Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Η Επανάσταση του 1821 ύστερα από την εμφάνιση του Ιμπραήμ πασά στην περιοχή της Πελοποννήσου, το 1825, βρίσκεται σε μεγάλο αναβρασμό, καθώς μαίνονται και οι εμφύλιοι μεταξύ των Ελλήνων. Στο χώρο της Στερεάς Ελλάδας μείζον πρόβλημα αποτελεί η παρουσία του Κιουταχή και πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών το 1826. Για να λύσουν την πολιορκία του Κιουταχή και να βοηθήσουν τους αγωνιστές που υπήρχαν μέσα, έγιναν πολλές προσπάθειες.
Οι επιχειρήσεις που πραγματοποιήθηκαν δεν ήταν λίγες και σε μια από αυτές συναντάμε το Γεώργιο Καραϊσκάκη με τα παλικάρια του και τους Άγγλους Κόχραν και Τσώρτς, που ήταν επικεφαλείς των ελληνικών δυνάμεων (ο μεν πρώτος ήταν αρχιναύαρχος, ο δε δεύτερος αρχηγός των χερσαίων δυνάμεων). Το πρόβλημα όμως, που προκύπτει εδώ είναι η διαφορετική στρατηγική των δυο πλευρών για την επίτευξη του στόχου. Ο Καραϊσκάκης ήταν υπέρμαχος της σταδιακής υπονόμευσης των θέσεων του αντιπάλου μέσα από τη δημιουργία χαρακωμάτων (ταμπουριών), που με το πέρασμα των ημερών θα έσφιγγαν τις δυνάμεις του Κιουταχή, ενώ η πλευρά των Άγγλων υποστήριζε την άμεση και κατά μέτωπο επίθεση.
Ο Κόχραν θέλοντας να υλοποιήσει το σχέδιό του, στέλνει στο Καραϊσκάκη ένα γράμμα, στις 17 Απριλίου του 1827, στο οποίο αναφέρει πως η φήμη των Ελλήνων έχει αμαυρωθεί στην Ευρώπη με υπαιτιότητα του Έλληνα οπλαρχηγού και πως για να ξεχαστεί αυτό, θα έπρεπε να απελευθερωνόταν η Αθήνα από την πολιορκία. Το περιστατικό στο οποίο αναφερόταν ο Άγγλος είναι μια αψιμαχία μεταξύ Ελλήνων και Αρβανιτών και σκοπό είχε τη διάλυση μιας κατάληψης στην περιοχή του Πειραιά. Από αυτή τη συμπλοκή σκοτώθηκαν αρκετοί Αρβανίτες. Έτσι, με αφορμή αυτό το συμβάν ο Κόχραν βρήκε την ευκαιρία να εκβιάσει τους αγωνιστές να ακολουθήσουν το σχέδιό του, αλλιώς δε θα συμμετείχε στις επιχειρήσεις, τακτική την οποία είχε χρησιμοποιήσει και στο παρελθόν. Ο Καραϊσκάκης δέχεται να εφαρμόσει την τακτική των Άγγλων, με την προϋπόθεση όμως να του παρέχουν τα απαραίτητα τρόφιμα, όπλα και τα εργαλεία για να φτιάξουν τα ταμπούρια. Αφού λάβει τις απαραίτητες διαβεβαιώσεις από τον Κόχραν για τα υλικά που ζήτησε, συγκεντρώνεται με άλλους αγωνιστές στο λόφο της Καστέλας.
Το σχέδιο ήταν να κινηθεί μια δύναμη για αντιπερισπασμό από την περιοχή του Παλαιού Φαλήρου (Τρείς Πύργοι) προς την Ακρόπολη. Εκείνη την εποχή ο δρόμος αυτός δεν είχε πολλά εμπόδια (από δέντρα και σπίτια), συνεπώς ήταν μια ευνοϊκή τοποθεσία για την ανάπτυξη του καλά οργανωμένου οθωμανικού ιππικού. Το βάρος της επίθεσης θα δινόταν στο νοτιοδυτικό μέρος που περιβάλλονταν από ελαιώνες και έτσι το ιππικό των αντιπάλων θα δυσκολευόταν. Τέλος, είχε προβλεφθεί μια τρίτη δύναμη που θα επιτίθονταν από την πλευρά του Νέου Φαλήρου (Βοϊδολίβαδο).
