Της Μαρίλιας Πλατσά,
Ο Willy Brandt, αρχικά Δήμαρχος του Δυτικού Βερολίνου και έπειτα Καγκελάριος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Δυτικής Γερμανίας, διαδραμάτισε καίριο ρόλο στον κατευνασμό των εντάσεων που επικρατούσαν μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Εφάρμοσε πιστά στην εξωτερική πολιτική του το δόγμα του Ostpolitik («νέα ανατολική πολιτική»), διατηρώντας όμως τους συμμαχικούς του δεσμούς με την ισχυρή Αμερική, κατόρθωσε τη βελτίωση των σχέσεων και με τις δύο πλευρές.
Μέχρι το 1969 που αναρριχήθηκε στην εξουσία, οι κυβερνήσεις της Δυτικής Γερμανίας αποδέχονταν ως αποκλειστική νόμιμη κυβέρνηση της Γερμανίας, εκείνη που τοποθετούταν στην πόλη Bonn. Παράλληλα, αρνούνταν να αναγνωρίσουν το κομμουνιστικό καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας, με αποτέλεσμα τη διάρρηξη στις διπλωματικές της σχέσεις με όποια κυβέρνηση προχωρούσε στην αναγνώρισή του. Επρόκειτο για το δόγμα γνωστό ως Hallstein. Ειδικότερα μετά την κατασκευή του Τείχους του Βερολίνου το 1961, η ιδέα της ένωσης εγκαταλείφθηκε και το ζήτημα έπαψε να αποτελεί προτεραιότητα στις διαπραγματεύσεις Ανατολής–Δύσης. Την ίδια περίοδο ο Πρόεδρος της Γαλλίας, Charles de Gaulle, αποφάσισε να προχωρήσει σε μονομερείς διαπραγματεύσεις με τη Σοβιετική Ένωση και να ανεξαρτητοποιηθεί από το μέτωπο των Ηνωμένων Πολιτειών. Όραμά του ήταν οι Σοβιετικοί να αρχίσουν να αντιλαμβάνονται την Ευρώπη ως ανεξάρτητο φορέα πολιτικής και όχι ως πειθήνιο όργανο της υπερδύναμης.

Επόμενο βήμα ήταν η Σοβιετική ηγεσία να αποτραβήξει την εντεινόμενη προσοχή της από την Ανατολική Ευρώπη, δεδομένων και των προβλημάτων που είχαν ανακύψει με την Κίνα. Για να επιτευχθεί το σχέδιο του de Gaulle ήταν -μάλλον- απαραίτητη η συνδρομή της Γερμανίας με την υιοθέτηση παρόμοιας στάσης απέναντι στη Σοβιετική Ένωση. Ο Henry Kissinger που υπηρετούσε την περίοδο αυτή ως Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας υπό την Προεδρία του Nixon, αξιολογεί ως ορθή την τακτική αυτή, ωστόσο, επισημαίνει ότι η Γαλλία υπερεκτίμησε τις δυνάμεις της θεωρώντας ότι θα εκμεταλλευτεί προς όφελός της την πιο ρευστή διεθνή κατάσταση που επικρατούσε. Η Δυτική Γερμανία δεν είχε καμία πρόθεση να διακινδυνεύσει τις μακροχρόνια φιλικές της σχέσεις με την Αμερική, για το λόγο αυτό η πλειοψηφία των Γερμανών ηγετών απέρριψε την ιδέα.
Οι αντιλήψεις και οι στρατηγικές εξωτερικής πολιτικής που ακολούθησε ο Willy Brandt όταν ανέλαβε το ύψιστο αξίωμα αφορμώνταν και εν μέρει αντικατόπτριζαν το σκεπτικό του de Gaulle. Με την εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία του 1968 το όραμα του de Gaulle κατακεραυνώθηκε και τα ηνία ανέλαβε η Γερμανία. Ο Brandt διατύπωσε τη θέση ότι εφόσον οι ενέργειες εκ μέρους της Δύσης με σκοπό την ένωση δεν επιδιώχθηκαν, η πολυπόθητη ενοποίηση έπρεπε να επιτευχθεί μέσω της επαναπροσέγγισης και αποκατάστασης των σχέσεων με τις χώρες του κομμουνιστικού μπλοκ. Προς υλοποίηση του στόχου αυτού, ώθησε τη χώρα του να αναγνωρίσει την Ανατολική Γερμανία, να αποδεχτεί τα σύνορα με την Πολωνία (τη γραμμή Oder–Neisse) και εν τέλει να εντείνει τις επαφές με τη Ρωσία. Θεμελιώδης στόχος του Brandt ήταν η Σοβιετική Ένωση να προσεγγίσει ευνοϊκότερα το ζήτημα της επανένωσης, λαμβανομένου ακόμα υπόψη ότι οι διενέξεις ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή είχαν καταπραϋνθεί. Στη χειρότερη περίπτωση θα είχε διασφαλίσει –πιθανόν- βελτιωμένες συνθήκες ζωής για τους πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας.

