Του Γιώργου Δαλακούρα,
Οι επαναστατημένοι Έλληνες, από νωρίς, αντελήφθησαν την ανάγκη απόπειρας πολιτικής οργάνωσης, παράλληλα με τον ένοπλο αγώνα. Ο σχηματισμός ενός ανεξάρτητου και ενιαίου κράτους απαιτούσε, πέραν του ελέγχου ενός οριοθετημένου χώρου, και τη δημιουργία ενός ισχυρού πολιτικού πλαισίου, το οποίο θα καθόριζε και θα ήλεγχε την κατοπινή κρατική μηχανή. Πρώτες προσπάθειες του εγχειρήματος αυτού υπήρξαν οι εθνοσυνελεύσεις. Οι Έλληνες αγωνιστές και επαναστάτες συγκεντρώνονταν, προκειμένου να λάβουν αποφάσεις, και πολιτικού περιεχομένου, αναφορικά με την πορεία τους. Μεταξύ αυτών, η Γ΄ Εθνοσυνέλευση ήταν αυτή που καθόρισε τις βασικές αρχές του λεγόμενου Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος και έθετε στέρεες βάσεις για τη μετέπειτα μετάβαση στη συντεταγμένη κρατική πολιτεία.
Η Γ΄ Εθνοσυνέλευση, λοιπόν, είχε δύο ξεχωριστές φάσεις. Η πρώτη εξ’ αυτών έλαβε χώρα στην Επίδαυρο, τον Απρίλιο του 1826. Σκοπός αυτής ήταν να καθοριστούν τα του πολιτεύματος και να αποσαφηνιστούν περαιτέρω λεπτομέρειες. Επικεφαλής αυτής είχε τεθεί ο Πανούτσος Νοταράς. Παρ’ όλα αυτά, τα γεγονότα πρόλαβαν τους επαναστάτες. Ο Απρίλιος του 1826 υπήρξε ένας από τους σκληρότερους μήνες της Επαναστάσεως. Εν ολίγοις, την περίοδο αυτή, ο αγώνας κλονίσθηκε, λόγω της αιφνίδιας αφίξεως του Αιγυπτίου Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Συνάμα, την ίδια στιγμή, η κατάσταση στο Μεσολόγγι είχε πυροδοτήσει τα πράγματα κι όλα προμήνυαν τον αιματοβαμμένο επίλογο. Τα μέλη της εθνοσυνελεύσεως ήταν ενήμερα περί αυτών κι έτσι αποφάσισαν, κατά τη 16η Απριλίου, να παύσουν τις διαδικασίες.
Κατά το πρώτο τρίμηνο του 1827, προβλήματα είχαν ανακύψει περί της συνέχισης των εργασιών της εθνοσυνελεύσεως. Μέρος των πληρεξουσίων, που μετείχαν σε αυτήν, είχαν βρεθεί στην Ερμιόνη υπό την προεδρία του Γεωργίου Σισίνη, ενώ οι υπόλοιποι βρίσκονταν στην Αίγινα. Οι μεν της Ερμιόνης είχαν συγκεντρωθεί κατόπιν κλήσης του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Οι δε της Αίγινας ακολούθησαν τον Ανδρέα Ζαΐμη. Οι σχέσεις των δύο ανδρών βρίσκονταν σε ένα τέλμα και το γεγονός αυτό είχε προκαλέσει πόλωση μεταξύ των Ελλήνων. Σαφές καθίσταται πως ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθούν δύο ξεχωριστές συνελεύσεις. Σύντομα, χάριν της συμβολής του Άγγλου πρέσβεως, Στράτφορντ Κάνινγκ, επήλθε σύμπνοια κι από κοινού επιλέχθηκε η Τροιζήνα ως ο χώρος της ολοκλήρωσης των διαδικασιών.
