Της Άννας Τσεκάνι,
Η Δαλιδά ή Γιολάντα Κριστίνα Τζιλιότι (όπως ήταν το πραγματικό της όνομα) αποτέλεσε τραγουδίστρια, χορεύτρια, αλλά και ηθοποιός, με μια σπουδαία καριέρα, που διήρκησε 30 χρόνια.
Γεννήθηκε στην Αίγυπτο, και συγκεκριμένα στο Κάιρο, στις 17 Ιανουαρίου 1933. Ο πατέρας της, Πιέτρο Τζιλιότι (1904-1945), ήταν βιολιστής στην όπερα του Κάιρο, ενώ η μητέρα της, Τζουσεππίνα Τζιλιότι (1904-1971), ήταν μοδίστρα. Και οι δύο προέρχονταν από την Καλαβρία της Ιταλίας.
Τα παιδικά της χρόνια ήταν αρκετά χαρούμενα και ξέγνοιαστα, έως ότου ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Το 1940, οι συμμαχικές δυνάμεις μετέφεραν τον πατέρα της σε ένα στρατόπεδο φυλακών, όπου και παρέμεινε κλεισμένος για 4 χρόνια. Όταν αποφυλακίστηκε, το 1944, ήταν ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος, ιδιαίτερα βίαιος και επιθετικός. Το 1945, ο Πιέτρο πέθανε από απόστημα στον εγκέφαλο. Φημολογείται ότι η σχέση που είχε με τον πατέρα της στιγμάτισε ίσως για πάντα τις ερωτικές τις σχέσεις.
Η Γιολάντα φοίτησε σε καθολικό σχολείο και διδάχθηκε στενογραφία, με σκοπό να ακολουθήσει καριέρα γραμματέως, ωστόσο η μοίρα τής επιφύλασσε άλλα πράγματα. Το 1951, ξεκίνησε την καριέρα της μέσα από έναν οίκο μόδας, ενώ αργότερα άρχισε να λαμβάνει μέρος σε καλλιστεία με μεγάλη επιτυχία, καταφέρνοντας να αναδειχθεί το 1955 Μις Αίγυπτος.
Την ίδια χρονιά εγκατέλειψε την Αίγυπτο κι εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, με σκοπό να ξεκινήσει την καριέρα της στον κινηματογράφο. Η πρώτη της εμφάνιση ήταν στο μελόδραμα του Μουσταφά Νιαζί με το «Ένα Ποτήρι και Ένα Τσιγάρο». Εκεί της δόθηκε και για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Δαλιδά, που αργότερα θα χρησιμοποιηθεί σαν το καλλιτεχνικό της όνομα και στον κινηματογράφο, αλλά και στο τραγούδι.
Γρήγορα ξεκίνησε και την καριέρα της στο τραγούδι, όταν την ανακάλυψε ο μουσικός Μπρίνο Κοκατρίξ και ο ραδιοφωνικός παραγωγός Λισιέν Μορίς. Η πρώτη της μεγάλη επιτυχία ήρθε το 1956 με το τραγούδι Bambino, οπότε και έγινε γνωστή και σε διεθνές επίπεδο.
Την ίδια επιτυχία που γνώρισε στον επαγγελματικό τομέα δεν κατάφερε να γνωρίσει και στην προσωπική ζωή. Όλες οι σχέσεις της είχαν τραγικό τέλος, με σχεδόν όλους τους συντρόφους της να οδηγούνται στην αυτοκτονία. Ο πρώτος της σύζυγος, ο Λισιέν Μορίς, ο τραγουδιστής Λουίτζι Τέκνο, αλλά και ο Richard Chanfray ήταν αυτοί που οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία, βυθίζοντας τη Δαλιδά σε τεράστιο πένθος και πόνο. Μάλιστα, μετά την απόπειρα του Λουίτζι Τέκνο προσπάθησε και εκείνη ανεπιτυχώς να αυτοκτονήσει.
Παρά το γεγονός, ότι γνώρισε τεράστια επιτυχία στον επαγγελματικό της τομέα, δεν κατάφερε ποτέ να γίνει πραγματικά ευτυχισμένη. Ήταν μια γυναίκα, η οποία δεν περνούσε απαρατήρητη, λόγω της γλυκιάς της φωνής, των μακριών της μαλλιών και του υπέροχου σώματός της. Η ίδια είχε θεωρηθεί μάλιστα και το μεγαλύτερο σύμβολο μοιραίας γυναίκας (femme fatale).
Στις 3 Μαΐου 1987, η Δαλιδά βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της, στο Παρίσι, μετά από μεγάλη δόση βαρβιτουρικών, αφήνοντας ένα σημείωμα που έλεγε «Η ζωή μου έγινε ανυπόφορη, συγχωρέστε με».