H κυβέρνηση του Nixon αρχικά αντιμετώπισε με σκεπτικισμό και αμφιβολία αυτό που ο Καγκελάριος αποκαλούσε Ostpolitik. Το αίσθημα φόβου και καχυποψίας πήγαζε από την εύλογη σκέψη ότι τα δύο αντιμαχόμενα Γερμανικά κράτη μπορεί να καταλήγανε σύμμαχοι και να σχεδίαζαν από κοινού ουδέτερο, εθνικιστικό πρόγραμμα. Σύμφωνα με το πολιτικό σύστημα της Δ. Γερμανίας, άπαξ και λάμβανε χώρα η αναγνώριση του καθεστώτος της Ανατολικής Γερμανίας, ήταν τελεσίδικο και ο πρόδρομος της ενοποίησης. Ακόμα, ο Brandt αν και εμφανώς αντιεθνικιστής διατηρούσε σοσιαλιστικά φρονήματα, γεννώντας ανησυχίες στην καπιταλιστική Ευρώπη και Αμερική για τις διαθέσεις του σχετικά με την Κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση. Ο Nixon και οι σύμβουλοί του, όμως, κυρίως έτρεφαν φόβους για την ενότητα της Δύσης. Δικαιολογημένα, καθώς η Γαλλία του de Gaulle ήδη είχε αποσυρθεί από τη Βορειοατλαντική Συμμαχία (ΝΑΤΟ) κλυδωνίζοντας το ενωμένο δυτικό μέτωπο ενάντια της Ρωσίας και είχε θέσει σε εφαρμογή τη δική της πολιτική του «détente» στις σχέσεις της με τη Σοβιετική δύναμη.
Ωστόσο, η αμερικανική κυβέρνηση συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε προσφορότερη εναλλακτική λύση, επομένως η στήριξη στις γερμανικές επιδιώξεις ήταν αδιέξοδος. Τόσο η προσέγγιση του δόγματος Hallstein όσο και η διαχείριση της κρίσης του Βερολίνου από τους συμμάχους είχαν φτάσει στο τέλος των δυνατοτήτων τους. Άλλωστε, οι κατασκευαστές του Τείχους του Βερολίνου ήταν οι ίδιες οι δημοκρατίες, που χρόνια αργότερα εξέταζαν το ίδιο ζήτημα από την αντίστροφη δίχως πρακτικό αποτέλεσμα. Ο Nixon αν και το αποδέχτηκε ως αναγκαίο όρο, διατηρούσε την πεποίθηση ότι ο Brandt δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο συναισθηματικό δεσμό με τη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Ο φόβος του και πάλι επικράτησε: η Γερμανία ήταν η πιο οικονομικά ισχυρή δύναμη στην Ήπειρο, ενώ θρηνούσε παράλληλα την απώλεια σημαντικών εδαφών της. Επομένως αν εκκινούσε εκστρατεία για την ανατροπή του status-quo στην Ευρώπη, απειλούταν η ευημερία όλων. Ήταν υπαρκτός ο κίνδυνος η Δ. Γερμανία να κόψει τους δεσμούς της με το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα με αποτέλεσμα να λειτουργεί ανεξέλεγκτη.
Οι παραπάνω ανησυχίες εν τέλει δεν επιβεβαιώθηκαν. Αντιθέτως, η πολιτική του Ostpolitik οδήγησε σε μία τετραμερή συμφωνία το καλοκαίρι του 1971 η οποία εγγυόταν την ελευθερία του Δυτικού Βερολίνου, καθώς και Δυτική πρόσβαση σε αυτό. Σε διαφορετική περίπτωση, το Δυτικό Βερολίνο θα μετατρεπόταν σε εύκολη λεία για τον Κομμουνισμό. Επιπροσθέτως, συνάφθηκαν αυτοτελείς συμφωνίες φιλίας μεταξύ της Δυτικής Γερμανίας και Πολωνίας, της Ανατολικής Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Στη συμφωνία με την Πολωνία, η Ομοσπονδία αποδέχτηκε τα σύνορα και κατ’ επέκταση οριστικοποίησε την απώλεια εδαφών της, ενώ στο σύμφωνο με τη Ρωσία κεντρικό θέμα αποτέλεσε ο όρος για μη χρήση βίας στις μεταξύ τους σχέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η Δ. Γερμανία ανέπτυξε εμπορικούς δεσμούς με κράτη του ανατολικού μπλοκ.

Ως απόληξη αυτών, οι σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών και Σοβιετικής Ένωσης βελτιώθηκαν με το Ψυχρό Πόλεμο να οδεύει προς το τέλος του. Εξ ορισμού αν οι Σοβιετικοί επιθυμούσαν να αποκομίσουν κέρδη από τη χαλάρωση αυτή των εντάσεων, όφειλαν να συμβάλλουν στη διατήρησή της, δηλαδή στην πολιτική του «détente», το οποίο σήμαινε το μετριασμό της εχθρότητας μεταξύ των αντιμαχόμενων κρατών και τη συγκρατημένη συμπεριφορά στις διπλωματικές τους σχέσεις. Ο Brandt ήταν η κινητήριος δύναμη όλων αυτών των αξιομνημόνευτων συμβάντων. Την καίρια συμβολή του επισφράγισε η απονομή του Βραβείου Ειρήνης Nobel to 1971.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Από την ιστοσελίδα Britannica, στο «Willy Brandt» Διαθέσιμο εδώ
- Από την ιστοσελίδα Britannica, στο «The opening to China and Ostpolitik» του Walter A. McDougall, Διαθέσιμο εδώ
- Henry Kissinger, Diplomacy, New York 1994, σελ. 734–737