Λίγες μέρες αργότερα στις 21 Απριλίου, όλα είναι έτοιμα για την επίθεση κατά των Οθωμανών και ο Καραϊσκάκης πηγαίνει να ελέγξει εάν αυτά που συμφώνησαν, ήταν στη θέση τους. Διαπιστώνει πως οι ποσότητες που έλαβαν οι στρατιώτες του, δεν ήταν ικανοποιητικές και ενημερώνει τον Τσώρτς, μέσα από τον απεσταλμένο του, πως η επιχείρηση αναβάλλεται για αύριο, λόγω έλλειψης υλικών. Παρόλα αυτά, ούτε την επομένη ήταν τα πράγματα όπως τα ζήτησε ο Καραϊσκάκης και ακύρωσε πάλι την όλη διαδικασία. Όμως λίγες ώρες αργότερα, ακούστηκαν από μακριά κάποιοι τουφεκισμοί που σταδιακά πλήθαιναν. Ο Έλληνας στρατηγός απόρησε, καθώς είχε δώσει σαφή εντολή να μη γίνει καμία ενέργεια και αποφάσισε να μεταβεί στο σημείο για να ελέγξει ο ίδιος την κατάσταση. Δε γνώριζε πως αυτή θα ήταν και η τελευταία του κίνηση.
Η αρχή των πυροβολισμών προήλθε από τους Έλληνες που είχαν μεθύσει από το κρασί και ορισμένοι από αυτούς στράφηκαν προς τους Οθωμανούς ανοίγοντας πυρ. Αυτοί απάντησαν με τον ίδιο τρόπο και δεν άργησε να γίνει η συμπλοκή. Στο σημείο φτάνει ο Καραϊσκάκης, ο Νικηταράς και άλλοι αγωνιστές. Στις συμπλοκές που ακολούθησαν, ο Καραϊσκάκης χτυπιέται σοβαρά στην κοιλιά. Αναγκάζεται να εγκαταλείψει το μέρος, προσπαθεί όμως καθ’ όλη τη διάρκεια να εμψυχώσει τα παλικάρια του. Μεταφέρεται για τις πρώτες βοήθειες σε ένα από τα πλοία, ονόματι «Σπαρτιάτης», που είχαν σταθμεύσει στο Φάληρο, και εκεί διαπιστώνεται η κρισιμότητα της κατάστασής του. Ο λαβωμένος αγωνιστής είχε την υποψία πως το τραύμα του προήλθε από φίλια πυρά, όπως εξομολογήθηκε σε κάποιους συναγωνιστές του, αλλά δεν κατονόμασε κανέναν. Μετά από λίγο υπαγόρευσε τη διαθήκη του, καθώς αισθανόταν το τέλος του να πλησιάζει. Τελικά στις 23 Απριλίου, την ημέρα της ονομαστικής του εορτής άφησε την τελευταία του πνοή, βυθίζοντας στο πένθος όλους τους Έλληνες. Την επόμενη μέρα μεταφέρθηκε με τιμές στη Σαλαμίνα και τάφηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Επικήδειους μεταξύ άλλων εκφώνησαν ο Γ. Αινιάν, ο Σπυρίδων Τρικούπης (εκπροσωπώντας την κυβέρνηση) και άλλοι.
Δεν πέρασε πολύς καιρός από το θάνατο του οπλαρχηγού και συγκεκριμένα στις 23 Απριλίου, ο Κόχραν κάλεσε τους στρατιώτες για να οργανώσει την επίθεση, δίχως όμως να λάβει υπόψιν του την κακή ψυχολογική τους κατάσταση από το χαμό του αρχηγού τους. Στις 8 το απόγευμα άρχισαν να προγραμματίζουν το σχέδιο και να παίρνουν τις θέσεις τους. Ωστόσο, αποφασίστηκε να μην κινηθούν στην πλευρά των ελαιώνων, και κάπως έτσι άρχισαν τα ολέθρια λάθη. Όσο κι αν προσπάθησαν να πείσουν τον Άγγλο να αναβάλουν προσωρινά την επίθεση, γιατί εκτός από την έλλειψη πολεμοφοδίων είχε αρχίσει να ξημερώνει κιόλας (χάνοντας έτσι το περιθώριο της προετοιμασίας και του αιφνιδιασμού), δεν τα κατάφεραν και έπεσαν πάλι στην ίδια απειλή, πως θα εγκατέλειπε τη θέση του.
