Του Άγγελου Μεταλλίδη,
Ο Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς, γνωστός και ως Κιουταχής, ήταν Οθωμανός στρατηγός κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης. Η συμμετοχή του στην καταστολή της Επανάστασης ήταν καθοριστική, καθώς ήδη από την αποστασία των Αγράφων το 1821, όταν ήταν πασάς των Τρικάλων, εκδήλωσε το μαχητικό του μένος. Όταν κατά το 1822, η επανάσταση πήρε πιο σοβαρή τροπή, κατάφερε να νικήσει τους Έλληνες και τους Φιλέλληνες στη μάχη του Πετά. Η τραγική αυτή μάχη έλαβε χώρα, εξαιτίας της δεινής θέσης του Σουλίου και των Σουλιωτών, οι οποίοι ζήτησαν βοήθεια από τους Μαυροκορδάτο και Μπότσαρη.
Μετά από τη μάχη αυτή διορίστηκε αρχηγός των στρατευμάτων στη Ρούμελη και ως το 1823 είχε καταλάβει όλη τη Στερεά Ελλάδα. Στη συνέχεια θα προχωρήσει προς το Μεσολόγγι το οποίο θα πολιορκήσει. Τον Απρίλιο του 1825, ο Κιουταχής εμφανίστηκε έξω από το Μεσολόγγι με περίπου 20.000 άνδρες. Ο οθωμανικός στρατός είχε προσπαθήσει, το 1822, να κάμψει την αντίσταση του Μεσολογγίου, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Στρατηγός στις προηγούμενες πολιορκίες ήταν ο Ομέρ Βρυώνης. Αυτή τη φορά όμως, το αξίωμα και κυρίως η ζωή του Κιουταχή κρίνονταν από την έκβαση της πολιορκίας. Τα λόγια του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ ήταν «Το Μεσολόγγι ή το κεφάλι σου». Για την καλύτερη έκβαση της εκστρατείας και την ενίσχυση του ασκεριού του, ο Ρούμελη βαλεσής πέρασε από τα Ιωάννινα, στρατολογώντας άνδρες και συγκεντρώνοντας εφόδια. Οι Έλληνες από την άλλη, εν μέσω εμφυλίων διενέξεων, κάλεσαν πληθυσμούς από την Αιτωλοακαρνανία και την ευρύτερη περιοχή της Στερεάς Ελλάδας να βοηθήσουν στον αγώνα και τη διάσωση της πόλης. Αρχηγός των οπλών του Μεσολογγίου διορίστηκε ο Νικόλαος Στουρνάρης.
Ο Κιουταχής δε θα ξεκινήσει την πολιορκία αμέσως, αλλά θα ζητήσει μια ενδεχόμενη παράδοση της πόλης χωρίς αίμα. Το Μεσολόγγι θα απορρίψει αυτή την πρόταση και τότε ο Κιουταχής θα ξεκινήσει να πολιορκεί την πόλη από στεριά και θάλασσα. Οι Έλληνες επαναστάτες και κάτοικοι της πόλης αμύνονταν με εξαίρετο θάρρος, με τον Ανδρέα Μιαούλη να αποτελεί μια πραγματική μεγάλη δύναμη στο πλευρό των Ελλήνων. Ο Κιουταχής, αντιλαμβανόμενος ότι η πολιορκία δεν επρόκειτο να τελειώσει εύκολα, ζητά τη βοήθεια του Ιμπραήμ Πασά.
Η συμμαχία Κιουταχή και Ιμπραήμ θα εξαπολύσει μια σειρά φοβερών επιθέσεων, ιδιαίτερα μετά τις 25 Φεβρουαρίου. Η ελληνική πλευρά, παρά την κούραση από τον αποκλεισμό και τις μάχες, και περιμένοντας καιρό ανεφοδιασμό, ο οποίος δεν ερχόταν, δεν έσκυψε το κεφάλι. Οι γενναίοι υπερασπιστές προτίμησαν να πέσουν ηρωικά, πραγματοποιώντας έξοδο, παρά να παραδοθούν. Η έξοδος πραγματοποιήθηκε στις 10 Απρίλιου 1826, με τραγικά αποτελέσματα για τους Έλληνες και μια μεγάλη νίκη για τους Κιουταχή και Ιμπραήμ.
