Της Κατερίνας Κάκου,
Σύμφωνα με τον -κατά πολλούς κορυφαίο- τραγικό ποιητή της ελληνικής αρχαιότητας Ευριπίδη: «Η αφθονία του πλούτου μπορεί να κάνει τον ένα πιο τυχερό από τον άλλο, αλλά ποτέ ευτυχή». Αυτό που εύστοχα συναγάγει ο σπουδαίος ποιητής είναι ότι η κατοχή υλικών αγαθών δεν εξασφαλίζει από μόνη της την ευτυχία του κατόχου τους. Ίσως, στην καλύτερη περίπτωση, τα υλικά αγαθά να αποτελούν αναγκαία αλλά, σίγουρα όχι, ικανή συνθήκη που δημιουργεί εσωτερική ευδαιμονία. Ο στωικός φιλόσοφος και αυτοκράτορας της Ρώμης Μάρκος Αυρήλιος, μάλλον συμπλέει με αυτή την προσέγγιση, όταν εύστοχα παρατηρεί τα εξής: «Να θυμάσαι πάντα τούτο: πως δεν χρειάζονται πολλά πράγματα για να κάνουν τη ζωή ευτυχισμένη».
Ας πάρουμε, όμως, λίγο τα πράγματα από την αρχή: Τί είναι ευτυχία; Τα προβλήματα που ανακύπτουν από αυτήν την έννοια αρχίζουν ήδη από την ίδια την ετυμολογία της λέξης. Η σύνθετη λέξη «ευτυχία» –«ευ» και «τύχη»– σημαίνει καλή τύχη, που έχει ως αποτέλεσμα την ευδαιμονία και την μακαριότητα. Είναι, λοιπόν, μια πολυδιάστατη έννοια που έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών και διαφορετικών επιστημονικών κλάδων, οι οποίοι, όμως, δεν έχουν καταλήξει σε έναν κοινώς αποδεκτό ορισμό ή έναν κοινό κώδικα αναφορικά με το ζήτημα, κάτι που προσδίδει μια μυστηριακή γοητεία στο εγχείρημα προσδιορισμού του τι σημαίνει αυτή η πολυχρησιμοποιημένη λέξη. Η σημασία αυτή αντιστοιχεί και στον αγγλοσαξονικό όρο “happiness” από το “happen” με την έννοια του γεγονότος που συμβαίνει κατά τύχη, καθώς και στο γερμανικό “gluck” από τη γερμανική ρίζα “gelingen” που σημαίνει επιτυγχάνω.
Η ευτυχία μπορεί να συσχετίζεται με πολλούς παράγοντες που την καθορίζουν και είναι μια καθαρά κοινωνική έννοια. Ή μήπως όχι ..; Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Άγγλος φιλόσοφος και θεωρητικός πατέρας του ωφελιμισμού, Τζέρεμι Μπένθαμ, υποστήριξε πως: «Η καλύτερη κοινωνία είναι εκείνη στην οποία τα άτομα είναι περισσότερο ευτυχισμένα». Επομένως, η αποτελεσματικότερη πολιτική είναι εκείνη που ευνοεί την περισσότερη ευτυχία για τον μεγαλύτερο αριθμό προσώπων. Αυτή η θέση στηριζόταν στην υπόθεση ότι η ευτυχία είναι κάτι που μπορεί να μετρηθεί και να υπολογιστεί με τρόπους που αντιστοιχούν στην αληθινή εμπειρία των υποκειμένων, άρα με αμιγώς οικονομικά κριτήρια, κατεύθυνση που όμως δεν ακολουθήθηκε από την οικονομική επιστήμη. Επικράτησε έτσι και μεταξύ των οικονομολόγων η ιδέα ότι η έννοια της ευτυχίας είναι μάλλον ιδιαιτέρως υποκειμενική και επομένως είναι δύσκολο να υπολογιστεί, πόσο μάλλον να μετρηθεί. Ο κλάδος της πολιτικής οικονομίας έχοντας αποδεχτεί την υποκειμενική χροιά του όρου θεώρησε -όντας αυστηρή, άλλωστε, επιστήμη- ότι πρέπει να επεξεργάζεται έννοιες που μπορούν να εκφραστούν με μαθηματικές διατυπώσεις και, ως εκ τούτου, να χρησιμοποιεί ποσοτικά μετρήσιμα δεδομένα. Κυριάρχησε, λοιπόν, με αυτήν την διαπίστωση η θέση του Άνταμ Σμιθ, η οποία πρέσβευε ότι η επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος απολήγει στην εξυπηρέτηση του συλλογικού συμφέροντος. Σταθμός για την ορθή επιχειρηματολογία του οικονομολόγου υπήρξε η δεκαετία του 1930, όπου υιοθετήθηκε και στη συνέχεια καθιερώθηκε η έννοια του κατά κεφαλήν εισοδήματος ως ένα θεμελιώδες και βασικό κριτήριο για τη μέτρηση της οικονομικής προόδου.
Εν τοις πράγμασι, τόσο η οικονομική επιστήμη όσο και η οικονομική πολιτική εμπνέονταν σε σταθερή βάση και αμετακλήτως από το αξίωμα ότι η αύξηση της παραγωγής σε συνδυασμό με την αύξηση της παραγωγικότητας συνεπάγεται διεύρυνση της συνολικής ευημερίας της εκάστοτε εξετασθείσας κοινωνίας. Η πορεία τόσο των εθνικών οικονομιών όσο και της παγκόσμιας οικονομίας αξιολογείται διαρκώς με βάση την παράμετρο της ετήσιας αύξησης του κατά κεφαλήν εισοδήματος και του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ). Η οικονομική ανάπτυξη είναι αυτή εξάλλου που αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα για την εξολοκλήρου άνθιση του δυτικού κόσμου.
