργούν δικαιώματα ή υποχρεώσεις.[6] Οι πράξεις αυτές, αν και δεν εντάσσοναι στις κλασικές πηγές του δικαίου, διαδραματίζουν βαρύνοντα ρόλο και αποτελεσματικότητα κατά τη ρύθμιση των οικονομικών σχέσεων. Πράγματι, η δυναμική της αγοράς διαμορφώνει την ανάγκη προσαρμογής των κλασικών δικαιϊκών εννοιών, αλλά και του πλαισίου ρύθμισης. Υπό την έννοια αυτή, το κριτήριο της έλλειψης κανονιστικότητας του ήπιου δικαίου φαίνεται παρωχημένο, αν λάβει κανέις υπόψιν τη θέση του soft law να αναπτύσσεται ως βασικό ρυθμιστικό εργαλείο στις αναδυόμενες οικονομικές σχέσεις.[7]
ΙΙ. Η υπαγωγή του soft law στον έλεγχο του διοικητικού δικαστή και τα ανακύπτοντα δογματικά ζητήματα
H διεύρυνση και δυναμική συμμετοχή του soft law στην ρύθμιση των νομικών σχέσεων ανέδειξε την ανάγκη ένταξης του σε κάποια μορφή ελέγχου. Η παλαιότερη αντιμετώπιση του ως aliud δεν μπορούσε άλλωστε να συμβιβασθεί με την αρχή της νομιμότητας, ενώ και η βαρύτητα που αποκτά ακόμα και στην ίδια τη δράση της δημόσιας διοίκησης επέβαλε μία αναπροσαρμογή της θεώρησης του, ώστε να ενταχθεί πιο συστηματικά στην ίδια την έννομη τάξη. Σαφώς, η υποβολή του ήπιου δικαίου σε δικαστικό έλεγχο γεννά αρκετά δογματικά ζητήματα, αφού, όπως προελέχθη, οι πράξεις αυτές στερούνται νομικής δεσμευτικότητας και άμεσης εκτελεστότητας, έννοιες που αποτέλεσαν τον πυρήνα του ελέγχου νομιμότητας των διοικητκών πράξεων.
Η νομολογία του Conseil d’Etat προέβη στην ένταξη του ήπιου δικαίου στο αντικείμενο του ελέγχου μέσα από την διεύρυνση των πράξεων που προκαλούν βλάβη (actes faisant grief). Η σοβαρές επιπώσεις που οι πράξεις αυτές υπέχουν για τα πρόσωπα οδήγησε το διοικητικό δικαστή σε μία απαγκίστρωση από την έννοια της νομικής δεσμευτικότητας, ενσωματώνοντας το soft law σε ένα “λογικό σύστημα εννοιών και κανόνων” του διοικητικού δικαίου, με σκοπό την παροχή νομικής ασφάλειας και προστασίας των διοικούμενων από τις αναδυόμενες ρυθμιστικές πρακτικές της διεθνικής πραγματικότητας.
Στην υπόθεση Fairvesta και Numericable, το γαλλικό Conseil d’Etat δέχθηκε το παραδεκτό της αίτησης ακύρωσης κατά σύστασης του Ανώτατου Ραδιοτηλεπτικού Συμβουλίου της Γαλλίας (CSA), με την οποία η ανεξάρτητη αρχή καλούσε τους τηλεοπτικούς σταθμούς να επανεξετάσουν την μετάδοση μηνύματος που ενθάρρυνε την κυοφορία εμβρύων με τρισωμία. Στη σύσταση που εξέδωσε αυτή το CSA επέστησε την προσοχή των σταθμών στη μετάδοση τέτοιων μηνυμάτων, με την αιτιολογία ότι δεν μπορούν να ενταχθούν σε κάποια σαφή κατηγορία (διαφημιστικό μήνυμα ή μήνυμα γενικότερου ενδιαφέροντος). Το Conseil d’Etat, αν και παραδέχθηκε ότι η πράξη αυτή δεν μπορεί να ενταχθεί στην κλασική κατηγορία των κλασικών διοικητικών πράξεων, και δεν παρήγαγε έννομα αποτελέσματα, έκρινε ωστόσο ότι είχε « ως αντικείμενο να επηρεάσει τη συμμπεριφορά των τηλεοπτικών υπηρεσιών, αποτρέποντας τες από το να προβούν μελλοντικά σε νέα μετάδοση του επίδικου μηνύματος, στο πλαίσιο των διαφημιστικών διαλειμμάτων ή στη μετάδοση ανάλογων μηνυμάτων» με αποτέλεσμα η αίτηση ακυρώσεως έναντι αυτών να είναι παραδεκτή. Εξάλλου, αναφορικα με τη φύση των εν λόγω συστάσεων έχει τοποθετηθεί και το γαλλικό Συνταγματικό Συμβούλιο, το οποίο έχει κρίνει ότι οι συστάσεις που εκδίδονται σε τέτοιο πλαίσιο έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα και μπορούν να προσβληθούν ενώπιον του ακυρωτικού δικαστή.[8]
Βασικό κριτήριο για τη δυνατότητα αμφισβήτησης των εν λόγω πράξεων ενώπιον του δικαστή αποτελεί η οιονεί βλαπτική τους λειτουργία για τα συμφέροντα ή δικαιώματα των δεκτών τους, η οποία τους προσδίδει και οιονεί κανονιστική λειτουργία. Αντιθέτως, μη προσβλαλλόμενες καθίστανται οι πράξεις οι οποίες περιορίζονται σε σχολιασμό νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων.
