Του Ανδρέα Πετρόπουλου,
Ανέκαθεν θεωρούσα τον εαυτό μου τυχερό που γεννήθηκα σε χωριό. Οι άνθρωποι της επαρχίας έχουν ένα τεράστιο αίσθημα αγάπης ως προς την συμπεριφορά τους σε άλλους ανθρώπους. Κυρίως, γιατί είναι φιλόξενοι και αγαπούν την παρέα και το καλό φαγητό. Αρέσκονται στο να γεμίζουν τον χρόνο τους εποικοδομητικά και δίνουν στον κόσμο την αίσθηση της διαρκούς ανανέωσης χωρίς να προσπαθούν για το οτιδήποτε.
Το Πάσχα είναι μια ιδιαίτερη γιορτή, που όλοι λίγο πολύ θέλουμε να την γιορτάζουμε παραδοσιακά. Προσμένουμε αυτή την όμορφη εποχή, που μαζί με την άνοιξη, είναι το εφαλτήριο για τον δρόμο προς το καλοκαίρι. Είναι μια γιορτή που ανοίγει το σπίτι μας και το οικογενειακό τραπέζι. Γινόμαστε όλοι μια αγκαλιά και περνάμε όμορφες στιγμές με τους αγαπημένους μας φίλους και την οικογένειά μας. Είναι η μεγαλύτερη γιορτή της λαμπροσύνης για την Ανάσταση του Θεανθρώπου.
Το Πάσχα στο χωριό είναι ιδιαίτερο κι έχει και αυτό την δική του ιστορία. Ακόμα θυμάμαι να ξυπνάω νωρίς το πρωί της Παρασκευής ώστε να προλάβω το πρώτο πρωινό ΚΤΕΛ. Γιατί, πολλοί γεννηθήκαμε σε χωριό, αλλά αργότερα μετακινηθήκαμε στο κλεινόν άστυ για σπουδές και δουλειά. Θυμάμαι την λαχτάρα μου να ζήσω ένα ακόμη Πάσχα στο χωριό. Να συναντήσω την οικογένειά μου και να σμίξω με τα φιλαράκια μου, που κάποιους είχα την ευκαιρία να τους δω, καθώς ήμασταν μαζί στην Αθήνα, και κάποιους άλλους όχι.
Φτάνοντας στο πατρικό, μύριζες το Πάσχα απ’ την πόρτα. Η μαμά είχε ψήσει τα τσουρέκια από νωρίς το βράδυ και τα αβγά είχαν την δική τους ξεχωριστή θέση επάνω στο τραπέζι μαζί με τα Πασχαλινά κουλουράκια. Σε διάφορα χρώματα και σχέδια, ώστε να δίνουν το δικό τους ξεχωριστό μήνυμα σ’ αυτή την όμορφη γιορτή. Αργά το βράδυ είχαμε την περιφορά του επιταφίου στο χωριό. Και πάλι διαφέρει απ’ αυτόν της πόλης, καθώς από περιγραφές φίλων μου, που δεν είχαν κάποιο χωριό για να περάσουν αυτές τις όμορφες ημέρες και ήταν αναγκασμένοι να μείνουν στην πόλη, ο επιτάφιος ήταν απλά μια περιφορά γύρω απ’ την εκκλησία και τίποτα άλλο.
Σε αντίθεση με το χωριό μας, που ο επιτάφιος στολιζόταν απ’ την Μεγάλη Πέμπτη αργά το βράδυ απ’ όλες τις γυναίκες του χωριού και περιφερόταν σ’ ολόκληρο το χωριό, περνώντας απ’ όλα τα σπίτια και τους νοικοκυραίους. Με στρωμένα λευκά σεντόνια στον δρόμο με ροδοπέταλα περίμεναν για το θείο δράμα κι αργότερα στην εκκλησία μοιράζονταν τα γαρύφαλλα και τα φυλλώματα των λουλουδιών και έπαιρναν την δική τους ξεχωριστή θέση στο εικονοστάσι.