Το Μάρτιο του 1827, επαναλήφθηκαν οι διαδικασίες της Γ΄ Εθνοσυνελεύσεως στην Τροιζήνα, με πρόεδρο -και πάλι- το Γεώργιο Σισίνη. Σχεδόν δύο ολόκληρους μήνες διήρκησαν οι συζητήσεις όταν, την 5η Μαΐου 1827, ο πρόεδρος κήρυξε τη διάλυση της εθνοσυνελεύσεως με την έκδοση του Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος. Τα όσα συναποφασίστηκαν και ψηφίστηκαν, προκρίνονταν από τον όρκο των μετεχόντων, κατά τον οποίο ουδέποτε θα ψήφιζαν κάτι επιβλαβές και νοσηρό για την ορθή λειτουργία της πολιτείας. Σκοπός όλων ήταν το δίκαιο και το νόμιμο, όχι το συμφέρον του εκάστου.
Το λεγόμενο «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» αποτελούσε το σύνολο των αποφάσεων της Τροιζήνας. Έτσι, κυβερνήτης της χώρας για επτά χρόνια ορίστηκε ο Ιωάννης Καποδίστριας. Ο κυβερνήτης, μάλιστα, θα ήταν επιφορτισμένος με τη διαπραγμάτευση του τρίτου δανείου του Αγώνος. Έδρα του κυβερνήτη ορίστηκε το Ναύπλιο. Τομή στα πράγματα αποτέλεσε μία πρώτη διάκριση των εξουσιών. Κοντά στον κυβερνήτη, αρμοδιότητες δίνονταν στη Βουλή και τα δικαστήρια. Δίνεται, λοιπόν, η αίσθηση προσπάθεια καθιέρωσης εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας αυτόνομης και ανεξάρτητης.
Μεταξύ των αποφάσεων, ορίστηκε ο σχηματισμός ανεξάρτητου, εθνικού στόλου και στρατού ξηράς. Οι Έλληνες, κατά το Σύνταγμα, αποκτούσαν ενιαία εκστρατευτικά σώματα και διακρίνεται η διάθεση απεμπλοκής από τις ενισχύσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Ρητά αναφέρεται πως στόχος όλων είναι η ανάκτηση των εθνικών εδαφών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, συντάσσοντας το πολιτικό αυτό κείμενο με τα τρέχοντα ζητήματα των επαναστατημένων Ελλήνων. Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας δεν έχει ολοκληρωθεί, άρα το σύνταγμα δίνει το νομικό και πολιτικό έρεισμα για τη συνέχισή του. Βέβαια, καθίσταται ξεκάθαρο πως οι επαναστάτες αιτούνται της ευρωπαϊκής βοήθειας, ηγεμόνων και πρέσβεων, προκειμένου να ολοκληρωθεί το όραμα της ελευθερίας από τον οθωμανικό ζυγό.
Το σύνταγμα, ακόμη, προχωρούσε και στην παραχώρηση σειράς ατομικών δικαιωμάτων. Πιο αναλυτικά, στο πρώτο άρθρο, περί θρησκείας, τονίζεται πως ο κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα επιλογής της θρησκείας του και αντιμετωπίζεται ομοίως με τους χριστιανούς ορθοδόξους, που αποτελούν το επίσημα αναγνωρισμένο από την πολιτεία θρησκευτικό σύνολο. Παράλληλα, επισημαίνεται η ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας και υπογραμμίζεται πως Έλληνες δε θεωρούνται μόνο οι αυτόχθονες χριστιανοί, αλλά και οι μουσουλμάνοι και όσοι ξένοι πολιτογραφούνται, και έχουν πλήρη ελευθερία και όλα τα δικαιώματα. Αξίζει να τονιστεί η ατομική ελευθερία, που κυριαρχεί σε όλο το κείμενο, αλλά ακόμη περισσότερο γίνεται έκδηλη απαγορεύοντας τη σύλληψη και φυλάκιση δίχως να έχουν ακολουθηθεί οι νόμοι της πολιτείας. Η αξία της ζωής, της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης προστατεύεται από το κράτος. Μάλιστα, καινοτομία υπήρξε η ελευθερία του Τύπου, αρκεί να μην προσβάλλονται οι χριστιανικές αξίες και να μην αμαυρώνεται η φήμη οποιουδήποτε πολίτη λασπολογώντας και κιτρινίζοντάς τον.