Αντίθετο με το παραδεκτό δικαστικής προσβολής κατευθυντήριων γραμμών στάθηκε το ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας σε δυο περιπτώσεις. Αναφορικά με οδηγίες του ΕΣΡ με τις οποίες εξαιρούνταν από τον απαγορευτικό κανόνα μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων παιχνιδιών διαφημίσεις με υπερέχοντα τον εκπαιδευτικό ή ψυχαγωγικό χαρακτήρα, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι οι εν λόγω πράξεις δεν αποτελούν κανόνες δικαίου ή άσκηση κανονιστικής αρμοδιότητας, αλλά ότι με αυτές αποδίδεται και εξειδικεύεται το ισχύον νομικό πλαίσιο.[9] Σε απόφαση αναφορικά με Ανακοίνωση του Συμβουλίου Ιδρύματος του ΑΠΘ με τίτλο « Θέσεις του Συμβουλίου του Ιδρύματος για τα Κριτήρια Αξιολόγησης των Υποψηφίων Πρυτάνεων του ΑΠΘ» το Δικαστήριο τόνισε την έλλειψη κανονιστικότητας της εν λόγω πράξης, η οποία ασκείται εντός της διακριτικής ευχέρειας του οργάνου και αποβλέπει σε απλή εξειδίκευση αόριστων νομικών εννοιών και όχι σε προσπάθεια εξωτερικής μεταβολής στο νομικό κόσμο.[10] Σε κάθε περίπτωση, ένα minimum τυποποίησης των πράξεων απαιτείται, ώστε η πράξη να προσεγγίζει τη νομιμοποίηση ενός κανονα δικαίου, ενώ συγχρόνως θα πρέπει με αυτήν να επιδιώκεται ο επηρεασμός ή η μεταβολή της συμπεριφοράς των αποδεκτών της.[11]
Αντιθέτως, στην απόφαση του γαλλικού Conseil d’Etat, Conseil national de l’ordre des médecins, της 26ης Σεπετεμβρίου 2005 συστάσεις καλών ιατρικών πρακτικών, οι οποίες στηρίζονταν στο άρθρο L1111-9 του Code de la Santé publique, θεωρήθηκαν ως προβλητές δικαστικά, ένεκα του επιτακτικού τους χαρακτήρα. Ακόμη πιο ρηξικέλευθη προς την κατεύθυνση της παγίωσης ευθέος ακυρωτικού ελέγχου έναντι σε πράξεις του soft law ήταν η απόφαση Formindep της 27ης Απριλίου 2011, με την οποία το γαλλικό Conseil d’Etat δέχθηκε ότι «οι συστάσεις απευθυνόμενες στους επαγγελματίες υγείας … να παρέχουν στον ασθενή φροντίδες βάσει των δεδομένων της επιστήμης πρέπει να θεωρηθούν ως οιονεί «βλαπτικές» και συνεπώς προσβλητές ενώπιον του δικαστή». Παρόλο που οι συστάσεις της Ανώτατης Αρχής της Υγείας στερούνται νομικής δεσμευτικότητας, η δημόσια εισηγήρια τάχθηκε υπέρ του ευθέος δικαστικού ελέγχου τους, με την αιτιολογία ότι οι συστάσεις αυτές επιβάλλονται στην πράξη στους επαγγελματίες υγείας, όσο και διότι λαμβάνονται υπόψη κατά την άσκηση του δικαστικού ελέγχου.
Σημαντικό άνοιγμα στην αμφισβήτηση πράξεων του ήπιου δικαίου φαίνεται να επιτελείται και με την απόφαση Mme Duvignères, στην οποία έγινε δεκτό ότι εγκύκλιοι μπορούν να προσβληθούν εφόσον έχουν συνταχθεί με επιτακτικό τρόπο, εξαρτώντας τον επιτακτικό ή μη χαρακτήρα μεταξύ άλλων και στην ιεραρχική σχέση μεταξύ του εκδότη και του αποδέκτη της πράξης, θέση που υιοθετήθηκε και στην απόφαση Société « Editions Tissot ».
