Της Εμμανουέλας Μπουλταδάκη,
Ο George Gordon Noel Lord Byron, γνωστός στον ελλαδικό χώρο με το όνομα Λόρδος Βύρων, αποτελεί μια από τις πιο γνωστές ξένες προσωπικότητες που ασχολήθηκαν και προώθησαν τη διεξαγωγή της Ελληνικής Επανάστασης. Έχοντας κληρονομήσει τον τίτλο από τον παππού του, έγινε ο 6ος Βαρόνος του Μπάιρον και παραμένει μέχρι σήμερα ένας από τους πιο σπουδαίους Άγγλους ρομαντικούς ποιητές. Από τα πιο δημοφιλή του ποιήματα είναι ο «Δον Ζουάν» και «Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ», με τα δυο πρώτα του Άσματα να γράφονται στη διάρκεια του πρώτου ταξιδιού του στην Ελλάδα.
O Λόρδος Βύρων έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ιστορικούς ως μια ιδιάζουσα προσωπικότητα, κυρίως λόγω της άστατης προσωπικής του ζωής και των οικονομικών σπαταλών του. Ειδικότερα, οι πιστωτές του τον πίεζαν για την αποπληρωμή των χρεών του και τα ερωτικά σκάνδαλα που χαρακτήριζαν το βίο του ήταν ουκ ολίγα. Μάλιστα, η φημολογούμενη αιμομικτική σχέση που είχε συνάψει με την ετεροθαλή αδερφή του Augusta Leigh, οι υποθέσεις σχετικά με τις ομοφυλοφιλικές του τάσεις και η γενικότερη σύγχυση που είχε δημιουργηθεί γύρω από το όνομα του ήταν από τις αιτίες που τον έστρεψαν στην απόφαση να φύγει από την Αγγλία και να κατευθυνθεί στις χώρες της Μεσογείου και τελικά στην Ελλάδα.
Η πρώτη επαφή με την Ελλάδα έγινε το 1809. Στην ευρωπαϊκή περιοδεία του, το λεγόμενο Grand Tour που συνήθιζαν να κάνουν οι Άγγλοι αριστοκράτες της εποχής προς αναζήτηση πολιτιστικών εμπειριών, ο Μπάιρον, επειδή η πρόσβαση στην Ιταλία, εξαιτίας των Ναπολεόντειων Πολέμων ήταν απαγορευτική, κατευθύνθηκε προς τη σημερινή Ελλάδα, που τότε ήταν μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Φιλοξενήθηκε στα Γιάννενα από τον Αλή Πασά, συνέχισε στο Μεσολόγγι και σε άλλες πόλεις και τέλος έφτασε στην Αθήνα. Παρόλο που εκείνη την περίοδο δε φαίνεται να έχει αναπτύξει φιλελληνικές ανησυχίες, ενοχλήθηκε ιδιαίτερα όταν αντίκρισε τα Μάρμαρα του Παρθενώνα στο πλοίο που θα επιβιβάζονταν και κατέκρινε το λόρδο Έλγιν. Μάλιστα, τη δυσαρέσκειά του προς την πράξη του Έλγιν εξέφρασε και στο ποίημα του «Η Κατάρα της Αθηνάς».
Η απόφαση λοιπόν του Βύρωνα να αφιερώσει κάποια χρόνια αργότερα την περιουσία και το χρόνο του στην προώθηση των σκοπών της Ελληνικής Επανάστασης ήταν αποτέλεσμα των κριτικών που δέχονταν σχετικά με τον αντισυμβατικό τρόπο ζωής του, αλλά και του θαυμασμού που έτρεφε για τον ελληνικό πολιτισμό. Έτσι, το 1822 όταν τον επισκέφτηκε στη Γένοβα, η αντιπροσωπεία των Ελλήνων επαναστατών αποτελούμενη από το φιλέλληνα πλοίαρχο Μπλακέρ και τον απεσταλμένο της ελληνικής κυβέρνησης Ανδρέα Λουριώτη, ο Μπάιρον πήρε την απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα και να συνεισφέρει στον αγώνα. Είδε στη προσπάθεια αυτή των Ελλήνων μια ευκαιρία να δώσει σκοπό στη ζωή του και να αποτελέσει ηγετική μορφή σε ένα δίκαιο σκοπό. Οι Έλληνες θεωρούσαν τη συμμετοχή του Μπάιρον στο Κομιτάτο των Φιλελλήνων πολύτιμη, καθώς ο Μπάιρον ήταν ένας από τους πιο γνωστούς ανθρώπους της εποχής και το όνομά του θα συνέβαλε στη διεθνοποίηση του αγώνα, πράγμα το οποίο θα προσέλκυε το ενδιαφέρον και τα χρήματα ξένων φιλελλήνων.
Το 1823 με το πλοίο «Ηρακλής» ο Μπάιρον, έχοντας προμηθευτεί πολεμοφόδια, όπως κανόνια και όπλα με δικά του έξοδα, θα επέστρεφε στην Ελλάδα για να αναλάβει δράση. Ενδόμυχα γνώριζε ότι δεν επρόκειτο για ένα εύκολο εγχείρημα αλλά, νιώθοντας ότι θα συνέβαλε στο πλευρό των Ελλήνων αγωνιστών και θα μοιράζονταν τη δόξα που θα ακολουθούσε την επιτυχία του αγώνα, η ανάμειξή του φαινόταν όλο και πιο ελκυστική. Τον περισσότερο καιρό της παραμονής του στην Ελλάδα τον πέρασε στην Κεφαλονιά, όπου έμεινε 5 μήνες. Το 1823, την εποχή που επενέβη ο Μπάιρον, οι Έλληνες μπορεί να είχαν πετύχει την εδραίωσή ους στην Πελοπόννησο, όμως υπήρχαν εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ των οπλαρχηγών με αρχηγούς το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που θεωρούσαν ότι η ελευθερία μπορεί να επιτευχθεί χωρίς εξωτερική βοήθεια, και των εκσυγχρονιστών με εκπρόσωπο το Μαυροκορδάτο που πίστευαν στην ανάγκη για διεθνοποίηση του αγώνα.
