13.8 C
Athens
Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024
Αρχική1821-2021: 200 Χρόνια Ανεξαρτησίας και ΜνήμηςΗ ανυπότακτη Μεσσηνία στο στόχαστρο της μανίας του Ιμπραήμ

Η ανυπότακτη Μεσσηνία στο στόχαστρο της μανίας του Ιμπραήμ


Του Κωνσταντίνου Βασιλείου,

Κατά τη διάρκεια του 2ου εμφύλιου σπαραγμού, οι επαναστατημένοι βρίσκονταν σε κατάσταση πλήρους σύγχυσης. Η δε κυβέρνηση του Κουντουριώτη είχε διοχετεύσει όλη της την ενέργεια και είχε μεριμνήσει τα μέγιστα, ώστε να εξοντώσει τους πολιτικούς της αντιπάλους, με αποτέλεσμα η έκβαση του επαναστατικού αγώνα, να περάσει, αναπόφευκτα, σε δεύτερη μοίρα. Τα χρήματα του δανείου είχαν εξανεμισθεί με ταχύτατους ρυθμούς, εξυπηρετώντας σκοπούς κάθε άλλο παρά εθνικοαπελευθερωτικούς, με τους κυβερνώντες να αδιαφορούν πλήρως για την προστασία της Πελοποννήσου, σε περίπτωση δια θαλάσσης απόβασης των Οθωμανών.

Πράγματι, ο Ιμπραήμ πασάς, κατ’ εντολή του πατέρα του, Μεχμέτ Αλή πασά, θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί τις έντονες πολιτικές διαμάχες, οι οποίες διαδραματίζονταν στον ελλαδικό χώρο. Ο Ιμπραήμ ήταν ένας ιδιαίτερα ταλαντούχος, φιλόδοξος, αλλά και συνάμα αδιάλλακτος και σκληρός Αιγύπτιος στρατιωτικός. Το σημαντικότερο κατόρθωμά του θεωρείτο η αναμόρφωση του αιγυπτιακού στρατού, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, προσλαμβάνοντας μάλιστα και Γάλλους αξιωματούχους.

Στις 22 Δεκέμβρη του 1824, ο Ιμπραήμ θα αποβιβασθεί με τις δυνάμεις του στο λιμάνι της Σούδας. Την επόμενη κιόλας μέρα θα σαλπάρει με 37 πολεμικά πλοία και τα περισσότερα από τα μεταγωγικά του, με προορισμό την Ρόδο κι από κει θα περάσει στα μικρασιατικά παράλια, όπου θα παραλάβει εφόδια και 5.000 περίπου άνδρες, που του είχαν στείλει από την Αίγυπτο. Την ίδια στιγμή που ο Ιμπραήμ μετακινούταν ανενόχλητος στο Αιγαίο, κερδίζοντας πολύτιμο χρόνο για να προετοιμαστεί, οι νησιωτικοί ηγέτες αναλώνονταν σε επί μέρους διαμάχες και φιλονικίες που αφορούσαν το διαμοιρασμό των χρημάτων του εθνικού δανείου!

Άγαλμα του Ιμπραήμ Πασά στο Κάιρο. Πηγή εικόνας: gr.pinterest.com

Οι δυνάμεις του Ιμπραήμ θα φτάσουν τελικά στην Πελοπόννησο σταδιακά μεταξύ της 11ης και 12ης Φλεβάρη του 1825, αποτελούμενες από 50 αυστριακά και γαλλικά πλοία, 4.000 πεζικάριους και 400 ιππείς και η Μεθώνη θα περάσει αμέσως σε Οθωμανική κυριαρχία. Η αλήθεια είναι ότι αρχικά οι επαναστατημένοι, όντας σε υπερβολικό βαθμό αισιόδοξοι, είχαν αψηφήσει τον κίνδυνο της αιγυπτιακής απειλής. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τα πρώτα ελληνικά σκάφη (7 πυρπολικά και 20 πολεμικά), με επικεφαλής τον Ανδρέα Μιαούλη, έπλευσαν κατά των Οθωμανών μόλις στις 5 Μαρτίου. Συν τοις άλλοις, το Νεόκαστρο, φρούριο της Πύλου, βομβαρδιζόταν συνεχώς, ώστε οι αμυνόμενοι να μη μπορέσουν να ανταποδώσουν ούτε τουφεκιά, ενώ ο Ιμπραήμ σκόπευε να καταλάβει και το Παλαιόκαστρο, ένα γειτονικό ακατοίκητο κάστρο, που, όμως παρείχε νερό στους Έλληνες.

