Της Άννας Αρκούδη,
Μετρώντας μήνες ολόκληρους σε lockdown, η ζωή μας έχει μπει σε ολότελα νέους ρυθμούς και συνήθειες. Οι ώρες που περνάμε στο σπίτι είναι πολύ περισσότερες και οι έξοδοί μας έχουν αποκτήσει νέο χαρακτήρα, καθώς περιορίζονται σε αμέτρητες βόλτες με φίλους, απλές ενδυματολογικές επιλογές και take away. Τα σαββατοκύριακα με φίλους για ψώνια, φαγητό, καφέ και ποτό στα όμορφα στέκια της πόλης, τα ταξίδια και οι σύντομες εξορμήσεις σε κοντινούς προορισμούς φαντάζουν σενάρια επιστημονικής φαντασίας.
Μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση -τη νέα πραγματικότητα, όπως την αποκαλούν- θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα έξοδά μας έχουν περιοριστεί στα τελείως απαραίτητα. Εύλογος συνειρμός, δεδομένου ότι στην Ελλάδα ένα τεράστιο μέρος των εσόδων μας, το καταναλώνουμε στην κοινωνική ζωή, που καλύπτει ικανοποιητικό κομμάτι των δραστηριοτήτων μας.
Εφόσον, λοιπόν, η κοινωνική ζωή δεν υφίσταται πλέον -τουλάχιστον όχι στη μορφή που γνωρίζαμε- και με τους περισσότερους από τους εργαζόμενους να βλέπουν τα έσοδά τους να παίρνουν κατιούσα πορεία, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως οι αγορές την περίοδο της πανδημίας έχουν περιοριστεί στα εντελώς απαραίτητα. Σωστά; Όχι απαραίτητα.
Στο άκουσμα του lockdown…
Λίγες μόλις ώρες πριν από την έναρξη και των δύο lockdown και την εφαρμογή των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, καταναλωτές έσπευσαν να προμηθευτούν διάφορα είδη, πρώτης ανάγκης και μη, για να μην τους λείψει κάτι την περίοδο που θα ακολουθούσε.
Ωστόσο, τη δεύτερη φορά οι πολίτες ήταν πολύ πιο οργανωμένοι από εκείνη την πρωτόγνωρη κατάσταση που ζήσαμε τον περασμένο Μάρτιο, όπου βλέπαμε τους καταναλωτές να αγοράζουν τρόφιμα, αντισηπτικά, μάσκες και είδη υγιεινής σε υπερβολικές ποσότητες. Το καταναλωτικό «κύμα» δεν φάνηκε να έχει προτίμηση σε κάποια συγκεκριμένα είδη, καθώς οι αγορές κάλυπταν ένα μεγάλο φάσμα προϊόντων, από τρόφιμα και είδη ρουχισμού μέχρι καλλυντικά και βαφές μαλλιών.
Ακόμη, οι υπερμεγέθεις αγορές δεν σταμάτησαν φυσικά με το κλείσιμο της λιανικής. Αντιθέτως, συνεχίστηκαν σε διαδικτυακό περιβάλλον, με τα μαγαζιά -ανεξαρτήτως του μεγέθους της επιχείρησης- να είναι πλέον πλήρως οργανωμένα και έτοιμα να υποδεχτούν το online shopping των καταναλωτών.
Τι είναι, όμως, αυτό που κάνει τους ανθρώπους με την ανακοίνωση και μόνο του lockdown να ξεχύνονται στα καταστήματα και να αγοράζουν χρήσιμα και άχρηστα αντικείμενα;
Η ανάγκη να τρέξουμε στα μαγαζιά, λίγο πριν αυτά κλείσουν αλλά και σε όσα μαγαζιά παραμένουν ανοιχτά την περίοδο του εγκλεισμού, μοιάζει ως φυσική αντίδραση στον κίνδυνο απώλειας της κοινωνικής μας ζωής. Η κοινωνική ζωή, άλλωστε, είναι συνδεδεμένη με την κατανάλωση, την κίνηση στους δρόμους, την ύπαρξη άλλων ανθρώπων γύρω μας. Με την ιδέα και μόνο πως πρόκειται να στερηθούμε την κοινωνική ζωή, βρίσκουμε ένα πλήθος δικαιολογιών ώστε να βρεθούμε έστω και για λίγο σε έναν κοινωνικό τόπο συνάντησης και αλληλεπίδρασης με άλλους.
Παράλληλα, εν μέσω καραντίνας, παρατηρούμε τις πωλήσεις των βασικών καταναλωτικών αγαθών, όπως τα τρόφιμα, να εκτοξεύονται στα ύψη. Έτσι, οι άνθρωποι αγοράζουν, καταναλώνουν και συσσωρεύουν μεγαλύτερες ποσότητες τροφίμων από ότι συνήθιζαν στο παρελθόν. Αν αναλογιστούμε την πυραμίδα των ανθρώπινων αναγκών του Maslow, στη βάση της οποίας βρίσκεται η ανάγκη των ανθρώπων για τροφή, καταλαβαίνουμε και την πρωτόγονη σύνδεση της σίτισης με την επιβίωση. Έτσι, σε κάποιου είδους απειλές που βιώνουν οι άνθρωποι, όπως απειλή πολέμου, αρρώστιας, φυσικών καταστροφών, τείνουν να συγκεντρώνουν βασικά καταναλωτικά αγαθά, μειώνοντας με αυτόν τον τρόπο και το άγχος τους απέναντι στην απειλή της ζωής τους.
Οι διαδικτυακές αγορές
Εκτός, όμως, από την κατανάλωση των βασικών αγαθών, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η άνοδος της κατανάλωσης προσωπικών προϊόντων που έχουν σχέση με την κοινωνική ζωή των ατόμων, όπως τα καλλυντικά, τα προϊόντα ένδυσης, υπόδησης κτλ. μέσω του online shopping. Αυτό, αρχικά, μπορεί να φαίνεται περίεργο και αντίθετο με τις συνθήκες της καραντίνας. Η κοινή λογική θα έλεγε πως θα ήταν σχεδόν άχρηστη η αγορά τέτοιων προϊόντων. Από την άλλη, ωστόσο, αποκαλύπτει και την ανάγκη των ανθρώπων να «κρατηθούν» με κάθε τρόπο στη ζωή, να συνεχίσουν δηλαδή να κάνουν όσα έκαναν και πριν. Η αγορά αγαθών για τον εαυτό τους είναι κάτι που τους κάνει να αισθάνονται πως η ζωή τους συνεχίζεται, έστω και με έναν διαφορετικό τρόπο. Επιπλέον, η κατανάλωση τέτοιων αγαθών δίνει την αίσθηση και την ελπίδα πως η ζωή θα επανέλθει, όπως ήταν πριν, και όλα αυτά που σήμερα αγοράζουν θα τους είναι και πάλι σύντομα χρήσιμα.
Τι είναι αυτό που μας ωθεί στην υπερκατανάλωση;
Η καταναλωτική μανία είναι μια μέθοδος για να υπερβούμε τα ουσιαστικά προβλήματά μας, χρησιμοποιώντας τα υλικά αγαθά σαν υποκατάστατο της βαθύτερης ανάγκης μας για επαφή και επικοινωνία. Κάθε νέα αγορά στη φαντασία του ατόμου λειτουργεί ανακουφιστικά απέναντι στις στρεσογόνες καταστάσεις της καθημερινότητας. Δημιουργεί, επίσης, μια ουτοπική αίσθηση ασφάλειας.
Η καραντίνα ομολογουμένως αποτελεί αγχωτική περίοδο ακόμα και για εκείνους που είναι ψύχραιμοι. Έτσι, η αλόγιστη κατανάλωση έρχεται να απαλύνει ένα εσωτερικό κενό ή μια απειλή που οι άνθρωποι μπορεί να βιώνουν. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κατανάλωση αγαθών είναι σαν να «αγοράζουμε» λίγη ευτυχία. Έτσι, διανύοντας μία τόσο δύσκολη περίοδο, όπως αυτή της πανδημίας, όπου λίγα πράγματα έχουν απομείνει για να μας ευχαριστούν, είναι φυσικό επόμενο να στραφούμε σε δραστηριότητες που μπορούν να μας δώσουν, έστω και πρόσκαιρα, ευχαρίστηση.
Αν, λοιπόν, οι αγορές εν μέσω πανδημίας ακόμα και κάποιων αγαθών δευτερευούσης ανάγκης σας κάνουν να αισθάνεστε καλύτερα, τότε δεν χρειάζεται να ντρέπεστε και να αισθάνεστε άσχημα. Φυσικά, αυτό δεν πρέπει να αποτελέσει δικαιολογία που θα σας οδηγήσει σε αλόγιστες και εμμονικές συμπεριφορές τύπου «καταναλώνω, άρα υπάρχω».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Γιατί οι άνθρωποι καταναλώνουν, ίσως ακόμη και περισσότερο, όταν βρίσκονται σε καραντίνα;, psychologynow.gr, διαθέσιμο εδώ
- Lockdown και μανία αγορών – Πώς λειτουργεί ο καταναλωτισμός, naftemporiki.gr, διαθέσιμο εδώ