Παρά τις πιέσεις από την πλευρά τον οπλαρχηγών, ο Μπάιρον επέλεξε να υποστηρίξει τους εκσυγχρονιστές οι οποίοι επιθυμούσαν τη δημιουργία ενός ελληνικού κράτους δυτικού τύπου. Μάλιστα μαζί με το Μαυροκορδάτο ζήτησε τη στήριξη της βρετανικής κυβέρνησης και πέτυχε τη σύναψη δανείου ύψους 800.000 λιρών με την Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδας. Εκτός από τα χρήματα αυτά ο Μπάιρον συνέδραμε και με τη δική του περιουσία για τις ανάγκες του αγώνα, όπως για παράδειγμα όταν ενίσχυσε ο ίδιος τον ελληνικό στόλο με τις 4.000 λίρες που χρειάζονταν με σκοπό να λυθεί η πολιορκία στο Μεσολόγγι. Ο Μπάιρον εκείνη την περίοδο αμφιταλαντεύονταν, λόγω των αιτημάτων που δέχονταν από Έλληνες που επιζητούσαν την εύνοιά του: ο Κολοκοτρώνης προσπαθούσε να τον πείσει να πάει στο Μοριά, ο Μεταξάς στο Μεσολόγγι και ο Μαυροκορδάτος τον καλούσε στην Ύδρα. Τελικά, λόγω της κλιμακούμενης κατάστασης στο Μεσολόγγι, αποφάσισε να συνταχθεί με το Μαυροκορδάτο, που κατευθύνονταν και εκείνος προς το Μεσολόγγι, εφόσον τον θεωρούσε το σταθερότερο Έλληνα ηγέτη με την καλύτερη κρίση. Έφτασε στο Μεσολόγγι τον Ιανουάριο του 1824 όπου τον υποδέχθηκε σα λυτρωτή ένα ενθουσιασμένο πλήθος.
Ως άνθρωπος της δράσης, ήθελε να σχεδιάσει μια στρατιωτική επιχείρηση. Μαζί με το Στάνχοπ, κατέστρωσαν ένα σχέδιο για την κατάληψη της Ναυπάκτου, ανατολικά του Μεσολογγίου το οποίο ενέκρινε και ο Μαυροκορδάτος. Για την προετοιμασία του σχεδίου ο Μπάιρον συγκρότησε έναν ιδιωτικό στρατό από 600 Σουλιώτες και χρηματοδότησε ένα σώμα 50 πυροβολιστών γνωστό ως Ταξιαρχία Βύρωνος. Ωστόσο, λόγω έλλειψης πολεμοφοδίων και λόγω των ανυπότακτων Σουλιωτών που του δημιουργούσαν προβλήματα, η επίθεση ματαιώθηκε. Η υγεία του στάθηκε εμπόδιο στη συνέχιση του εγχειρήματός του. Μετά από την επιδείνωση της υγείας του, ο Μπάιρον κατέρρευσε στις 19 Απριλίου 1824 σε ηλικία 36 χρονών. Η σημερινή ιατρική γνώμη αποδίδει το θάνατό του σε λοίμωξη, λόγω υπερβολικής αφαίμαξης.
Αν και το έργο του Μπάιρον στην Ελλάδα διακόπηκε απότομα, η συμβολή του συνεχίστηκε και μετά θάνατον. Η λάμψη της παρουσίας του Μπάιρον στην Ελλάδα έδωσε την αφορμή στον πρωθυπουργό της Αγγλίας Κάνινγκ να δημιουργήσει ένα ευνοϊκό κλίμα στην αγγλική πολιτική σκηνή που συνέβαλε στην κινητοποίηση των υπολοίπων Μεγάλων Δυνάμεων και οδήγησε στην πραγματοποίηση της Ναυμαχίας του Ναβαρίνου που έδωσε στην Ελλάδα την πολυπόθητη ανεξαρτησία. Παρόλο που ο Μπάιρον δεν ήταν από εκείνους τους φιλέλληνες που πέτυχαν μια νίκη στο πεδίο της μάχης, βοήθησε με την αντισυμβατική προσωπικότητά του, που τον είχε αναδείξει σε ένα σούπερ σταρ της εποχής του. Ήταν αυτή που καθόρισε την έκβαση του αγώνα, καθώς με το θάνατό του η Ευρώπη συνδέθηκε συναισθηματικά με την Ελληνική Επανάσταση και εξαπλώθηκε ένα κύμα συμπαράστασης προς τους Έλληνες αγωνιστές. Όπως αναφέρει και στο ποίημα του ο Παλαμάς, ο Μπάιρον «Κι αν έζησε Διόνυσος, ξεψύχησε Μεσσίας».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Mac Carthy, F. (2005), ΒΥΡΩΝ. Ο βίος και ο θρύλος. Αθήνα:Εκδ. Ποταμός
- Δ. Κουκίου – Μητροπούλου (2007) Adam Friedel Προσωπογραφίες Αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης. Αθήνα:Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος.
- Beaton, R. (2015), Ο πόλεμος του Μπάιρον. Ρομαντική εξέγερση, Ελληνική Επανάσταση. Αθήνα:Εκδ. Πατάκης