Της Παρής Στεφανή,
«Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας.»… Η Μεγάλη Πέμπτη αποτελεί την κορύφωση του θείου δράματος. Ο Ιησούς Χριστός σταυρώνεται, θυσιάζοντας τον εαυτό Του για τη σωτηρία όλων μας. Η καταδίκη του Ιησού σε θάνατο με σταύρωση, έχει αποτελέσει πολλές φορές αντικείμενο εξέτασης και έρευνας. Ήταν άραγε νόμιμη η διαδικασία που ακολουθήθηκε και είχε ως αποτέλεσμα την απόφαση για τη θανατική καταδίκη του Ιησού ή μήπως όλο αυτό δεν ήταν παρά μια παρωδία;
Αφετηρία για την εξέταση των στοιχείων της δίκης του Θεανθρώπου αποτελεί το lex loci, που δεν είναι άλλο από το δίκαιο που ίσχυε στον τόπο διεξαγωγής της δίκης. Αυτό σημαίνει πως έπρεπε οπωσδήποτε να ακολουθηθεί η δικονομική διαδικασία του Εβραϊκού Δικαίου (Hebrew law), χωρίς να αποκλεισθεί και η παράλληλη εφαρμογή του Ρωμαϊκού, από τη στιγμή που η Παλαιστίνη είχε καταληφθεί από τους Ρωμαίους το 63 π.Χ. και η Ιουδαία είχε αποκτήσει το καθεστώς ρωμαϊκής επαρχίας.
Η δίκη του Ιησού διεξήχθη ενώπιον του Μεγάλου Συνεδρίου, του ανωτάτου δικαστηρίου των Εβραίων. Αξίζει να σημειωθεί πως το Εβραϊκό Δίκαιο της εποχής περιεχόταν στο λεγόμενο Ταλμούδ (Talmud), το οποίο αποτελεί μια συλλογή νόμων που χωρίζεται στο Mishna (=προφορικό δίκαιο) και στο Gemara (=σχολιασμός του δικαίου, που αποσκοπεί στην επεξήγηση των αρχών που τέθηκαν με τη Mishna). Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας δεν υπήρχαν συνήγοροι και αυτό είχε ως αναγκαία συνέπεια την υπεράσπιση του κατηγορουμένου από τον ίδιο του τον εαυτό, όπως και οι μάρτυρες να αποκτούν αυτομάτως και την ιδιότητα των κατηγόρων. Το Μεγάλο Συνέδριο συνεδρίαζε στην Ιερουσαλήμ, και συγκεκριμένα στην αίθουσα του Liscat Haggazith, κάθε Δευτέρα και Πέμπτη. Το Σάββατο απαγορευόταν να συνεδριάσει, ούτε άλλη ημέρα εορτής, καθώς η κάθε ποινική δίκη ήταν απαραίτητο να διεξάγεται σε περισσότερες από μία ημέρες. Επομένως, στην υποθετική περίπτωση κατά την οποία μια ποινική διαδικασία ξεκινούσε ακόμη και την παραμονή της ημέρας του Σαββάτου, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα η δίκη να μην μπορεί να συνεχισθεί την ακριβώς επόμενη μέρα, δηλαδή το Σάββατο. Ταυτόχρονα, απαγορευόταν μια ποινική δίκη να διεξαχθεί κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ήταν απαραίτητη η διεξαγωγή κάθε δίκης κατά τη διάρκεια της ημέρας και ένας κλητήρας έπρεπε να ανακοινώσει στην πόλη πως ο κατηγορούμενος βρίσκεται στο εδώλιο με μια συγκεκριμένη κατηγορία, και με αυτόν τον τρόπο να προσέλθουν στη δίκη τυχόν μάρτυρες προς υπεράσπιση του κατηγορουμένου, με την απαραίτητη προϋπόθεση η δίκη να διεξαχθεί σε συγκεκριμένη μέρα και ώρα. Σε καμία περίπτωση δε γινόταν να ολοκληρωθεί η διαδικασία εντός μίας μόνο ημέρας.
Έπειτα λοιπόν από μία σύντομη επισκόπηση του δικαϊκού συστήματος που ίσχυε εκείνη την εποχή, σκόπιμο θα ήταν να προβούμε στην υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων της δίκης του Ιησού στους προαναφερθέντες κανόνες. Ακολουθήθηκε άραγε η ορθή διαδικασία;
Χαρακτηριστικό αποτελεί το γεγονός πως ο Ιησούς συνελήφθη κατά τη διάρκεια της νύχτας, και όχι την ημέρα, όπως όριζαν οι αντίστοιχοι κανόνες. Συγκεκριμένα, συνελήφθη μετά την προσευχή του στη Γεθσημανή από πλήθος ανθρώπων ανάμεσα στους οποίους βρισκόταν ο μαθητής Του, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης. Ο Ιησούς Χριστός με τη διδασκαλία και τα κηρύγματά Του αποτελούσε μια όαση για το λαό, ένα φως σωτηρίας, και σε περίπτωση που συλλαμβανόταν κατά τη διάρκεια της ημέρας, τότε αυτό κατά πάσα πιθανότητα θα προκαλούσε υπέρμετρες αντιδράσεις από το πλήθος. Για αυτόν λοιπόν τον λόγο τα μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου αποφάσισαν η σύλληψή Του να γίνει στο σκοτάδι.
Από την παράνομη σύλληψη λοιπόν του Θεανθρώπου περνούμε στην μεταφορά του ενώπιον του αρχιερέα Καϊάφα. Αξίζει να σημειωθεί πως οδηγήθηκε πρώτα ενώπιον του Άννα (πεθερού του Καϊάφα και παλαιού αρχιερέως), ο οποίος τον ανέκρινε δίχως την απαραίτητη εξουσία. Οι μαρτυρίες οι οποίες ταυτόχρονα έκαναν την εμφάνισή τους σίγουρα δεν ήταν αρκετές για να οδηγήσουν στην καταδίκη του Ιησού, καθώς δεν ήταν παρά αντιφατικές μεταξύ τους, αόριστες και, όπως απεδείχθη, κάλπικες. Όταν ξαφνικά εμφανίσθηκαν ορισμένοι που ισχυρίζονταν ότι ο Ιησούς είχε πει πως μπορεί να γκρεμίσει το ναό του Θεού και μέσα σε τρεις μέρες να τον ξαναχτίσει, τότε ο Καϊάφας ζήτησε από τον Χριστό να τοποθετηθεί επί του θέματος, Εκείνος προτίμησε τη σιωπή, μέχρι που ερωτήθη εάν είναι ο Υιός του Θεού, που απάντησε καταφατικά, γεγονός που έκανε τον Καϊάφα να διαρρήξει τα ιμάτιά του και το Μεγάλο Συνέδριο αποφάσισε αμέσως πως ο Ιησούς είναι ένοχος.
Η εξουσία για την επιβολή της θανατικής ποινής όμως δεν ανήκε στο Μεγάλο Συνέδριο, αλλά στους Ρωμαίους. Επομένως, ο Ιησούς παρεπέμφθη στον Πόντιο Πιλάτο, ο οποίος ήταν ο Ρωμαίος διοικητής της Ιουδαίας. Ο Πιλάτος δεν πίστευε ότι θεμελιωνόταν επαρκές κατηγορητήριο για τον Ιησού, όμως αποφάσισε να εφαρμόσει το πασχαλινό έθιμο να απελευθερώσει το φυλακισμένο που θα του ζητούσε ο λαός, καλώντας τον να επιλέξει ανάμεσα στον Ιησού και στο Βαρραβά, με αποτέλεσμα να καταδικασθεί ο Ιησούς σε σταύρωση και ο Βαραββάς να ελευθερωθεί. Η σταύρωση ήταν ρωμαϊκός τρόπος θανάτωσης των καταδικασθέντων σε θανατική ποινή, εν αντιθέσει με το εβραϊκό δίκαιο, σύμφωνα με το οποίο οι καταδικασθέντες θανατώνονταν συνήθως με λιθοβολισμό.
Είναι εξόφθαλμο το ότι καμία κατηγορία δεν μπορούσε να θεμελιώσει ένα «αξιοπρεπές» και νομικά ορθό κατηγορητήριο έναντι του Ιησού. Η σύλληψή Του βρισκόταν σε άμεση συνάρτηση με τη διδασκαλία Του και τη θέση σε κίνδυνο της εξουσίας των αρχιερέων, γεγονός που θα μπορούσε να επιφέρει και την επέμβαση της Ρώμης προκειμένου να αποκατασταθεί το status quo. Η σύλληψή Του έγινε από όχλο, ούτε καν από οργανωμένη φρουρά, κατά τη διάρκεια μάλιστα της νύχτας, γεγονότα που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη δικονομικά προβλεπόμενη διαδικασία. Παράλληλα, και ο χρόνος, αλλά και ο τόπος ήταν αντίθετοι με τις αρχές στις οποίες θεμελιωνόταν το Εβραϊκό Δίκαιο. Η δίκη διεξήχθη, παρανόμως, μέσα σε μόνο μία ημέρα, δίχως να προηγηθεί δημόσια ανακοίνωσή της. Δε διεξήχθη στον τόπο σύγκλησης του Μεγάλου Συνεδρίου, αλλά στο παλάτι του Καϊάφα. Οι μαρτυρίες, όπως έχει ήδη προαναφερθεί, ήταν εντελώς αντιφατικές και δεν επετράπη καμία απόπειρα υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Ταυτόχρονα, ενώ στη δίκη ενώπιον του Μεγάλου Συνεδρίου η κατηγορία έναντι του Ιησού ήταν εκείνη της βλασφημίας, ενώπιον του Ποντίου Πιλάτου η κατηγορία μετεβλήθη και μετουσιώθηκε σε εκείνη της προδοσίας έναντι της Ρώμης, πρόκλησης αναταραχής στο λαό και προσβολής του προσώπου του αυτοκράτορα.
Έπειτα λοιπόν από όλες αυτές τις παρατηρήσεις δε χωρεί αμφιβολία πως η ποινική διαδικασία που ακολουθήθηκε στην περίπτωση του Ιησού Χριστού ήταν από την αρχή έως το τέλος εντελώς παράνομη, δίχως να λαμβάνονται υπόψη οι θεμελιώδεις κανόνες που βρίσκονταν σε ισχύ βάσει του Εβραϊκού και του Ρωμαϊκού Δικαίου.
Αρκεί να έχουμε στο μυαλό μας το παρακάτω σχεδιάγραμμα:
- Οι δίκες γίνονταν πάντα την ημέρα και ποτέ τη νύχτα.
- Οι δίκες πραγματοποιούνταν σε ειδική αίθουσα στο προαύλιο του Ναού.
- Προηγούνταν έγκυρες προανακρίσεις από αρμόδιους ανακριτές.
- Το κατηγορητήριο έπρεπε να είναι συγκεκριμένο.
- Υπήρχε πάντα η δυνατότητα στην αρχή της δίκης να ειπωθεί οτιδήποτε θετικό υπέρ του κατηγορουμένου.
- Ο πρόεδρος του δικαστηρίου δε δικάζει ποτέ όρθιος, αλλά καθήμενος.
- Οι αποφάσεις δε λαμβάνονταν ποτέ εντός μίας μόνο ημέρας.
- Η απόφαση για θανατική ποινή εκδιδόταν υποχρεωτικά την επόμενη μέρα, και όχι την ίδια ημέρα.
- Η εκτέλεση γινόταν το νωρίτερο μια μέρα μετά την έκδοση της απόφασης.
- Δεν επιτρεπόταν η εκτέλεση χωρίς την επικύρωση της θανατικής καταδίκης από τη Ρωμαϊκή αρχή.
Όλα αυτά τα στοιχεία που αντικατοπτρίζουν τους κανόνες οι οποίοι έπρεπε να ακολουθούνται σε κάθε πτυχή της ποινικής διαδικασίας μαρτυρούν το είδος και την ποιότητα της δίκης του Ιησού Χριστού.
Ανεξάρτητα από το θρησκευτικό προσανατολισμό του καθενός από εμάς, είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός πως ο Ιησούς Χριστός ήταν υπαρκτό πρόσωπο και καταδικάσθηκε σε θάνατο με σταύρωση, μετά την παραβίαση όλων των κανόνων, οι οποίοι ενσωματώνονταν στο δίκαιο της εποχής. Για τους Χριστιανούς Ορθοδόξους, όμως, όλα αυτά σημαίνουν κάτι παραπάνω: τη θυσία του Θεανθρώπου για τη σωτηρία όλων μας. Σε κάθε περίπτωση, η Μεγάλη Εβδομάδα είναι βίωμα σίγουρα των Χριστιανών Ορθοδόξων. Πρέπει, όμως, να είναι και ένα μάθημα για όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως. Γιατί ο Ιησούς, ακόμη κι αν δεν είναι ο Υιός του Θεού για ορισμένους, αδιαμφισβήτητα αναγνωρίζεται ως άνθρωπος-«επαναστάτης» που έφερε μια τεράστια αλλαγή στον Κόσμο, που κανένας άλλος δεν είχε -και δεν έχει- φέρει. Ο Ιησούς ενσαρκώνει το βασικό τρίπτυχο για το οποίο θυσιάσθηκε: Αγάπη – Ταπεινότητα – Δικαιοσύνη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ήταν Νόμιμη η Δίκη του Ιησού;, άρθρο του Αχιλλέα K. Αιμιλιανίδης στο dikaiosyni.com, διαθέσιμο εδώ
- Οι δίκες-παρωδία που οδήγησαν τον Ιησού στον Σταυρό, άρθρο του Στυλιανού Σούρλα στο users.sch.gr, διαθέσιμο εδώ