Του Γιώργου Πασσά,
Σαν χθες, 23 Απριλίου, μία και πλέον δεκαετία πριν, ο Γιώργος Παπανδρέου από το ακριτικό Καστελόριζο ανακοινώνει την ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με εμπλοκή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το ύψους 13,6% έλλειμα του 2009, απότοκο των εγκληματικών επιλογών, της καταιγίδας προβλημάτων, που κληρονόμησε ο λαός από τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος των προηγούμενων ετών. Τα επόμενα χρόνια θα είναι ένας γολγοθάς για τον ελληνικό λαό, ο οποίος μέχρι και σήμερα καλείται να σηκώσει στις πλάτες του όλες τις προβληματικές αντιλήψεις και τις λανθασμένες αποφάσεις του παρελθόντος, του παρόντος και λογικά και του μέλλοντος. Έντεκα χρόνια δύσκολα, που έγιναν κατά πολύ δυσκολότερα από την ανωριμότητα και την ιδιοτέλεια σύσσωμης της πολιτικής ηγεσίας, που επιδόθηκε σε ένα αέναο γαϊτανάκι αλληλοκατηγοριών και διάσπασης, με κάθε κόμμα εξουσίας να αποσκοπεί στον ίδιο στόχο: τη συσπείρωση των ψηφοφόρων και, μέσω αυτής, την κατάληψη του πρωθυπουργικού θώκου.
Από τις εκλογές της άνοιξης του 2012 και μέχρι την περάτωση του έργου αυτού του μηχανισμού στήριξης, η μαγική στάση-συνταγή για την πολυπόθητη εξουσία ήταν μία: «θα σκίσουμε τα μνημόνια». Μετά την αντιπολίτευση που ασκήθηκε από τη Νέα Δημοκρατία προς την κυβέρνηση Παπανδρέου, μαζί με την ενδοκομματική διάσπαση, με πρωτοστάτη τον Ευάγγελο Βενιζέλο, εκλέγεται το 2012 πρώτο κόμμα η Ν.Δ. και με πρωθυπουργό τον Αντώνη Σαμαρά, συγκυβερνώντας με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. (υπό τον Ευάγγελο Βενιζέλο), κυβέρνηση που εν τέλει καταλήγει για την επόμενη τετραετία να εφαρμόσει προγράμματα λιτότητας βαρύτερα από τα αρχικά, ακολουθώντας κατά γράμμα τις ευρωπαϊκές επιταγές και οδηγώντας, εμμέσως και αμέσως, στην «πρώτη φορά Αριστερά» των ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-ΑΝ.ΕΛ. Φυσικά, η εν λόγω κυβέρνηση βγήκε και εκείνη με αντίστοιχο τρόπο ή και σε ένα ακόμη πιο cult πλαίσιο: «όχι στους «γερμανοτσολιάδες» και «εμείς θα βαράμε το νταούλι και αυτοί (η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι αγορές κ.ο.κ.) θα χορεύουνε». Υιοθετώντας μία στάση «επαναστατική» απέναντι στους εταίρους και δηλώνοντας και αυτή την απέχθειά της προς τα προηγούμενα μνημόνια, η κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-ΑΝ.ΕΛ. φτάνει τις σχέσεις Ε.Ε.–Ελλάδας για πρώτη φορά στο χείλος της ολικής ρήξης. Αποκορύφωμα αυτής της στάσης ήταν το δημοψήφισμα του 2015, με τον συνασπισμό του ΟΧΙ (ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και Χρυσή Αυγή, ενώ το ΚΚΕ τάχθηκε κατά πάντων, τόσο των συμφωνιών όσο και της κυβέρνησης, προωθώντας ευθέως την πολιτική ατζέντα της εξόδου από την Ευρώπη) να υπερισχύει. Η συνέχεια γνωστή: καλοκαιρινές διαπραγματεύσεις ένα βήμα πριν το Grexit και, εν τέλει, υπογραφή συμφωνίας με δυσμενέστερους όρους των αρχικών, και πάλι με όρους μνημονίου.
Φτάνοντας στο σήμερα και ανατρέχοντας στην περασμένη δεκαετία, τα λάθη όλων των κομμάτων (θα έπρεπε να) είναι πασιφανή. Πολλοί κατάφεραν να κυβερνήσουν, εκμεταλλευόμενοι την ταλαιπωρία, την απελπισία και την ανάγκη για ελπίδα των Σισύφων-ψηφοφόρων, δίνοντας αβέρτα υποσχέσεις και καταλήγοντας όχι απλώς να τις αθετήσουν, αλλά να οδηγήσουν τη χώρα σε κάτι πολύ χειρότερο από αυτό που θα μπορούσε να είναι, εάν εξαρχής είχε υπάρξει ένα συνασπισμένο μέτωπο με κοινές, έστω στα βασικά, γραμμές, για την έξοδο από την κρίση. Και αυτό με όλες τις συνεπαγόμενες «παράπλευρες απώλειες», όπως τη στροφή μέρους του κόσμου προς κινήματα ακραία, με το κερασάκι στην τούρτα την εγκαθίδρυση μιας εγκληματικής οργάνωσης, της αντικοινοβουλευτικής Χ.Α., στο ελληνικό κοινοβούλιο.