Ταυτόχρονα, ορίζεται με σαφήνεια το πλαίσιο λειτουργίας κάθε εξουσίας. Ο κυβερνήτης είναι απαραβίαστος, αλλά δρα υπό συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο, αυτό της πολιτείας, που οφείλει να σέβεται και να ακολουθεί. Έχει την αρμοδιότητα κήρυξης πολέμου, ενώ ταυτόχρονα έχει χρέος να διαφυλάσσει τους πολίτες. Η εξωτερική πολιτική επαφίεται στα δικά του χέρια αποκλειστικά.
Η βουλή, από την άλλη, αποτελείται από τους ψηφισμένους επαρχιακούς αντιπροσώπους, οι οποίοι έχουν τριετή θυσία, και προεδρεύονται από τον πρόεδρο, που εκλέγεται για ένα χρόνο. Τα 2/3 του σώματος επαρκούν για τη σύγκληση και τη λειτουργία της βουλής. Οι εργασίες ξεκινούν τον Οκτώβριο και διαρκούν περίπου πέντε μήνες και είναι δημόσιες. Ολόκληρη η νομοπαρασκευαστική διαδικασία εκπορεύεται από τη βουλή.
Τέλος, η δικαστική εξουσία ορίζεται κι αυτή ως ανεξάρτητη και περιγράφονται οι αρμοδιότητες και οι ευθύνες των δικαστηρίων. Τρία δικαστήρια εκδικάζουν τις υποθέσεις: των ειρηνοδικών, το επαρχιακόν και των ανεκκλήτων. Οι συνεδριάσεις είναι δημόσιες και το δικαστήριο οφείλει να δημοσιεύσει την κρίση του. Σε καμία των περιπτώσεων δεν επιτρέπεται στους δικαστές να προσπεράσουν τους ισχύοντες νόμους και να δράσουν έκνομα ή κατά το συμφέρον τους. Τονίζεται, μάλιστα, η ανάγκη για αμερόληπτη και ανεξάρτητη δικαιοσύνη.
Συμπερασματικά, λαμβάνοντας όλα τα παραπάνω υπόψιν, γίνεται αντιληπτό πως η Γ΄ Εθνοσυνέλευση υπήρξε η αιτία και η αφορμή του σχηματισμού ενός καταγεγραμμένου νομικού κανονισμού λειτουργίας της πολιτείας. Το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» αποτέλεσε μία τομή στην πολιτική ζωή της επαναστατημένης Ελλάδος. Επηρεασμένο από τα ευρωπαϊκά συντάγματα, εμποτισμένο με τις βασικές αρχές που σέβονταν οι Έλληνες και απεμπλεγμένο από τις οθωμανικές καταβολές του νομικού πλαισίου του σουλτάνου, έδωσε μία νέα πνοή στα πράγματα και την ελπίδα για το σχηματισμό ενός κράτους, το οποίο θα συντασσόταν με τις ιδέες των σύγχρονών του και ισχυρών δυτικών κρατών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος (1827).
- Δημακόπουλος Γ. (1966), Η διοικητική οργάνωσις κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν 1821-1827. Αθήνα: Τυπογρ. Αδελφών Αγγ. Και Παν. Αθ. Κλεισιούνη
- Συλλογικό έργο (1975), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Η Ελληνική Επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους 1821-1832 Τόμος 12. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών Α. Ε.
- Φωτιάδης Δ. (1977), Η επανάσταση του Εικοσιένα Τόμος 3. (2η Έκδοση). Αθήνα: Εκδ. Βότση
- Α. Ε. Βακαλόπουλος (1986), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού: Η Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση 1821-1829 Τόμος Ζ΄. Θεσσαλονίκη.
- Δ. Κουκίου – Μητροπούλου (2007) Adam Friedel Προσωπογραφίες Αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης. Αθήνα: Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος.