16.7 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΔιεθνήΗ διαχείριση των ορυκτών καυσίμων στη Ρωσία απο τον Yeltsin έως την...

Η διαχείριση των ορυκτών καυσίμων στη Ρωσία απο τον Yeltsin έως την πρώτη τετραετία Putin


Της Δανάης Λυπιρίδη,

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η απευθείας εκλογή Προέδρου από τον λαό αποτέλεσε το εφαλτήριο μίας νέας πολιτικής εποχής στη Ρωσική Ομοσπονδία. Η ανάδειξη του πρώτου Προέδρου της, Boris Yeltsin, σημάδεψε την αρχή του νέου ρωσικού πολιτικού συστήματος. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας Yeltsin έγινε ανακατανομή της ισχύος ανάμεσα στους διάφορους πολιτικούς παίκτες και έλαβαν χώρα οι διαδικασίες εκείνες που μετέτρεψαν τη Ρωσία σε ένα κράτος με ελεύθερη αγορά και δυτικού τύπου αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Η χώρα, συνεπώς, πέρασε στην φάση ενός «καθεστώτος μετάβασης», το οποίο χαρακτηρίζεται από κοινωνική, πολιτική και οικονομική αστάθεια.

Η αστάθεια που χαρακτήριζε εν γένει το Ρωσικό κράτος εκείνη την περίοδο αντικατοπτριζόταν και στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, η οποία, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, βρισκόταν στο στάδιο της αδυναμίας και της εσωτερικής αναδιάρθρωσης. Υπό την προεδρία του Boris Yeltsin, η Ρωσία είχε περιοριστεί σε ρόλο παρατηρητή. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης επέφερε και την κατάρρευση του μέχρι τότε ισχύοντος διπολικού συστήματος. Ως αποτέλεσμα της συρρίκνωσης της ρωσικής σφαίρας επιρροής, η διεύρυνση της δυτικής σφαίρας επιρροής του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα κράτη του πρώην Ανατολικού Μπλοκ ήταν ραγδαία και σχεδόν απρόσκοπτη από τις απαρχές του 1990 έως και το 2004. Προσπαθώντας να ανοικοδομήσει την οικονομία της, η Ρωσία στράφηκε στην αναστύλωση του ενεργειακού τομέα της, ο οποίος αποτελούσε και την πιο σίγουρη πηγή εσόδων για το κράτος, καθώς η εκμετάλλευση του άφθονου ορυκτού πλούτου της χώρας ήταν, από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, σημαντικός πυλώνας της οικονομικής της δραστηριότητας.

Πηγή εικόνας: Christian Science Monitor.

Εντούτοις, η αναστήλωση του ρωσικού ενεργειακού τομέα ήταν ένα δύσκολο έργο, διότι η πολιτική αστάθεια στην οποία υπέπεσε η Ρωσία μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, είχε επηρεάσει και τον πετρελαϊκό τομέα. Τα εργοστάσια εξόρυξης και παραγωγής φυσικών πόρων ήταν παραμελημένα και οι εργαζόμενοι, οι οποίοι δεν πληρώνονταν, απεργούσαν, διακόπτοντας την παραγωγή και τον εφοδιασμό πετρελαίου σε ολόκληρη τη χώρα. Επιπλέον, πολλοί ενεργειακοί οργανισμοί αυτοανακηρύχθηκαν ως «ανεξάρτητοι» χωρίς να υπόκεινται σε έλεγχο από το κράτος και διάφορες εγκληματικές οργανώσεις επωφελήθηκαν της επικρατούσης αναρχίας, ώστε να καταλάβουν τις υλικοτεχνικές υποδομές, ενώ τεράστιες ποσότητες πετρελαίου κλάπηκαν και πουλήθηκαν παράνομα στο εξωτερικό. Εν μέσω μιας τέτοιας αναστάτωσης, η ρωσική παραγωγή πετρελαίου άρχισε να καταρρέει. Μέσα σε 5 χρόνια, η ρωσική παραγωγή έπεσε κατά σχεδόν 50%, σημειώνοντας απώλεια περισσότερων από 5 εκατομμυρίων βαρελιών την ημέρα.

