Της Μαρίας Χονδρονάσιου,
Η υπόθεση Ιράν-Κόντρας ή αλλιώς σκάνδαλο Irangate -ως αντιπαραβολή στο σκάνδαλο Watergate- αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στην αμερικανική πολιτική κατά τον 20ο αιώνα. Έλαβε χώρα την περίοδο 1985-1987 και στοίχησε στον τότε Πρόεδρο Reagan σημαντικό μέρος της λαϊκής υποστήριξης. Πρόκειται για την πώληση όπλων στο Ιράν και τη χρηματοδότηση της δεξιάς επαναστατικής παραστρατιωτικής οργάνωσης, των contras της Νικαράγουα. Οι contras μάχονταν εναντίον του Μετώπου Εθνικής Απελευθέρωσης Sandinistas, του σοσιαλιστικού πολιτικού κόμματος της Νικαράγουα, το οποίο σήμερα είναι το κυβερνόν και από τα πιο δημοφιλή κόμματα, με ηγέτη τον Daniel Ortega. Οι υποστηριζόμενοι από την Αμερική contras είχαν ως στόχο την πάταξη του κομμουνισμού στην Νικαράγουα και, μιας και εκείνη την περίοδο μαινόταν ο Ψυχρός Πόλεμος, μοιράζονταν κοινό όραμα με τον Αμερικανό Πρόεδρο.
Κατά τη δεκαετία του ‘80, στη Μέση Ανατολή, λάμβαναν χώρα αιματηρές συρράξεις ανάμεσα στο Ιράν και το Ιράκ. Την ίδια στιγμή, τρομοκράτες της Hezbollah, υποστηριζόμενοι από το Ιράν, κρατούσαν αιχμάλωτους 7 Αμερικανούς διπλωμάτες και συνεργάτες των Η.Π.Α. στον Λίβανο. Ο Reagan απαίτησε από τους συμβούλους του να βρουν οπωσδήποτε τρόπο να απελευθερώσουν τους αιχμαλώτους. Έτσι, το 1985 ο τότε Σύμβουλος της Εθνικής Ασφάλειας των Η.Π.Α., Robert McFarlane, ενημέρωσε τον Πρόεδρο, πως το Ιράν είχε προσεγγίσει την Αμερική, στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει όπλα με αντάλλαγμα τους αιχμαλώτους. Βέβαια, κάτι τέτοιο ήταν τυπικά αδύνατο, μιας και εκείνη την εποχή οι Η.Π.Α. είχαν επιβάλλει εμπορικό εμπάργκο στο Ιράν και η πώληση όπλων ήταν απαγορευμένη. Παρόλα αυτά, ο Reagan, με την παρότρυνση πάντα του McFarlane και του τότε διευθυντή της CIA, William Casey, αποφάσισε να εξοπλίσει το Ιράν εναντίον του Ιράκ, με το επιπλέον πλεονέκτημα, πέραν της απελευθέρωσης των αιχμαλώτων και της βελτίωσης των σχέσεων με τον Λίβανο, την εξασφάλιση πόρων, με τους οποίους η CIA θα χρηματοδοτούσε μυστικά τους contras στην Νικαράγουα.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, αφού οι Δημοκρατικοί είχαν αποκτήσει τον έλεγχο του Κογκρέσου, πέρασαν την τροπολογία Boland. Πρόκειται για τρεις νομοθετικές τροποποιήσεις των Η.Π.Α. μεταξύ 1982 και 1984, οι οποίες είχαν στόχο τον περιορισμό της αμερικανικής κυβερνητικής βοήθειας στους contras. Αυτές οι τροποποιήσεις απαγόρευαν στη CIA και στο Υπουργείο Άμυνας να αναμειχθούν στις εσωτερικές υποθέσεις της Νικαράγουα. Οι contras, παρόλο που πραγματοποιούσαν επιθέσεις στους Sandinistas και η συντριβή τους συνέφερε πολύ την αμερικανική κυβέρνηση, εξασφάλισαν τους χρηματικούς τους πόρους μέσω εμπορίου κοκαΐνης. Δεν ήταν, λοιπόν, δυνατό να επέτρεπε το Κογκρέσο τη στήριξη και τη χρηματοδότηση μίας επαναστατικής οργάνωσης που διακινούσε ναρκωτικά, ακόμα και αν μαχόταν με τόσο σθένος ενάντια στον κομμουνισμό. Βέβαια, ο Πρόεδρος Reagan είχε αντίθετη άποψη και αποφάσισε να στηρίξει τους contras παρά το όποιο πολιτικό κόστος. Τους αποκάλεσε, μάλιστα, ως ηθικά ισοδύναμους με τους ιδρυτές της Αμερικής.
Φυσικά, ένα τέτοιο σκάνδαλο δεν θα μπορούσε να μείνει κρυφό για πολύ καιρό. Την αρχή έκανε η λιβανέζικη εφημερίδα Al-Shiraa, με το να φέρει στη δημοσιότητα τη συμφωνία Η.Π.Α.-Ιράν για τα οπλικά συστήματα. Μέχρι τότε, είχαν ήδη πουληθεί 1.500 αμερικανικοί πύραυλοι στο Ιράν έναντι 30 εκατομμυρίων δολαρίων και είχαν απελευθερωθεί 3 κρατούμενοι. Στο μεταξύ, είχε ήδη αρχίσει να διεξάγεται σχετική έρευνα για τη συμφωνία, με ενορχηστρωτή τον Edwin Meese, τότε Υπουργό Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Reagan. Ο Meese ανακάλυψε πως από τα 30 εκατομμύρια δολάρια, που είχε πληρώσει το Ιράν στους Αμερικανούς, τα 18 αγνοούνταν. Τότε, λοιπόν, ο Oliver North, αντισυνταγματάρχης του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας, αποκάλυψε πως τα αγνοούμενα χρήματα από τα όπλα είχαν δοθεί από τον ίδιο στους contras, οι οποίοι με την σειρά τους τα χρησιμοποίησαν, για να εξοπλιστούν. Ο North υποστήριξε, πως είχε πλήρη επίγνωση και ο Ναύαρχος του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας, John Poindexter. Ο αντίκτυπος του σκανδάλου ήταν να διεξαχθεί λεπτομερής έρευνα και να κριθούν ένοχοι οι North, Poindexter και McFarlane μαζί με άλλους 4 αξιωματούχους της CIA και 5 κυβερνητικά στελέχη.
Μπορεί να μην απαγγέλθηκαν ποτέ κατηγορίες στον Reagan, ο αμερικανικός τύπος όμως δεν έπαψε να τον κυνηγά μέχρι το τέλος της προεδρικής θητείας του. Πρόκειται για έναν από τους πιο δημοφιλείς προέδρους των Η.Π.Α., τον οποίο υποστήριζε μέχρι το τέλος της θητείας του το 68% των Αμερικάνων πολιτών. Παρόλα αυτά, όμως, δεν μπόρεσε να περιορίσει το αβυσσαλέο μίσος του για τον κομμουνισμό της Νικαράγουα και παρόλο που είχε δηλώσει δημόσια, πως ποτέ δεν θα διαπραγματευόταν με τρομοκράτες, τον διέψευσαν οι πράξεις του στον εξοπλισμό του Ιράν. Ήταν μεγάλο το πολιτικό κόστος και συνετάραξε την αμερικανική -και όχι μόνο- κοινή γνώμη, άλλα ο Reagan ήταν αποφασισμένος να κάνει θυσίες για την πάταξη του «κόκκινου εχθρού».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Iran-Contra Affair, History, διαθέσιμο εδώ
- The Iran-Contra Affair, PBS, διαθέσιμο εδώ
- What Was the Biggest Political Scandal in American History? 7 Historians Make Their Picks, Time, διαθέσιμο εδώ
- What Was the Iran-Contra Affair?, History, διαθέσιμο εδώ