Έτσι τελικά συγκεντρώθηκαν στην περιοχή του Παλαιού Φαλήρου στις 24 Απριλίου περίπου 2.500 Έλληνες, αντί για 3.500 που ήταν το σχέδιο του Καραϊσκάκη. Παρόλο που γνώριζαν πως το σχέδιο αυτό δε θα είχε μεγάλη επιτυχία, όρμησαν στον αγώνα. Τόσο ο Κόχραν όσο και ο Τσώρτς έμειναν μακριά από το πεδίο της μάχης και παρακολουθούσαν τα γεγονότα από την ακρογιαλιά. Ο σκληρός πυρήνας των μαχητών, που αποτελούνταν από Σουλιώτες και Κρητικούς, τοποθετήθηκε μπροστά από το ρέμα του Ιλισού, αντί να σχηματίσει ταμπούρια για να εξασφαλίσει τη θέση του. Ένα άλλο σώμα στράφηκε προς Ανάλατο και το τελευταίο έλαβε θέση στο Παλαιό Φάληρο.
Μόλις ο Κιουταχής ενημερώθηκε για τις κινήσεις των Ελλήνων, αποφάσισε να περιμένει να δει πως θα οργανωθούν για να ετοιμάσει τη στρατιά του. Πίστευε πως η επίθεση θα γινόταν από την Καστέλα και τον Πειραιά, όμως όταν συνειδητοποίησε πως αυτό δε θα συμβεί διέταξε το καλά οργανωμένο ιππικό του να στραφεί προς μια πλευρά του Ιλισού που δεν ήταν ορατοί για να ξαφνιάσουν τον αντίπαλο. Η μάχη ξεκινά και το κανόνι του Κιουταχή βάλει κατά των ελληνικών θέσεων, που με τη σειρά τους απαντούν με δύο δικά τους κανόνια. Ο αιφνιδιασμός των επαναστατών από την πλευρά του Ιλισού είχε ως αποτέλεσμα οι μάχες στο τέλος να γίνονται σώμα με σώμα, αφού δεν προλάβαιναν να γεμίσουν δεύτερη φορά τα όπλα τους με μπαρούτι. Έπειτα, οι Οθωμανοί κατευθύνθηκαν προς τον ταγματάρχη Χαράλαμπο Ιγγλέση και τη στρατιά του. Όλα τώρα είχαν πάρει το δρόμο τους και όπως αναφέρει ο στρατιωτικός Χρήστος Βυζάντιος «Ούτως άπαντες σχεδόν εγένετο θύμα της πειθαρχίας και της προς τον ταγματάρχην αυτών αφοσιώσεως, όστις ξιφήρης έπεσεν ενδόξως ενώπιων των παρ’ αυτώ μαχόμενων στρατιωτών […]».
Ορισμένοι προσπάθησαν να φύγουν, όμως τους πρόλαβε το ξίφος των Οθωμανών. Από τη πλευρά τους, οι δυο Άγγλοι στρατιωτικοί μόλις αντίκρισαν τη σφαγή που γινόταν, έτρεξαν προς τα πλοία για να σωθούν. Ο Κόχραν που δεν πρόλαβε τη βάρκα, βούτηξε στα νερά με την ελπίδα να την προλάβει κολυμπώντας, πράγμα που έγινε. Ο απολογισμός ήταν τραγικός, καθώς περίπου 2.000 Έλληνες έπεσαν στη μάχη του Ανάλατου και μεταξύ αυτών μερικοί από τους καλύτερους στρατιώτες (Ιωάννης Νοταράς, Γιώργος Τζαβέλας, Αθανάσιος Μπότσαρης κ.α.). Οι αιχμάλωτοι που έπεσαν στα χέρια των αντιπάλων, υπολογίζονται γύρω στους 240, αλλά και αυτοί μετά από λίγο θανατώθηκαν. Ο Κόχραν αφού οδήγησε στην καταστροφή τις ελληνικές δυνάμεις με τις ενέργειές του, έπλευσε προς την Ύδρα, γράφοντας ένα από τα θλιβερότερα γεγονότα στην ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό έργο (1975), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Η Ελληνική Επανάσταση και η Ίδρυση του Ελληνικού Κράτους 1821-1832 Τόμος ΙΒ΄. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών
- Δ. Φωτιάδης (1977), Η Επανάσταση του Εικοσιένα, Τόμος Γ΄, Εκδόσεις Εκδοτικός Οίκος Ν. Βότσης
- Α. Ε. Βακαλόπουλος (1982), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Η Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση 1821-1829, Τόμος Ζ΄ Ο Αφρικάνικος Σιμούν στην Ελλάδα ή Η Επιδρομή του Ιμπραήμ. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Αναστάσιου Σταμούλη
- Κ. Μέντελσον-Μπαρτόλντι (2011), Επίτομη Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, Αθήνα: Εκδόσεις Τεγόπουλος Α.Ε. ειδική έκδοση για την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία