13.7 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
Αρχική1821-2021: 200 Χρόνια Ανεξαρτησίας και ΜνήμηςΗ μάχη της Αράχωβας: Ο Καραϊσκάκης αναζωπυρώνει τον Αγώνα

Η μάχη της Αράχωβας: Ο Καραϊσκάκης αναζωπυρώνει τον Αγώνα


Του Δημήτρη Βασιλειάδη,

Στη διάρκεια του ελληνικού επαναστατικού κινήματος υπήρξαν αρκετοί οπλαρχηγοί, που δεν είχαν ξεκάθαρα συνταχθεί με μία πλευρά, αλλάζοντας συχνά στρατόπεδο. Η τακτική αυτή εφαρμόστηκε κυρίως στη Στερεά Ελλάδα από τους καπεταναίους, τα περίφημα «καπάκια». Από τον παραπάνω γενικό κανόνα δεν αποτέλεσε εξαίρεση ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Οι αδιαμφισβήτητες πολεμικές του ικανότητες τον έκαναν ιδιαίτερα επιθυμητό στο ελληνικό στρατόπεδο. Ωστόσο ο ίδιος, ιδιαίτερα στα πρώτα επαναστατικά έτη, τηρούσε μία εξαιρετικά αμφιταλαντευόμενη στάση, μη διστάζοντας να έρθει σε ένοπλη σύγκρουση με επαναστατικές δυνάμεις.

Η πλήρης προσχώρησή του στην ελληνική πλευρά συνέπεσε με την ταραγμένη περίοδο των εσωτερικών φιλονικιών. Συγκεκριμένα, τα απελευθερωμένα εδάφη μαστίζονταν από τους εμφυλίους πολέμους και την έντονη πίεση που ασκούσαν τα οθωμανικά και αιγυπτιακά στρατεύματα. Σ’ αυτούς τους χαλεπούς καιρούς, οι δράσεις του Καραϊσκάκη λειτούργησαν ως βαλβίδες εκτόνωσης της παραπάνω πίεσης. Μία από αυτές τις επιχειρήσεις υπήρξε η μάχη της Αράχωβας. Προτού, όμως, σχολιαστεί η συγκεκριμένη σύγκρουση δεν πρέπει να λησμονηθούν τα γεγονότα που οδήγησαν σ’ αυτή.

1826. Η επανάσταση στη Ρούμελη αργοπεθαίνει. Η πτώση του Μεσολογγίου, τον Απρίλιο του ίδιου έτους, σηματοδότησε τη λήξη των επαναστατικών ενεργειών στη Δυτική Στερεά Ελλάδα. Μετά το Μεσολόγγι, επόμενος σταθμός του οθωμανικού στρατεύματος υπήρξε η Αθήνα. Οι υπερασπιστές της οχυρώθηκαν στην Ακρόπολη και σύντομα βρέθηκαν σε κατάσταση πολιορκίας από πλήθος οθωμανικών δυνάμεων. Ανάμεσα στους πολιορκημένους βρισκόταν και ο αρχιστράτηγος των επαναστατικών δυνάμεων στην Ανατολική Ελλάδα, Ιωάννης Γκούρας. Μη μπορώντας να συνεχίσει την άσκηση των καθηκόντων του, η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε την αντικατάστασή του από τον εμπειροπόλεμο Καραϊσκάκη.

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Μαρμάρινη προτομή του στο Πεδίον του Άρεως. Έργο του Φωκίωνος Ρωκ. Πηγή εικόνας: flickr.com

Ο νέος αρχηγός των ελληνικών δυνάμεων φτάνει στην Ελευσίνα το καλοκαίρι του 1826. Πρώτος στόχος ήταν η ενίσχυση των πολιορκημένων της Ακρόπολης και η αντιμετώπιση των οθωμανικών στρατευμάτων που βρίσκονταν στην Αττική. Από τον άνωθεν στόχο επετεύχθη μόνο το πρώτο σκέλος. Έπειτα, αποφάσισε τη διεξαγωγή μιας εκστρατείας στη Ρούμελη. Η επιτυχία της νέας κινητοποίησης θα ήταν διπλή. Αφενός, περιοχές που είχαν περιέλθει στην κατοχή των Οθωμανών θα επέστεφαν στο ελληνικό στρατόπεδο και αφετέρου, θα δημιουργούνταν ένας αντιπερισπασμός, ο οποίος θα επέβαλε τη μεταφορά οθωμανικών στρατευμάτων από την περιοχή της Αττικής, ανακουφίζοντας έτσι τους πολιορκημένους στην Ακρόπολη.

Η εκστρατεία ξεκίνησε την 25η Οκτωβρίου. Ο Καραϊσκάκης τέθηκε επικεφαλής ενός σώματος 3.500 ανδρών και κατευθύνθηκε προς την κεντρική Στερεά Ελλάδα. Όπως συνέβη σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις, έτσι και σ’ αυτή δεν έλειψαν οι εσωτερικές προστριβές μεταξύ των ηγετικών μορφών, του Καραϊσκάκη, του Νικηταρά και των Σουλιωτών οπλαρχηγών, όπως του Κίτσου Τζαβέλα και του Νότη Μπότσαρη. Ωστόσο, το χάσμα που προέκυψε γεφυρώθηκε σε μεγάλο βαθμό και οι όποιες διαφορές, κυρίως ανάμεσα σε Καραϊσκάκη και Σουλιώτες, παραμερίστηκαν για το κοινό καλό.

Στο άκουσμα των ελληνικών κινήσεων η αντίδραση των Οθωμανών υπήρξε άμεση. Συγκεκριμένα, ο Κιουταχής έδωσε εντολή στο Μουστάμπεη να αντιμετωπίσει τις επαναστατικές δυνάμεις. Η πρώτη συμπλοκή μεταξύ των δύο στρατευμάτων σημειώθηκε στη Δομβραίνα, χωριό στη νότια πλευρά του σημερινού νομού Βοιωτίας. Ωστόσο, η σύγκρουση ήταν μικρής έκτασης, καθώς τα οθωμανικά στρατεύματα αναγκάστηκαν να αλλάξουν πορεία. Η απόφαση αυτή πάρθηκε εξαιτίας ενός υποστηρικτικού επαναστατικού σώματος, το οποίο δρούσε στα νώτα του οθωμανικού στρατού. Στόχος του ήταν η παρεμπόδιση της τροφοδοσίας των Οθωμανών και η διακοπή της επικοινωνίας Μουστάμπεη-Κιουταχή.

Πορτραίτο του Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά Κιουταχή. Λιθογραφία του Giovanni Boggi. Πηγή εικόνας: wikiwand.com

Έχοντας αποφύγει μία συμπλοκή με τον οθωμανικό στρατό από μειονεκτική θέση, ο Καραϊσκάκης κατευθύνθηκε προς το Δίστομο, όπου και συγκεντρώθηκε το σύνολο του στρατού του. Την ίδια στιγμή ο Μουστάμπεης, έχοντας αντιμετωπίσει επιτυχώς τα προαναφερθέντα προβλήματα βρισκόταν στη Λειβαδιά. Ο επόμενος στόχος των δύο αρχηγών ήταν κοινός: η κατάληψη της Αράχωβας. Η μορφολογία του εδάφους θα τους παρείχε σημαντικό πλεονέκτημα σε μία ενδεχόμενη σύγκρουση, δεδομένο το οποίο είχαν αντιληφθεί και ο δύο επικεφαλείς.

Στον άτυπο αγώνα δρόμου που είχε ξεκινήσει, οι αντίπαλοι τερμάτισαν ταυτόχρονα. Στις 18 Νοεμβρίου έφθασε μία ελληνική δύναμη 500 ανδρών στην περιοχή, υπό τους Γρίβα Γαρδικιώτη, Γεώργιο Βάγια και Μήτρο Βάγια. Είχαν σταλεί από τον Καραϊσκάκη, προκειμένου να εμποδίσουν τους Τούρκους να καταλάβουν την περιοχή. Τη ίδια στιγμή όμως έφτασε και η δύναμη του Μουστάμπεη, με 2.000 επίλεκτους Τουρκαλβανούς και 200 ιππείς. Οι αντίπαλοι κατέλαβαν τις οικίες που βρίσκονταν στην πλευρά από την οποία εισήλθαν, με τους Έλληνες να εισέρχονται σε ισχυρότερα σπίτια, ενώ κατέλαβαν και την εκκλησία. Στη σύγκρουση που ακολούθησε, η οποία ήταν αμφίρροπη, τη λύση έδωσε ο Καραϊσκάκης ο οποίος, ακούγοντας τον αχό της μάχης, έσπευσε με το σύνολο του στρατού και ανάγκασε σε υποχώρηση τους επιτιθέμενους.