Αντίστοιχο σκεπτικό φαίνεται πάντως να ακολουθεί και ο Έλληνας διοικητικός δικαστής, αναφορικά με διατάξεις που εμπεριέχονται σε Κώδικες Δεοντολογίας επαγγελματικών και οικονομικών κλάδων, αναγνωρίζοντας την οιονεί κανονιστικότητας τους, στηριζόμενο στο κριτήριο της ετερρορύθμισης, του γενικού χαρακτήρα τους αλλά και της προοδευτικής κανονιστικής του τυποποίησης.[12]
ΙΙΙ. Η αποτίμηση των δικαστικού ελέγχου των πράξεων του soft law
Από τα νομολογιακά δεδεομένα, μπορούμε να συνάγουμε ότι διοικητικός δικαστής επέδειξε πραγματισμό και προσαρμοστικότητα, υπερβαίνοντας τα στενά όρια του νόμου. Κατά την Ε. Πρεβεδούρου, η αντιμετώπιση αυτή συνέβαλε σαφώς σε μία ευέλικτη σύζευξη της νομολογίας με τη θεωρία, λειτουργώντας εξελικτικά στο χώρο του διοικητικού δικαίου, το οποιο καλείται να προσαρμοστεί σε ένα πολυσύνθετο ρυθμιστικό τοπίο.[13]
Στη Γαλλία, η απόφαση Société GDF Suez της 13ης Ιουλίου 2016 φαίνεται αποκρυστάλλωσε τη θέση ότι πράξεις του soft law εκδιδόμενες από ρυθμιστική αρχή μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ακυρωτικού ελέγχου, όταν αυτές είναι ικανές να επιφέρουν σοβαρό οικονομικό αντίκτυπο ή να επηρεάσουν ουσιωδώς τη συμπεριφορά των προσώπων ή φορέων στις οποίες αυτές απευθύνονται, επεκτείνοντας έτσι την έννοια της πράξης που προκαλεί βλάβη και σε μη διοικητικές εκτελεστές πράξεις.
Ανακύπει σαφώς το ερώτημα κατά πόσο πράξεις ήπιου δικαίου μπορούν να υπαχθούν στην κλασικό ακυρωτικό έλεγχο,ο οποίος έχει κατασκευασθεί στη βάση της εκτελεστής διοικητικής πράξης.
Ο επιχειρούμενος έλεγχος εκ μέρους του δικαστή προσαρμόζεται στην ειδική φύση των πράξεων του ήπιου δικαίου. Πιο συγκεκριμένα, οι πράξεις αυτές τοποθετούνται στις «παρυφές» ενός διευρυμένου κανονιστικού πλαισίου, και, ως εκ τούτου, η υπαγωγή τους στην αρχή της νομιμότητας δεν εμφανίζει την ίδια πυκνότητα με εκείνη των κλασικών διοικητικών πράξεων, με αποτέλεσμα την άσκηση ενός πιο περιορισμένου δικαστικού ελέγχου.[14] Σε κάθε περίπτωση, ο έλεγχος αποβλέπει είτε σε μία restitutio, δηλαδή μίας αποκατάστασης των αποτελεσμάτων της επίδικης πράξης, ή θα παρουσιάζει περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα, επιτελώντας μία κατά βάση αναγνωριστική λειτουργία. Η αποτελεσματικότητα μίας τέτοιας δικαστικής απόφασης εξαρτάται σαφώς και από την συνδρομή της διοίκησης, στην οποία ο δικαστής απευθύνει διαταγές η οποία θα πρέπει να προβεί σε μία επανορθωτική ενέργεια άρσης ή άμβλυνσης των αποτελεσμάτων της δράσης της.
