Της Κωνσταντίνας Κασούμη,
Αδιαμφισβήτητα, βρισκόμαστε ενώπιον μιας πρωτοφανούς υγειονομικής κρίσης. Η πανδημία του κορωνοϊού αποτελεί την καλύτερη υπόθεση εργασίας, προκειμένου να αναδειχθεί το δημόσιο συμφέρον της υγείας. Ωστόσο, το δημόσιο συμφέρον της υγείας δεν τίθεται εν κενώ δικαίου, αλλά αναδεικνύεται ως άξιο προστασίας στο πλαίσιο ήδη συντεταγμένων πολιτειών, όπου προστατεύονται εξίσου με τη δημόσια υγεία και τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών.
Στο όνομα του δημοσίου συμφέροντος της υγείας και με σκοπό τη συνακόλουθη αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού, οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο έχουν προχωρήσει σε περιστολή θεμελιωδών συνταγματικών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Πρόκειται για μία αποψίλωση των ατομικών δικαιωμάτων που συνυφαίνονται με τον σκληρό πυρήνα ανάπτυξης της ανθρώπινης προσωπικότητας και προστατεύονται τόσο από το Σύνταγμα όσο και από διεθνή συμβατικά κείμενα (ΕΣΔΑ, ΧΘΔΕΕ), τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της εθνικής έννομης τάξης σύμφωνα το άρθρο 28 του Συντάγματος. Αξίζει να αναφέρουμε ενδεικτικά το δικαίωμα συμμετοχής στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας, την ελεύθερη κίνηση ή εγκατάσταση στη χώρα, την προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, την ελευθερία της συναθροίσεως, τη θρησκευτική ελευθερία υπό την ειδικότερη έκφανση της ελευθερίας της θρησκευτικής λατρείας και το δικαίωμα στην εργασία.
Είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι τα δικαιώματα δεν είναι απόλυτα και απεριόριστα αλλά μπορούν να περιοριστούν ad hoc σε περίπτωση σύγκρουσης κατ’ εφαρμογήν της αρχής της αναλογικότητας. Τα ατομικά δικαιώματα σαφώς και μπορούν να περιοριστούν για λόγους δημοσίου συμφέροντος, πράγμα που προκύπτει άλλωστε από την επιβαλλόμενη εκ του Συντάγματος υποχρέωση κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης στο άρθρο 25 παρ. 4. Σε μία αντίστροφη θεώρηση του αυτού ζητήματος η προστασία της δημόσιας υγείας δεν είναι μόνο ατομική υποχρέωση των πολιτών στο πλαίσιο του χρέους εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης αλλά και υποχρέωση του κράτους, όπως αυτό προκύπτει από το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος και το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ για την προστασία της ζωής γενικότερα και την προστασία της υγείας ειδικότερα.
Στο debate ανάμεσα στο Habermas και στον Guenther που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Die Zeit την 7η Μαΐου 2020 με τίτλο “Habermas: What concerns me is how even lawyers are now relativizing the right to life. Guenther: No constitutional right is boundless. They can collide with each other.” Τίθεται το ζήτημα της σύγκρουσης των ατομικών δικαιωμάτων με το δημόσιο συμφέρον της υγείας. «Τι μετράει περισσότερο στον αγώνα κατά της πανδημίας; Το δικαίωμα στη ζωή ή το δικαίωμα στην ελευθερία;» Σε ελεύθερη μετάφραση, ο Guenther επισημαίνει ότι «η ανάγκη εξισορρόπησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων προκύπτει από το γεγονός ότι υπάρχουν περισσότερα από ένα θεμελιώδη δικαιώματα και κανένα θεμελιώδες δικαίωμα δεν είναι απόλυτο. Μπορούν να συγκρούονται μεταξύ τους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα πιο θεμελιώδη δικαιώματα (όπως το δικαίωμα στη ζωή και στην ελευθερία) μπορούν να περιορίζονται από τους νόμους, όχι μόνο για να αποτραπούν προβλέψιμες συγκρούσεις αλλά και για να επιτευχθούν άλλοι συνταγματικοί σκοποί. Ωστόσο, η στάθμιση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα δικαιώματα όπως είναι η ζωή και η υγεία αφενός και η ελευθερία αφετέρου, προλογίζεται από κάτι άλλο, από μία αξιολόγηση της καταλληλότητας της παρέμβασης στα ατομικά δικαιώματα. Η κεντρική ιδέα της αρχής της αναλογικότητας είναι ότι το κράτος δεν μπορεί αυθαίρετα και όχι περισσότερο απ’ όσο είναι απολύτως αναγκαίο, να περιορίζει συνταγματικά δικαιώματα με σκοπό τη διατήρηση του εσωτερικού του χαρακτήρα.»