Ο στρατηγός Μακρυγιάννης, αγανακτισμένος από την απραξία των στρατευμάτων του, θα σπεύσει να ενισχύσει τους επαναστατημένους. Πράγματι, ο ερχομός του θα αλλάξει τα δεδομένα της μάχης, με τους Έλληνες πλέον να αποκρούουν τις αλλεπάλληλες οθωμανικές επιθέσεις. Ωστόσο, η κατάσταση θα δυσκολέψει ακόμα περισσότερο όταν, στις 2 Απρίλη, θα φτάσουν ζωτικής σημασίας ενισχύσεις για τον Ιμπραήμ, από την Κρήτη.

Απώτερος σκοπός του Οθωμανού στρατηγού ήταν η κατάληψη της Σφακτηρίας, καθώς μέσω της αυτού του μικρού νησιού, ο αιγυπτιακός στόλος θα μπορούσε να έχει επί της ουσίας τον έλεγχο ολόκληρης της Μεσσηνίας. Την Κυριακή, 26 Απριλίου, οι άνδρες του Ιμπραήμ θα αποβιβασθούν στη Σφακτηρία. Πιο συγκεκριμένα, μπορεί η πρώτη επίθεση των Οθωμανών να αντιμετωπίσθηκε επιτυχώς, όμως, μισή ώρα αργότερα, εν μέσω πυκνού καπνού από τους κανονιοβολισμούς, θα πετύχουν το στόχο τους. Οι περισσότεροι Έλληνες θα χάσουν την ζωή τους, ενώ πολλοί από αυτούς θα τραπούν σε φυγή, βουτώντας ακόμα και στη θάλασσα. Λίγες μέρες αργότερα, στις 30 Απριλίου και στις 6 Μαΐου, θα παραδοθεί η φρουρά του Παλαιόκαστρου και θα αναγκαστούν να συνθηκολογήσουν οι πολιορκημένοι του Νεόκαστρου αντιστοίχως. Τη διαπραγμάτευση της συνθήκης ανέλαβε προσωπικά ο ίδιος ο Μακρυγιάννης, με τα ελάχιστα εφόδια και τρόφιμα να πέφτουν τελικά στα χέρια του εχθρού. Ο Ιμπραήμ, όμως, είχε στη διάθεσή του πλέον ένα πολύ σημαντικό λιμάνι της ΝΔ ακτής της Πελοποννήσου.

Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης. Χαλκογραφία του Παναγιώτη Γράββαλου. Πηγή εικόνας: argolikivivliothiki.gr

Η τύχη της Πελοποννήσου, αλλά και ολόκληρου του Αγώνα κρεμόταν σε μια κλωστή. Μερικοί από τους πιο χαρισματικούς και ικανούς στρατιωτικούς ηγέτες του Μοριά, βρίσκονταν εδώ και αρκετούς μήνες στη φυλακή, εξαιτίας της εμφύλιας διαμάχης. Οι περισσότεροι εξ αυτών, παρατηρώντας της εξελίξεις, ζητούσαν απεγνωσμένα να απελευθερωθούν, με σκοπό να μπορέσουν να βοηθήσουν στη μάχη εναντίον του Ιμπραήμ. Οι Κυβέρνηση, αν και για μεγάλο χρονικό διάστημα αρνούνταν κατηγορηματικά, υπό την πίεση του λαϊκού αισθήματος, αλλά και μετά από προτροπή του Παπαφλέσσα, θα υποκύψει στα αιτήματα των φυλακισμένων οπλαρχηγών. Ήταν πλέον φανερό ότι ήταν αδύνατο να λείπει από τον Αγώνα η στρατιωτική ευφυΐα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο οποίος και θα απελευθερωθεί στις 17 Μαΐου.

Συγχρόνως, ο Παπαφλέσσας, αφού εξουσιοδοτήθηκε από το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό, ξεκίνησε να στρατολογεί άντρες από την Κεντρική και Νοτιοδυτική Πελοπόννησο. Μάλιστα στο Λεοντάρι, θα κατορθώσει να πάρει μαζί του 1.500 άνδρες με τους οποίους και οχύρωσε το ορεινό και δύσβατο Μανιάκι. Η συγκεκριμένη θέση, περίπου 3 ώρες από το Νεόκαστρο, αποτελούσε την τελευταία ελπίδα των επαναστατημένων να εμποδίσουν τον Ιμπραήμ να προχωρήσει στην Αρκαδία και συγκεκριμένα, στην Τριπολιτσά. Οι δύο στρατοί θα αναμετρηθούν στις 20 Μαΐου. Δυστυχώς για τους Έλληνες, οι πληροφορίες που είχαν στη διάθεσή τους ήταν ελάχιστες, με αποτέλεσμα να αγνοούν τις προθέσεις, αλλά και την ακριβή θέση των Οθωμανών. Ο Ιμπραήμ είχε φροντίσει να διαρρέουν αντιφατικές πληροφορίες, προκαλώντας, ως εκ τούτου, σύγχυση στους επαναστατημένους. Στη θέα 3.000 και πλέον Οθωμανών, σε συνδυασμό με την απουσία της κατάλληλης οχύρωσης, τα 2/3 του στρατού του Παπαφλέσσα θα τραπούν σε φυγή.

Οι εναπομείναντες άνδρες θα παλέψουν γενναία, πέφτοντας ηρωικά. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι τα κόκκαλα των νεκρών παρέμειναν στο πεδίο της μάχης για πολλά χρόνια μετά, ενθύμιο της θυσίας των Ελλήνων για την Ελευθερία του Έθνους τους. Ανάμεσα στους ηρωικούς νεκρούς βρισκόταν και ο Παπαφλέσσας, ο οποίος πολέμησε με περίσσια ανδρεία, ελπίζοντας μάταια για τον ερχομό ενισχύσεων. Από στρατηγικής άποψης, η επιμονή του να παραμείνει κρίνεται λανθασμένη, καθώς είχε ως αποτέλεσμα σημαντικές απώλειες, που θα μπορούσαν να αποφευχθούν, σε μια εξαρχής άνιση μάχη. Μετά τη νίκη στο Μανιάκι, οι Οθωμανοί θα πυρπολήσουν την Καλαμάτα, καθώς και άλλες σημαντικές κωμοπόλεις της Μεσσηνίας, προελαύνοντας ανενόχλητοι προς την Αρκαδία.

Ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι. Έγχρωμη ξυλογραφία, έργο του Α. Τάσσου. Πηγή εικόνας: Φωτιάδης (1977)

Όμως τα βάσανα του λαού της Μεσσηνίας δεν τελείωσαν τότε. Ο Ιμπραήμ, μετά την εκστρατεία του σε Αρκαδία, Αργολίδα και Μεσσολόγγι, γύρισε με αγριότερες διαθέσεις. Η αντίσταση των καπεταναίων τον είχε εξοργίσει, και η αποτυχία της εισβολής στη Μάνη του έδειξε πως τα δεδομένα είχαν αλλάξει. Παράλληλα η Ευρώπη και οι Μεγάλες Δυνάμεις, διακρίνοντας την αξία ύπαρξης ενός ανεξάρτητου κράτους, επηρεαζόμενο από αυτές, ξεκίνησε να βλέπει ολοένα και πιο ζεστά το ζήτημα της ελευθερίας των Ελλήνων. Ένα μείγμα ευνοϊκών συγκυριών και καλής διπλωματίας, έφερε τους 3 στόλους στα ελληνικά ύδατα. Ο αγγλικός, με αρχηγό τον αντιναύαρχο Σερ Έντουαρντ Κόδριγκτον, ο γαλλικός με αρχηγό τον υποναύαρχο Ερρίκο Ντεριγνύ και ο ρωσικός με αρχηγό τον υποναύαρχο κόμη Λογγίνο Χέυντεν βρέθηκαν έξω από τον κόλπο του Ναβαρίνου.

Στις συνομιλίες μεταξύ του Ιμπραήμ και των τριών Ναυάρχων, υπό το πρίσμα της Συνθήκης του Λονδίνου, κυριαρχούσε το αίτημα των πρώτων για κατάπαυση των εχθροπραξιών και η άρνηση του Αιγυπτίου να την πραγματοποιήσει, παρά τις απειλές για ένοπλη σύγκρουση. Στις επανειλημμένες  συστάσεις τους, ο πείσμων στρατηγός συμμορφωνόταν, μόνο για να παρατυπήσει αργότερα. Στα σχέδια του ο Ιμπραήμ περιέλαβε την κυριολεκτική ισοπέδωση της μεσσηνιακής γης. Έχοντας αγκυροβολήσει στην Πύλο, διατάζει τον κεχαγιάμπεη του, με κατάλληλα εξοπλισμένα στρατεύματα, να ξεκινήσει την καταστροφή δίχως έλεος. Ο υπαρχηγός του, μαινόμενος και έτοιμος να καταστρέψει, στέλνει τελεσίγραφη εγκύκλιο προς τους Μανιάτες και τους Μεσσήνιους, καλώντας τους να προσκυνήσουν. Η άρνηση τους αποτυπώνεται ξεκάθαρα στην απάντηση που έδωσε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης:

«Αυτό που μας φοβερίζεις να μας κόψεις και να μας κάψεις τα καρποφόρα δέντρα μας, δεν είναι της πολεμικής έργον, διότι τα άψυχα δέντρα δεν εναντιώνονται σε κανέναν, μόνον οι άνθρωποι όπου εναντιώνονται έχουνε στρατεύματα και σκλαβώνεις κι έτσι είναι το δίκαιο του πολέμου. Με τους ανθρώπους κι όχι με τ’ άψυχα δέντρα να τα βάλεις˙ όχι τα κλαριά να μας κόψεις, όχι τα δέντρα, όχι τα σπίτια που μας έκαψες, μόνο πέτρα πάνω στην πέτρα να μη μείνει, ημείς δεν προσκυνούμε. Τι τα δέντρα μας αν τα κόψεις και τα κάψεις, την γη δεν θέλει την σηκώσεις και η ίδια η γης οπού τα έθρεψε μένει δική μας και τα ματακάνει. Μόνον ένας Έλληνας να μείνει, πάντα θα πολεμούμε και μην ελπίζεις πως την γη μας θα την κάνεις δική σου˙ βγάλτο από το νου σου»

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Αρχιστράτηγος των στρατιωτικών δυνάμεων της Πελοποννήσου. Λιθογραφία. Εκδ. A. Friedel. Τυπ. Ingrey & Madeley. Λονδίνο, Αύγουστος 1826. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Συλλογή Χαρακτικών. αρ. 8992/F8. Πηγή εικόνας; Κουκίου – Μητροπούλου (2007)

Στην απάντηση αυτή, ο κεχαγιάμπεης απαντά, στα τέλη Σεπτεμβρίου 1827, με όλεθρο. Μαζί με τα ντουφέκια, οι άνδρες του Ιμπραήμ φέρουν και τσεκούρια, με τα οποία κόβουν και καταστρέφουν όλα τα καρποφόρα δέντρα, προσπαθώντας να φέρουν στο προσκύνημα τους Μεσσήνιους με την πείνα κα τις στερήσεις. Σπίτια, χωράφια, αμπελώνες, μποστάνια παραδίδονται στη φωτιά και το σίδερο. Υπολογίζεται πως περισσότερες από 60.000 συκιές και 25.000 ελιές κόπηκαν η ξεριζώθηκαν, καθιστώντας την σίτιση των κατοίκων αδύνατη. Οι κάτοικοι, λιμοκτονούντες, καταφεύγουν στα βουνά για να σωθούν. Ο Κολοκοτρώνης, αντιλαμβανόμενος την σοβαρότητα της κατάστασης, μεταβαίνει στον Αλμυρό και αποστέλλει, με ένα γρήγορο πλοιάριο, γράμμα στους τρεις Ναυάρχους, με το οποίο τους πληροφορεί για τα γεγονότα.

Οι τελευταίοι οργισμένοι απευθύνουν, μέσω εκπροσώπων τους που διενήργησαν αυτοψία, έντονες συστάσεις στον Κεχαγιάμπεη για την άμεση παύση των καταστροφών. Στην αυτοψία αυτή, διαπιστώθηκε πως η περαιτέρω δράση του Ιμπραήμ, θα κόστιζε τη ζωή στο ένα τρίτο του πληθυσμού του Ιμπραήμ. Η άρνηση του Αιγύπτιου αξιωματούχου και η αδιαλλαξία του Ιμπραήμ, άναψαν το φυτίλι, το οποίο σύντομα θα πυροδοτούσε τα κανόνια των τριών δυνάμεων και θα εκκινούσε την σωτήρια, για το Ελληνικό Έθνος, Ναυμαχία του Ναβαρίνου.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Συλλογικό Έργο (1975). Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΒ’ Η Ελληνική Επανάσταση και η ίδρυση του Ελληνικού Κράτους. Αθήνα:Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.
  • Δ. Φωτιάδης (1977) Η Επανάσταση του 21 Τόμος Γ΄. (6η Έκδ.) Αθήνα: Εκδ. Βότση
  • Α. Ε. Βακαλόπουλος (1980), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Η μεγάλη Ελληνική Επανάσταση (1821-1829).Τόμος Ζ΄ Ο αφρικανικός σιμούν στην Ελλάδα – Η επιδρομή του Ιμπραήμ. Θεσσαλονίκη:Τυπογρ. Στ. & Ιωαν. Σφακιανάκη
  • Α. Ε. Βακαλόπουλος (2005), Νέα Ελληνική Ιστορία:1204-1985. Θεσσαλονίκη:Εκδόσεις Βάνιας.
  • Ν.Τόμπρος, «Η Μεσσηνία σε επαναστατική τροχιά (1766-1828)», από το συλλογικό έργο (2012), Μεσσηνία: Συμβολές στην ιστορία και τον πολιτισμό της. Αθήνα:Εκδ. Παπαζήση

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Βασιλείου
Κωνσταντίνος Βασιλείου
Γεννήθηκε το 1998 και μεγάλωσε στο Περιστέρι. Είναι φοιτητής του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, με κατεύθυνση Αρχαιολογίας. Μιλάει την αγγλική και διδάσκεται την κινεζική γλώσσα. Πάθος του ο αθλητισμός και τα ταξίδια.