Έτσι, το κατά κεφαλήν εισόδημα μπορεί να αυξάνεται, χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι αυξάνεται ανάλογα και η «κατά κεφαλήν ευτυχία». Για αυτό το λόγο, το θέμα της ευτυχίας επανεμφανίστηκε στις συζητήσεις των οικονομολόγων. Καταβλήθηκαν προσπάθειες να δοθούν επιστημονικά ορθές εξηγήσεις στο «παράδοξο του Ίστερλιν», ο οποίος είχε φανερώσει και εξηγήσει ότι η άνοδος του βιοτικού επιπέδου ενός λαού, δεν συνδέεται αυτόματα και με την αύξηση της ευημερίας του. Ορισμένοι μελετητές σημείωσαν ότι η διαρκής αύξηση των προσδοκιών των ατόμων ελαχιστοποιεί την αύξηση της ικανοποίησης και της απόλαυσης. Άλλοι, υπογράμμισαν τις επιπτώσεις του φθόνου και της μνησικακίας, που οδηγούν στην εξάρτηση της δικής μας ευτυχίας από τη σύγκριση με την ευτυχία των άλλων, ωθώντας μας σε έναν ανηλεή ανταγωνισμό και καταδικάζοντάς μας σε ένα διαρκές ψυχολογικό ακόρεστο. Σε κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από τη αέναη ποσοτική αύξηση των αγαθών που παράγονται στην αγορά ήταν εύλογο και κατανοητό η έννοια της ευημερίας να συνδεθεί με την ποσότητα των διαθέσιμων αγαθών, όπως για παράδειγμα στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες της Δύσης.
Σε μια «επανάσταση ενάντια στη απολυτότητα των αριθμών» βρίσκονται ο Τζόζεφ Στίγκλιτς και ο Αμάρτια Σεν. Οι δύο κορυφαίοι νομπελίστες οικονομολόγοι υποστηρίζουν πως το ΑΕΠ είναι ένας παραπλανητικός και αναληθής δείκτης της ανάπτυξης. Στο επίκεντρο των μετρήσεων υποστηρίζουν πως πρέπει να μπει ο άνθρωπος και δείκτες όπως η ευτυχία και η ποιότητα ζωής. Η κεντρική ιδέα της θεωρίας βασίζεται στο ότι το βάρος πρέπει να δοθεί στην ποιότητα ζωής των πολιτών και όχι στη στείρα μέτρηση της οικονομικής παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών, η οποία στην πραγματικότητα μας δίνει παραπλανητικές κατευθυντήριες γραμμές.
Πώς, όμως, τελικά ορίζονται τα οικονομικά της ευτυχίας και πώς σε τελική ανάλυση συνδέονται με την κοινωνία;
Τα οικονομικά της ευτυχίας είναι το πεδίο εκείνο της οικονομικής επιστήμης που τόσο σε θεωρητικό όσο και σε εμπειρικό επίπεδο εστιάζει στην μελέτη παραγόντων και παραμέτρων που επηρεάζουν την ευημερία, την ποιότητα ζωής και την ικανοποίηση που απολαμβάνουν οι άνθρωποι σε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο. Είναι ένα αμιγώς διεπιστημονικό πεδίο σύμπνοιας πολλών από τις κοινωνικές επιστήμες, όπως την κοινωνιολογία και την ψυχολογία και της οικονομίας. Είναι, λοιπόν, ένα πεδίο που γνωρίζει ταχεία ανάπτυξη τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς έχει εμπεδωθεί πλέον η θέση ότι η ευτυχία ενός ανθρώπου υπερβαίνει κατά πολύ τα συντηρητικά και εν πολλοίς στενά πλαίσια των παραδοσιακών προσεγγίσεων που επικεντρώνονταν στην ανάλυση και μελέτη παραγόντων, όπως το εισόδημα και ο πλούτος και, εν γένει, τα αμιγώς κοινωνικά κριτήρια.
«Τίς ευδαίμων;» διερωτάται ο Θαλής ο Μιλήσιος. Η απάντησή του: «Ο το μεν σώμα υγιής, την δε ψυχήν εύπορος, την δε φύσιν ευπαίδευτος» καταθέτοντας, έτσι, την δική του συνεισφορά στο τι εστί ευτυχία, υπογραμμίζοντας παράλληλα και την πνευματική διάσταση που ενυπάρχει στον όρο αυτό. Αναντίρρητα λοιπόν, η ευτυχία είναι μία ως επί το πλείστον υποκειμενική κατάσταση που ο κάθε άνθρωπος βιώνει σύμφωνα με τα δικά του μέτρα και σταθμά, τις δικές του προσδοκίες, το δικό του σύστημα αξιών, καθώς και την δική του ιεράρχηση και αξιολόγηση ως προς το τι πράγματι είναι σημαντικό και τι ασήμαντο στη ζωή του. Η πρόσβαση ή η κατοχή υλικών αγαθών αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο που διευκολύνει την «αναζήτηση» της ευτυχίας, χωρίς όμως αυτή να εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τα υλικά αγαθά που έχει στη διάθεσή του ένας άνθρωπος και ούτε φυσικά να αποτελεί αυτοσκοπό. Τουναντίον μάλιστα…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- A Formal Economic Theory for Happiness Studies: A Solution to the Happiness-Income Puzzle, people.tamu.edu, Διαθέσιμο εδώ
- ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΆ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΊΑΣ, mywritersgang.com, Διαθέσιμο εδώ
- Happiness economics, wikipedia.org, Διαθέσιμο εδώ