Ο Guenther παρατηρεί πολύ εύστοχα ότι «η παρούσα κρίση καθιστά δύσκολη την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, γιατί δεν πρόκειται για την προστασία της ζωής με μία κατανοητή έννοια, αλλά για τη διατήρηση μιας επίπεδης επιδημιολογικής καμπύλης με σκοπό τη μείωση του δείκτη θετικότητας της μόλυνσης από τον ιό κάτω από το 1. Αυτό γίνεται για να εξασφαλίσουμε ότι το δημόσιο σύστημα υγείας θα ανταποκριθεί επαρκώς με τις υπάρχουσες δυνάμεις του και δε θα βρεθεί αντιμέτωπο με το τραγικό δίλημμα επιλογής του ποιοι θα ζήσουν και ποιοι θα πεθάνουν, γεγονός το οποίο είναι φυσικά ένας θεμιτός συνταγματικός σκοπός. Το δικαίωμα στη ζωή στην αρχική του έκφανση ήταν ένα αμυντικό δικαίωμα, μια αμυντική αξίωση κατά του κράτους, το οποίο συχνά χρησιμοποιούσε βία για να εισβάλλει αυθαίρετα στις ζωές των ανθρώπων. Τα πρώτα χρόνια, από την άλλη πλευρά, ο θάνατος ως αποτέλεσμα ασθένειας ήταν κομμάτι του παγκόσμιου κινδύνου του να ζεις, ο οποίος εξαιρετικά σπάνια μπορούσε να αποφευχθεί ή να μειωθεί. Μόνο τα τελευταία χρόνια τα κράτη έχουν ένα εξαιρετικά σύνθετο και δαπανηρό σύστημα ιατρικής περίθαλψης και το ερώτημα που προκύπτει δεν είναι εάν πρέπει να παρέμβει το κράτος αλλά τι και πόσα πράγματα πρέπει αυτό να κάνει για να αποτρέψει ή να περιορίσει ασθένειες που είναι απειλητικές για την ανθρώπινη ζωή. Υπάρχει, λοιπόν, μια εξίσου σημαντική θεώρηση του δικαιώματος στη ζωή. Πρόκειται για την υποχρέωση του κράτους να προστατέψει τη ζωή και την υγεία των πολιτών όχι μόνο από παράνομες επιθέσεις τρίτων μερών, αλλά παρέχοντας αρκετή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Ωστόσο, καμία κοινωνία δεν μπορεί να αφιερώσει όλο της τον πλούτο στο σύστημα υγείας και σε αυτό το σημείο τίθεται το ζήτημα της στάθμισης.»
Ένας κατ’ εξοχήν λόγος δημοσίου συμφέροντος, λοιπόν, που δικαιολογεί τον περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων είναι η δημόσια υγεία. Αφ’ ης στιγμής οι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων επιδιώκουν την επίτευξη ενός δημόσιου σκοπού είναι κατ’ αρχήν θεμιτοί. Μετά τον έλεγχο θεμιτότητας των περιορισμών προβαίνουμε σε έλεγχο αναλογικότητας. Είναι γνωστό ότι τα όρια του περιορισμού των ατομικών δικαιωμάτων προκύπτουν από την αρχή της αναλογικότητας. Αρχικά, ο περιορισμός των ατομικών δικαιωμάτων δεν μπορεί να εξικνείται έως του σημείου να θίγεται ο πυρήνας τους. Ακολούθως, ο περιορισμός πρέπει να είναι πρόσφορος (κατάλληλος), αναγκαίος (ανυπαρξία ηπιότερων σε ένταση, έκταση ή διάρκεια μέτρων) και stricto sensu αναλογικός (τα μειονεκτήματα από τη λήψη του μέτρου να μην υπερσκελίζουν τα πλεονεκτήματα) για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Στο τελευταίο αυτό στάδιο εφαρμόζεται η αρχή της πρακτικής εναρμόνισης και της in concreto στάθμισης.
Ωστόσο, η εν λόγω αρχή δεν εφαρμόζεται αβασάνιστα αλλά πάντα με γνώμονα τη μικρότερη δυνατή επέμβαση στα ατομικά δικαιώματα. Η επιφυλακτική στάση απέναντι στην αρχή της αναλογικότητας υποστηρίχθηκε έντονα από τον αείμνηστο Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Σταύρο Τσακυράκη. Η στάθμιση είναι έννοια προβληματική. Δεν πρόκειται για το τι θέλει ο καθένας αλλά για το τι δικαιούται.
Ο Καθηγητής υποστήριζε ότι η αρχή της αναλογικότητας οδηγεί σε μία σύγκριση, δηλαδή σε μία στάθμιση, η οποία είναι αντίθετη προς την απολυτότητα των δικαιωμάτων. Πράγματι, τέτοιου είδους σταθμίσεις πρέπει να γίνονται με ιδιαίτερη προσοχή και μόνο στο βαθμό που είναι απολύτως αναγκαίες για το συγκερασμό των αντικρουόμενων συμφερόντων των μερών και τη συνακόλουθη επίτευξη της κοινωνικής ειρήνης.
Αντίστοιχη με τη θέση του Τσακυράκη εμφανίζεται η παρατήρηση του Habermas, ο οποίος κάνει μια αναφορά στον Dworkin επαναλαμβάνοντας τα λόγια του: «Τα δικαιώματα δεν είναι “αγαθά” που μπορούν να μετρηθούν με το ζύγι. Ούτε τα δικαιώματα είναι “αξίες” που μπορούν να ιεραρχηθούν σύμφωνα με τις πολιτικές ή πολιτισμικές μας προτιμήσεις. Η απόφαση εάν ένας νόμος θα εφαρμοστεί σε μια συγκεκριμένη υπόθεση επιτρέπει είτε ένα “ναι” είτε ένα “όχι”.»
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Π.Δ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα, 4η έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 2012.
- Τσακυράκης, Σταύρος, «η ελευθερία του λόγου, υπέρτατο δικαίωμα», the books’ journal, διαθέσιμο εδώ
- “Habermas: What concerns me is how even lawyers are now relativizing the to life. Guenther: No constitutional right is boundless. They can collide with each other.”, Die Zeit, 7 Μαΐου 2020.