Το Σάββατο το πρωί σηκωνόμασταν από νωρίς, συνήθως για να ετοιμάσουμε το Πασχαλινό τραπέζι. Η μαμά τα είχε όλα στην εντέλεια και ο μπαμπάς μαζί με τη μαμά έφτιαχναν την μαγειρίτσα, ώστε να είναι όλα έτοιμα για το τραπέζι μετά το βράδυ της Ανάστασης. Την ημέρα εκείνη το σπίτι γέμιζε κόσμο και θυμάμαι ακόμα την προσμονή για τα Πασχαλινά μου δώρα απ’ τους νονούς μου. Να περιμένω το ΚΤΕΛ κάθε Μ. Σάββατο να φέρει την λαμπάδα μου, την οποία η νονά μου απ’ την Αθήνα έστελνε κάθε χρόνο μαζί μ’ ένα τεράστιο σοκολατένιο αβγό γεμάτο εκπλήξεις.
Η μέρα της Ανάστασης του Θεανθρώπου είχε φτάσει. Σε αντίθεση με τον υπόλοιπο κόσμο, εμείς ήμασταν εκεί από νωρίς για ν’ ακούσουμε την Θεία Λειτουργία. Ώσπου, μετά από ώρα έφτανε η στιγμή για το «Δεύτε λάβετε φως» ή αλλιώς τη μάχη της λαμπάδας. Άνθρωποι όλων των ηλικιών μαζεύονταν γύρω απ’ το ιερό, για να λάβουν πρώτοι το Άγιο φως και να το μεταδώσουν ο ένας στον άλλον μαζί με χειραψίες και εναγκαλισμούς. Λίγο αργότερα, βγαίναμε όλοι μαζί στο εξωτερικό προαύλιο της εκκλησίας ν’ ακούσουμε το τελευταίο ευαγγέλιο και να ψάλλουμε το «Χριστός Ανέστη». Η προσμονή για όλα αυτά ήταν μεγάλη. Χαμογελαστά πρόσωπα, όμορφες εικόνες και μια νοσταλγία που έχω τώρα για όλα αυτά, καθώς γράφω αυτές τις γραμμές…
Όλοι μαζί στο σπίτι για την μαγειρίτσα και το σπάσιμο των αβγών. Μπορούσες να φας επιτέλους και αυτά τα λαχταριστά τσουρέκια, έπειτα από τόσες μέρες νηστείας. Τα σοκολατένια αβγά είχαν, επίσης, την τιμητική τους και ήρθε η ώρα τους να φαγωθούν. Μετά είχες την έξοδο με τους φίλους σου, γιατί δεν νοείται Πάσχα στο χωριό χωρίς μουσική και ντεσιμπέλ, κι ας ξυπνούσες μετά πολύ πρωί ή στην καλύτερη περίπτωση το πήγαινες σερί όλη την νύχτα, την επομένη ήσουν κομμάτια, αλλά η μυρωδιά απ’ το αρνί που σούβλιζαν οι δικοί σου σ’ έκανε να τα ξεχάσεις όλα.
Το Πασχαλινό τραπέζι είχε πραγματικά τα πάντα. Κυρίως, όμως, περιελάμβανε χαμόγελα που δεν θα ξεχάσω ποτέ, ανθρώπους που έχουν στιγματίσει όμορφα τα παιδικά μου χρόνια, που θέλω να τους αγκαλιάσω και να τους φιλήσω μόλις τελειώσει όλο αυτό που ζούμε με την πανδημία. Η νοσταλγία, άλλωστε, είναι μεγάλη.
Δεύτερο χρόνο που κάνω Πάσχα στην πόλη ένεκα των συνθηκών και δεν νιώθω καλά. Μου λείπει αυτή η αίγλη, κι ίσως αυτό το χρονογράφημα έπρεπε να γίνει. Για να μας θυμίσει και σε εμένα, αλλά και σε εσάς, πως αυτά τα χρόνια, θα έρθουν ξανά. Μπορεί να χάνουμε ένα ακόμη Πάσχα ναι, αλλά του χρόνου με ανοσία, όλα θα ‘ναι διαφορετικά. Όλοι θα είμαστε διαφορετικοί.
Δανείζομαι μερικούς στίχους του Διονύση Σαββόπουλου για να σας περιγράψω το τι θα γίνει τότε. Θ’ ανταμώσουμε ξανά, σε χορούς κυκλωτικούς. Ανεμομαζώματα, σπίθες και κυκλώματα. Και παρέες λαμπερές με το καθρέπτισμά τους στις ακρογιαλιές.
Καλό Πάσχα!