Αποσκοπώντας στη δημιουργία ενός οικονομικά προσοδοφόρου και αποδοτικού ενεργειακού τομέα, ο Yeltsin προχώρησε στη ραγδαία ιδιωτικοποίηση της ρωσικής πετρελαϊκής βιομηχανίας, δημιουργώντας τις κάθετα ολοκληρωμένες πετρελαϊκές εταιρείες Lukoil, Yukos, Sturgut. Το κράτος θα διατηρούσε σημαντική κυριότητα κατά τη διάρκεια μιας τριετούς μεταβατικής περιόδου, όσο οι νέες πετρελαϊκές επιχειρήσεις θα διεκδικούσαν τον έλεγχο των ημι-ανεξάρτητων μεμονωμένων ομίλων παραγωγής και διυλιστηρίων και θα επανακτούσε τον έλεγχο των πωλήσεων και εξαγωγών πετρελαίου. Αναγνωρίζοντας την ανάγκη του συγκεκριμένου τομέα για επενδύσεις και τεχνολογικό εξοπλισμό και προσδοκώντας ότι θα συμμετείχαν κατά κάποιο σημαντικό βαθμό στην εξόρυξη, άρα και στην εκμετάλλευση του ρωσικού ορυκτού πλούτου, αρκετές δυτικές ενεργειακές εταιρίες δήλωσαν το ενδιαφέρον τους να επενδύσουν στην αναδιάρθρωση του ενεργειακού τομέα της Ρωσίας. Όμως, το ρωσικό κράτος αρνήθηκε να τις αφήσει να έχουν ηγετικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων επί των επενδύσεων αυτών, λόγω της εμπιστοσύνης στα σοβιετικής κατασκευής εργοστάσια και στη ρωσική τεχνογνωσία αναφορικά με την εξόρυξη και εξαγωγή των φυσικών πόρων. Οι δυτικές εταιρείες δεν επιχειρούσαν στα πεδία της Δυτικής Σιβηρίας, όπου υπήρχαν τα σημαντικότερα κοιτάσματα φυσικών πόρων, αλλά στους τομείς όπου υπήρχε μικρή ανάπτυξη και μεγάλες τεχνικές προκλήσεις, αφού είχαν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα όσον αφορά την τεχνολογία και την εκτέλεση σύνθετων έργων.

Την ίδια περίοδο ξεκίνησε και η κυρίως ενεργειακή συνεργασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Ρωσία με τη σύναψη της Συμφωνίας Εταιρικής Σχέσης και Συνεργασίας (ΣΕΣΣ) το 1994. Η συνεργασία που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της ΣΕΣΣ ήταν βασισμένη στη φιλελεύθερη οικονομική προσέγγιση και στόχευε στη δημιουργία περισσότερο οικονομικών και πολιτικών δεσμών μεταξύ της Ε.Ε. και του ρωσικού κράτους. Οι Ευρωπαίοι έβλεπαν τη Ρωσία ως μία αγορά ενέργειας, γι’ αυτό και της ασκούσαν πίεση υπό τη μορφή διαπραγματεύσεων και παραινέσεων, τονίζοντας την υπεροχή του δυτικού οικονομικού φιλελεύθερου μοντέλου σε αντίθεση με το σοβιετικό μοντέλο συγκεντρωτικής οικονομίας, το οποίο την επιβάρυνε με το σημαντικό κόστος από τη διαχείριση των κρατών που είχε υπό την προστασία της. Επομένως, η Ρωσία οδηγήθηκε σε περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεις σημαντικών ενεργειακών εταιρειών, τις οποίες διαχειρίζονταν ορισμένοι Ρώσοι ολιγάρχες, με αποτέλεσμα να ενταθεί η γενικότερη κατάσταση φτώχειας στη χώρα.

Η υπογραφή της Συμφωνίας Εταιρικής Σχέσης και Συνεργασίας (ΣΕΣΣ) το 1994. Πηγή εικόνας: russiaeu.ru

Από το 2000 και μετά, ο Vladimir Putin ανέλαβε την προεδρία της Ρωσικής Ομοσπονδίας και με την άνοδό του βοήθησε στην επανάκτηση του ρωσικού γοήτρου και στην οικονομική επανάκαμψη του ρωσικού κράτους με, εκτός των άλλων, την κρατικοποίηση των ενεργειακών πόρων. Στόχος του ήταν η αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων της Ρωσίας ως γεωπολιτικό εργαλείο και η αύξηση του ρόλου του κράτους στη διαχείρισή τους. Για να επιτύχει τον στόχο, εξασφάλισε τον πλήρη έλεγχο του ενεργειακού τομέα μέσω της εθνικοποίησης αρκετών ιδιωτικών εταιρειών και της χρήσης των απομεινάντων ιδιωτικών ως πρωτοστατών υλοποίησης της εξωτερικής πολιτικής του Κρεμλίνου, επωφελούμενος του υψηλού επίπεδου των διεθνών τιμών του πετρελαίου που επικρατούσε εκείνη την περίοδο.

Οι ενεργειακοί πόροι της Ρωσίας και η πελατειακή της σχέση με την Ε.Ε. τη θέτουν σε θέση υπεροχής, ενώ οι κρίσεις στη Μέση Ανατολή, την καθιστούν ως αξιόπιστο προμηθευτή αναφορικά με την πτυχή της ενεργειακής ασφάλειας. Όπως είχε γράψει ο Putin σε ένα άρθρο του στο St. Petersburg Mining University το 1999, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο ήταν και είναι η κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάκαμψης της Ρωσίας και η πρωταρχική πηγή κυβερνητικών εσόδων. Τα δημογραφικά στοιχεία της χώρας κατέστησαν αυτά τα έσοδα ακόμη πιο κρίσιμα, προκειμένου να ανταποκριθεί το κράτος στις συνταξιοδοτικές ανάγκες ενός γηράσκοντος πληθυσμού. Ωστόσο, η μεγάλη εξάρτηση από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο έχει προκαλέσει ένα γενικότερο εθνικό διάλογο σχετικά με τη μεγάλη εξάρτηση της χώρας από τον ενεργειακό τομέα και την ανάγκη για «εκσυγχρονισμό» του (δηλαδή τη διαφοροποίησή του από τους υδρογονάνθρακες και επένδυση στις ΑΠΕ). Αυτός ο εκσυγχρονισμός φαίνεται να είναι δύσκολο να επιτευχθεί χωρίς ευρείες μεταρρυθμίσεις της οικονομίας και των νομικών και κυβερνητικών θεσμών, μαζί με την καλλιέργεια μίας ενιαίας κουλτούρας επιχειρηματικότητας. Εντούτοις, παρά τη θέληση για ενεργειακή «πρόοδο και εκσυγχρονισμό», το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο συνεχίζουν να αποτελούν τη μεγαλύτερη πηγή πλούτου της χώρας, καθώς και ένα πεδίο ανάπτυξης προηγμένων ενεργειακών τεχνολογιών.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ

  • Yergin, Daniel. “The Quest: Energy, Security and the Remaking of the Modern World”, The Penguin Press, New York (2011).

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δανάη Λυπιρίδη
Δανάη Λυπιρίδη
Είναι τελειόφοιτη του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Τα ακαδημαϊκά της ενδιαφέροντα άπτονται θεμάτων άμυνας, ενεργειακής ασφάλειας και διεθνών σχέσεων, ενώ παράλληλα με τη σχολή της σπουδάζει πιάνο σε επίπεδο ανωτέρας στο Ωδείο Αθηνών. Κατέχει επίπεδο C2 στην αγγλική και γαλλική γλώσσα. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ερασιτεχνική κριτική κινηματογράφου, το κλασσικό μπαλέτο και το χειμερινό σκι.