Όπως επισημαίνει και η Ε. Πρεβεδούρου, από την επισκόπηση της νομολογίας συνάγεται ότι ο διοικητικός δικαστής προέβη σε μία δημιουργική εξελικτική ερμηνεία, με στόχο να μην αφήσει εκτός από την σφαίρα ελέγχου πράξεις της διοίκησης οι οποίες είναι σε θέση να επηρεάσουν την κατάσταση των προσώπων, ερχόμενος ακόμη και σε ρήξη με δομικές έννοιες του γενικού διοικητικού δικαίου.[15]
Από την ανάλυση που προηγήθηκε μπορούμε να τονίσουμε τη διάρρηξη εκ μέρους του γαλλκού διοικητικού δικαστή του συνδέσμου ανάμεσα στην επιτακτικότητα και τη δυνατότητα δικαστικής προσβολής. Η νομολογία προέβη με τον τρόπο αυτό σε μία συστηματοποίηση ενός αχαρτογράφητου πεδίου, εναρμονίζοντας τον με τις παραδοσιακές έννοιες του δικαίου. Για το σκοπό αυτό, υιοθετήθηκε ένα διευρυμένο κριτήριο της βλάβης, ώσε να συμπεριλάβει και περιπτώσεις έμμεσης προσβολής ή λανθάνουσας κανονιστικότητας. Η προσέγγιση του δικαστή παραμένει περιπτωσιολογική[16], επικεντρωμένη σε αρχές που επιτελούν ρυθμιστκή λειτουργία. Δεδομένου, ωστόσο, του δυναμικού χαρακτήρα του πεδίου εφαρμογής του soft law, αναμένεται συνέχεια στην προσπάθεια ένταξης διαφόρων νομικών φαινομένων στον δικαστικό έλεγχο σε μία προσπάθεια εννοιολογικής και δικαστικής τυποποίησης αυτού του φαινομένου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Γ. Δελλής, «Soft Law και Διαβούλευση. Δύο εκφάνσεις της ρυθμιστικής μεταρρύθμισης της διοικητικής δράσης» ,σε Χαριστήριο εις Λουκά Θεοχαρόπουλοκαι Δήμητρα Κοντόγιωργα,Τόμος Ι, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Νόμος, 2009, σ. 134.
- B, Lavergne, Rercherceh sur la soft law en droit public français, Paris, LGDJ, 2013
- F.Melleray, « Le contrôle juridictionnel des actes du « droit souple », RFDA, 2016, p.679 επ.
- “Précisions sur les modalités de contestation d’un acte de droit souple, note CE, sect. 13, juillet 2016, Société GDG Suez, n° 388150, AJDA 37/2016, σ. 2121
- Noguellou, “L’office du juge de la régulation économique”, RDP, 2014, σ.329.
- Ε.-Ρ. Παπαδοπούλου, Το ήπιο δίκαιο στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική βιβλιοθήκη 2012.
- Ε. Πρεβεδούρου, Κανόνες soft law στο Διοικητικό Δίκαιο,Αθήνα, Σάκκουλας, 2017
- A. Φατούρου, «Προλεγόμενα στη μελέτη του μαλακού δικαίου» 14 Ελληνική Επιθεώρηση Ευρωπαϊκού Δικαίου,1994,σ. 985- 1008
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] E.Lafferière, Traité de la juridiction admnistrative et des recours contentieux, Berger-Levrault, Tόμος ΙΙ, 1888.
[2] A. Φατούρου, «Προλεγόμενα στη μελέτη του μαλακού δικαίου» 14 Ελληνική Επιθεώρηση Ευρωπαϊκού Δικαίου,1994,σ. 985- 1008.
[3] Τα κριτήρια αυτά αναδείχθηκαν απο την ετήσια μελέτη που διεξήγαγε το Conseil d’Etat το 2013. Βλ. Conseil d’Etat, Le droit souple, 2013.
[4] Γ. Δελλής, «Soft Law και Διαβούλευση. Δύο εκφάνσεις της ρυθμιστικής μεταρρύθμισης της διοικητικής δράσης» ,σε Χαριστήριο εις Λουκά Θεοχαρόπουλοκαι Δήμητρα Κοντόγιωργα,Τόμος Ι, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Νόμος, 2009, σ. 134.
[5] Πρεβεδούρου, ό.π.,σ. 17.
[6] Πρεβεδούρου, σ. 9
[7] Ε.-Ρ. Παπαδοπούλου, Το ήπιο δίκαιο στην έννομη τάξη της Ευρωπαικής Ε΄νωσης, Νομική βιβλιοθήκη 2012.
[8] Απόφαη της 18ης Σεπτεμβρίου 1986, CC, loi relative à la liberté de communication, n° 86-217 DC.
[9] ΣτΕ 371/2015.
[10] ΣτΕ 2357 και 4474/2015.
[11] Πρεβεδούρου, ό.π.,σ. 371.
[12] ΣτΕ 160/2013, ΣτΕ 664/2015, 2402/2016.
[13] Πρεβεδούρου, σ. 37. Ως προς την νομολογιακή ευελίξία και μεθοδολογία του δικαστή βλ. Y. Gaudemet, Les méthodes du juge administratif, thèse, LGDJ, 1972. Ως προς το ρόλο του δικαστή ως δημιουργού ενός νομικού συστήματος βλ. J. Rivero, “Apologie pour les faiseurs de systèmes”, D. 1950, chron. XXIII, σ, 99-102.
[14] Βλ. και Πρεβεδούρου σ. 334 κ.έ.
[15] Πρεβεδοούρου, ό.π.,σ. 376.
[16] Βλ. για παράδειγμα την απόφαση CE Crédit foncier de France, στην οποία κατευθυντήριες γραμμές θεωρήθηκαν ότι προσβάλλονται απαραδέκτως.