Παρά την αρχική τους ήττα, οι Οθωμανοί δε σκόπευαν να παραδώσουν μία τόσο σημαντική τοποθεσία αμαχητί στους Έλληνες. Γι’ αυτόν το λόγο κατέλαβαν ένα ύψωμα πλησίον του ορεινού χωριού, πιστεύοντας ότι θα μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα τους αντιπάλους τους. Ωστόσο, το ίδιο βράδυ οι καιρικές συνθήκες μεταβλήθηκαν προς το χειρότερο. Με τα νέα δεδομένα, οι Έλληνες στρατιώτες μπορούσαν να βρουν καταφύγιο στις οικίες της Αράχωβας. Δεν ίσχυε όμως το ίδιο και για τα οθωμανικά στρατεύματα, τα οποία ήταν αναγκασμένα να κατασκηνώσουν στην ύπαιθρο, σε δύσκολες συνθήκες διαβίωσης.

Ο Καραϊσκάκης καταστρέφει τους Τούρκους στην Αράχωβα. Επιχρωματισμένη Λιθογραφία. Έργο του Peter von Hess. Πηγή εικόνας: gr.pinterest.com

Ο Μουστάμπεης επέλεξε να μην υποχωρήσει, έχοντας πίστη στους στρατιώτες του και αρκέστηκε στην έκκληση ενισχύσεων από τον Κιουταχή. Ο τελευταίος απέστειλε μία δύναμη 800 ανδρών. Η κίνηση αυτή έγινε αντιληπτή από τον Καραϊσκάκη και για ακόμα μία φορά έδρασε γρήγορα και αποφασιστικά. Συγκεκριμένα, τοποθέτησε ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, υπό το Λάμπρο Βέικο, το Γεώργιο Τζαβέλα, το Δημοτσέλιο και άλλους, στην τοποθεσία Ζεμενό, η οποία συνέδεε τη Λειβαδιά με την Αράχωβα. Τη στιγμή που διέρχονταν οι Οθωμανοί στρατιώτες, δέχτηκαν πλαγιομετωπική επίθεση από τους επαναστάτες και αιφνιδιάστηκαν. Το αποτέλεσμα ήταν αποκαρδιωτικό για τους Οθωμανούς. Τα θύματά τους ξεπέρασαν τους 100 άνδρες και οι πιθανότητες ενίσχυσης του Μουστάμπεη εξανεμίστηκαν.

Ο τελευταίος συνέχισε να βρίσκεται εκτεθειμένος σε ακραίες καιρικές συνθήκες και να μάχεται μαζί με το στράτευμά του. Αντιλαμβανόμενος ότι δε γινόταν να επικρατήσει των επαναστατικών δυνάμεων, ξεκίνησε διαπραγματευτικές συνομιλίες μαζί τους. Συγκεκριμένα, οι εγκλωβισμένοι πρότειναν στους Έλληνες να τους αφήσουν να φύγουν, με αντάλλαγμα τα ζώα που είχαν μαζί τους, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος των αποσκευών τους. Οι Έλληνες αντιπρότειναν να τους δώσουν ότι είχαν από αποσκευές και όπλα και να τους παραδώσουν τα Σάλωνα και τη Λιβαδειά.

Θεωρώντας τους όρους εξωφρενικούς, οι Τούρκοι τους απέρριψαν και οι συζητήσεις ναυάγησαν. Οι διαπραγματεύσεις επαναλήφθηκαν, αυτή τη φορά με την αποστολή, από τους Τούρκους, ενός προκρίτου, αντιπροσώπου των «προσκυνημένων» στον Κιουταχή. Ο Καραϊσκάκης, ο οποίος τον αναγνώρισε ως έναν από τους κατήγορους στη δίκη του, τον συνέλαβε και επανέλαβε τους όρους που είχε θέσει. Οι Τούρκοι τους απέρριψαν ξανά, με την προσπάθεια αποχώρησης μέσω μιας ηρωικής εξόδου να είναι η μόνη επιλογή.

Ο στρατηγός Δημοτσέλιος. Έργο του Λ. Γρίβα. Πινακοθήκη του Δήμου Μεσολογγίου. Πηγή εικόνας: Κόκκινος (1974)

Το παράτολμο εγχείρημα θα εκτελούνταν το βράδυ της 23ης Νοεμβρίου. Όμως, στη διάρκεια των προετοιμασιών και με τις συγκρούσεις να συνεχίζονται, ο Μουστάμπεης δέχτηκε σοβαρό τραύμα από βολή στο κεφάλι. Προκειμένου να μην πέσει στα χέρια των εχθρών το κεφάλι του,  παρακάλεσε τον αδερφό του Καρυοφίλμπεη να του κόψει το κεφάλι και να το πάρει μαζί του. Ακολούθησαν δύσκολες ώρες στο οθωμανικό στρατόπεδο. Ο Κεχαγιάς του Κιουταχή, ο οποίος βρισκόταν μαζί με το Μουστάμπεη, αποφάσισε να πραγματοποιηθεί η έξοδος. Κάθε ίχνος πειθαρχίας όμως είχε εξαφανιστεί. Η έξοδος δε μπόρεσε να πραγματοποιηθεί μαζικά και συντεταγμένα, με 700 Γκέκηδες να εξέρχονται χωρίς να περιμένουν το υπόλοιπο στράτευμα. Το γεγονός αυτό έκανε το έργο των Ελλήνων ευκολότερο. Όσοι μπόρεσαν να επιβιώσουν από τη σύγκρουση με τους επαναστάτες είχαν να διανύσουν μία τετράωρη διαδρομή μέχρι τη μονή της Ιερουσαλήμ, στη διάρκεια της οποίας πλήθος στρατιωτών έχασε τη ζωή του, εξαιτίας της εξάντλησης από την ασιτία και των ψυχρών θερμοκρασιών, οι οποίες τους είχαν προκαλέσει κρυοπαγήματα.

Οι οθωμανικές απώλειες ήταν συντριπτικές. Από τους συνολικά 2.200 Τούρκους, 200 αιχμαλωτίστηκαν και περίπου 1.500 έχασαν τη ζωή τους, είτε από τα σπαθιά των επαναστατών είτε από τις άσχημες καιρικές συνθήκες, το παχύ χιόνι και τους χιονοστρόβιλους, που γίνονταν στην περιοχή. Αντίθετα, οι επαναστάτες είχαν μόλις 8 νεκρούς και 9 τραυματίες. Για να μνημονεύσει τη σημασία της νίκης, ο Καραϊσκάκης έδωσε εντολή να κατασκευαστεί μία πυραμίδα, που θα αποτελούνταν από 300 κεφάλια των ηττημένων αντιπάλων. Επίσης, τα κεφάλια των αρχηγών τα έστειλε στην Αίγινα, στην κυβέρνηση, ως απόδειξη της νίκης του. Αυτό υπήρξε και το επισφράγισμα μιας καθοριστικής μάχης, η οποία έδωσε παράταση ζωής στο επαναστατικό κίνημα της Ρούμελης και μετέτρεψε τον Καραϊσκάκη σ’ έναν από τους κυριότερους αντιπάλους των Οθωμανών.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Δ. Α. Κόκκινος (1974), Η Ελληνική Επανάστασις Τόμος Ε΄. (6η Έκδ.) Αθήνα:Εκδ. Μέλισσα
  • Σ. Τρικούπης (1853), Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως Τόμος Γ΄ (2η έκδοση) Λονδίνο: Εκ της εν τη Αυλή του Ερυθρού Λέοντος Τυπογραφίας Ταϋλόρου και Φραγκίσκου
  • G. Hertzberg (1916), Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Τόμος Γ΄, Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Δ. Φέξη

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δημήτρης Βασιλειάδης
Δημήτρης Βασιλειάδης
Γεννήθηκε το 2001 στη Θεσσαλονίκη. Βρίσκεται στο τέταρτο έτος των σπουδών του στη σχολή Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Συμμετέχει σε συνέδρια και σεμινάρια που αφορούν το αντικείμενο σπουδών του. Ενδιαφέρεται για τη μελέτη της Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας και την εξωτερική πολιτική των κρατών σε αυτά τα χρόνια.