Προκειμένου να είσαι πράγματι ικανός να κυβερνήσεις, οφείλεις να αντιλαμβάνεσαι δύο πράγματα, πέρα προφανώς από το να διαθέτεις ένα στοιχειώδες πολιτικό όραμα και να προβλέπεις τα δυνητικά αποτελέσματα των πράξεών σου: πρώτον, πως, εφ’ όσον πάντα μιλάμε για ευνομούμενες και πάνω απ’ όλα δημοκρατικές κοινωνίες, ακόμα και στην περίπτωση που έχεις στα χέρια σου το πανίσχυρο όπλο της αυτοδυναμίας, δεν μπορείς να δρας υπηρετώντας κατ’ αποκλειστικότητα τα προσωπικά σου συμφέροντα. Και, δεύτερον, πως, δεδομένου ότι οφείλεις, ως κυβερνών του συνόλου των πολιτών, όχι απλώς να σέβεσαι κάθε διαφορετική άποψη, αλλά να την ενσωματώνεις κατά το δυνατόν στο πολιτικό σου πρόγραμμα, να αισθάνεσαι τη σπουδαιότητα της διαλλακτικότητας και κατ’ επέκταση της συναίνεσης. Πολιτική ηγεσία που στελεχώνεται από κόμματα αρνούμενα κάθε είδους μέση λύση, νομοτελειακά είτε θα καταστήσει τον λαό θεατή ενός αδιάκοπου ξηλώματος, με διαρκώς εναλλασσόμενους κυβερνώντες που θα αναιρούν τα των προηγουμένων με βαρύτατες μακροπρόθεσμες συνέπειες, είτε πάλι θα δημιουργήσει μία ολοένα εντεινόμενη διχόνοια, με επιβλαβέστατες επιπτώσεις τόσο σε βραχυπρόθεσμο, όσο και σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Τις περισσότερες φορές μάλιστα, όπως και στην περίπτωση της Ελλάδας, θα ισχύσουν και τα δύο τινά.
Εύκολα κανείς, δεδομένης της παρούσας πολιτικής πραγματικότητας, θα μπορούσε να πει, πως, μιας και το να ωριμάσει η πολιτική ηγεσία φαντάζει ως το πιο απίθανο σενάριο, η λύση είναι μία: η γέννηση ενός νέου πολιτικού κινήματος, ικανού να απεκδυθεί κάθε ίχνους μικροκομματικού στενομυαλισμού, που θα μπορέσει να αφουγκραστεί αυτό για το οποίο γράφει η Ντίνα Δασκαλοπούλου (με την οποία σε πολλά διαφωνεί ο γράφων, παρ’ όλα αυτά με την κατακλείδα του τελευταίου της άρθρου συμφωνεί απολύτως): «την ανάγκη για ένα νέο γενναίο όραμα, για μια ρωμαλέα ελπίδα, για μια ιδέα που θα μας καρπίσει ξανά». Και ποια πιο σπουδαία ιδέα από την επίτευξη των, τόσο απαξιωμένων πια, μέσων λύσεων, που αποτελούν πάντως μονόδρομο προκειμένου η ελληνική πολιτική να απωλέσει ένα μέρος, έστω, των παθογενειών της; Και πώς αλλιώς θα τεθούν με κοινούς γνώμονες γερά θεμέλια για έναν μεγαλόπνοο, μακροπρόθεσμο σχεδιασμό;
Κανείς δεν υποστηρίζει πως η διαμόρφωση τέτοιων πολιτικών συνθηκών θα είναι εύκολη και, σίγουρα, θέλει πολύ θάρρος, για να παραμερίσεις το εγώ σου, ακόμα και όταν κατά βάθος γνωρίζεις πως τα όσα προωθείς πολιτικά βασίζονται σε αέρα κοπανιστό. Έχει έρθει, όμως, η ώρα να κάνουμε αυτό το οποίο διδάσκουμε στα σχολεία μας και να αναγνωρίσουμε επιτέλους τα κατά κοινή ομολογία λάθη του παρελθόντος. Έντεκα χρόνια μετά, ο στόχος παραμένει ίδιος: «να απελευθερώσουμε τις δυνάμεις του Ελληνισμού, τον κάθε Έλληνα και Ελληνίδα, από αντιλήψεις, πρακτικές και συστήματα που τον εμποδίζουν παντού, εδώ και δεκαετίες. Να δώσουμε οξυγόνο εκεί που υπάρχει ασφυξία, δικαιοσύνη και κανόνες εκεί που υπάρχει αδικία, διαφάνεια εκεί που υπάρχει σκοτάδι».
Όλοι συνομολογούμε πως είναι αναγκαία, πως ποθούμε όσο τίποτα μία αλλαγή, πως επιδίωξή μας είναι να οδηγήσουμε όλοι μαζί αυτήν την ταλαίπωρη χώρα σε ένα καλύτερο αύριο. Μα ήρθε η στιγμή να μην κατατάσσουμε καθετί δύσκολο στην κατηγορία των ανέφικτων και να πούμε το εξής: χρειάζεται τόλμη, ναι, μα εμείς μπορούμε. Και τότε, σε πείσμα όλων, και η δική μας άνοιξη θα έρθει.