Μετά την έξοδο του Μεσολογγίου, η επανάσταση στη Δυτική Στερεά Ελλάδα έσβησε. Οι περισσότεροι κάτοικοι κατέφυγαν σε αδιάβατες ορεινές περιοχές, προκειμένου να προστατευτούν, ενώ πολλοί καπετάνιοι, όπως ο Μήτσος Κοντογιάννης, ο Κόμνας Τράκας και ο Γιάννης Ρούκης, υποτάχθηκαν στους Τούρκους, με αντάλλαγμα αρματολίκια και άλλες θέσεις. Στη συνέχεια, ο Κιουταχής συνέχισε την επέλασή του στην Ανατολική Στερεά, θέτοντας κάτω από το σπαθί του πολλές περιοχές, όπως η Φωκίδα και η Βοιωτία. Γενναίοι οπλαρχηγοί, όπως ο Γιωργάκης Κουτσονίκας, ο Λάμπρος Βέικος και ο Νότης Μπότσαρης, κράτησαν ζωντανή τη φλόγα τη αντίστασης, ενώ ο Βάσος Μαυροβουνιώτης και ο Νικόλαος Γκριτζιώτης οχυρώθηκαν στην Ελευσίνα.
Στις 28 Απριλίου ο ικανότατος πασάς στρατοπέδευσε στη Θήβα, διαθέτοντας περίπου 8.000 άνδρες, πεζούς και ιππείς, 26 κανόνια και 6 βομβοβόλα. Προελαύνοντας, φρόντισε να εξασφαλίσει τα νότα του, εγκαθιστώντας ισχυρή φρουρά στο Μεσολόγγι, αλλά και σε άλλες περιοχές. Επίσης, φρόντισε να διασφαλίσει την τακτική επικοινωνία με τον Κορινθιακό Κόλπο, απ’ όπου θα παραλάμβανε τα εφόδια του στρατού του, τη Λάρισα κα τη Χαλκίδα. Στην τελευταία μάλιστα διατηρούσε επαφή με τον Ομέρ Πασά της Καρύστου, ο οποίος βοήθησε στη διάδοση του «προσκυνήματος» στις περιοχές γύρω από την Αθήνα, ενώ εισέβαλε με 1.000 ιππείς στην Αθήνα παράλληλα με τον Κιουταχή.
Ο Κιουταχής, κατευθυνόμενος στην Αθήνα, απέφυγε να χτυπηθεί με τα ελληνικά σώματα που έδρευαν γύρω του ή υποχωρούσαν προς την Πελοπόννησο, θέλοντας να κρατήσει τις δυνάμεις του ανέπαφες. Εισερχόμενος στο λεκανοπέδιο της Αττικής, έτυχε σε αρκετές περιπτώσεις θερμής υποδοχής από τους κατοίκους. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην κακομεταχείριση του πληθυσμού και την υπερφορολόγηση του από το Γιάννη Γκούρα, ο οποίος είχε αναλάβει φρούραρχος των Αθηνών. Η εμπροσθοφυλακή του Κιουταχή καταλαμβάνει το Μενίδι και τη Χασιά, στην οποία οι κάτοικοι, στην απελπισία που είχαν περιέλθει από την ασφυκτική πίεση του Γκούρα, δολοφονούν τον έντιμο οπλαρχηγό Μελέτη Βασιλείου.
Αφού κατελήφθησαν τα Σεπόλια, τα Πατήσια και οι Αμπελόκηποι, ο Κιουταχής έφτασε στα Πατήσια, στήνοντας το στρατηγείο του έξω από την Αθήνα. Ξεκάθαρος σκοπός του πλέον ήταν να πολιορκήσει τους επαναστάτες που βρίσκονταν στην Ακρόπολη. Οι έγκλειστοι, έχοντας προβλήματα τόσο επισιτισμού και ανεφοδιασμού όσο και ενότητας, καλούσαν την κυβέρνηση αγωνιωδώς για βοήθεια. Το πυροβολικό του Κιουταχή, οργανωμένο στο «Μνημείο του Φιλοπάππου», όρθωνε ζοφερούς καπνούς στον Αττικό Ουρανό.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Σπ. Τρικούπη (1861) Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως Τόμος Δ΄ (2η Έκδοση) Λονδίνο: Τυπογρ. Ταϋλόρου και Φραγκίσκου
- Γ. Κ. Κορδάτου (1957) Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, Τόμος Β΄ Η Επανάσταση του 1821 Αθήνα: Εκδ. 20ος Αιώνας
- Συλλογικό Έργο (2003) Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000 Τόμος 3 (Επιμ. Β. Παναγιωτόπουλος) Αθήνα: Εκδ. Ελληνικά Γράμματα
- Συλλογικό Έργο (2005) Ιστορία των Ελλήνων, η ελληνική επανάσταση 1821-1827 τομ. 11. Αθήνα: Εκδ. Δομή