Της Αναστασίας Ερνεάνου,
Όπως είναι γνωστό, ο ρόλος και η σημασία της ύπαρξης του Δικαίου, πέρα από το επιστημονικό ενδιαφέρον που προκαλεί, έγκειται ιδίως στο γεγονός ότι αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα της κοινωνικής συμβίωσης. Οι κοινωνοί αναπτύσσουν ελεύθερα την προσωπικότητά τους, -οφείλουν να- αισθάνονται ελεύθεροι να εκφραστούν με κάθε τρόπο. Ένας εξ αυτών αναμφισβήτητα είναι και ο επαγγελματικός και οικονομικός χαρακτήρας. Τα άτομα επιλέγουν με ποιο τρόπο θα εξασφαλίσουν τα προς το ζην, το επάγγελμα που τα ευχαριστεί όσο το δυνατόν περισσότερο. Ωστόσο, αυτή η προστασία δεν μπορεί να εμμένει αποκλειστικά σε ένα θεωρητικό επίπεδο, αποκόπτοντας τον κοινωνικό – συλλογικό χαρακτήρα αυτού του δικαιώματος.
Γι’ αυτόν τον λόγο, το Σύνταγμα, η υπέρτατη πηγή δικαίου στη χώρα μας, στο άρθρο 22 αναφέρει ότι: «Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού. Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας».
Ως προς τη φύση αυτού του δικαιώματος πρέπει να αναφερθεί πως αυτό αποτελεί ένα κοινωνικό δικαίωμα, εξειδίκευση ασφαλώς της αρχής του κράτους δικαίου που δέον είναι να τηρείται στο έπακρο. Τα δικαιώματα αυτά διαθέτουν κανονιστική και δεσμευτική ισχύ η οποία εκδηλώνεται πρωτίστως, με τη μορφή του λεγόμενου «σχετικού κοινωνικού κεκτημένου» υπό την έννοια ότι μπορεί αυτό το δικαίωμα να περιοριστεί ως προς κάποιες πτυχές τους, με την προϋπόθεση πως διατηρείται το συνολικό προστατευτικό αποτέλεσμα. Δεν μπορεί δηλαδή, να ακρωτηριαστεί ολοκληρωτικά το κοινωνικό κεκτημένο για οποιοδήποτε λόγο. Για αυτό εξάλλου, όταν η Διοίκηση ασκεί τα καθήκοντά της με τη μορφή της διακριτικής ευχέρειας δεσμεύεται ωστόσο, από την ανάγκη προστασίας αυτών των κοινωνικών κεκτημένων εξαιτίας της σπουδαιότητας τους για την ευημερία της ατομικής και κατ’επέκταση, της κοινωνικής ζωής. Επιπλέον, ιδιαίτερα σημαντική καθίσταται η αρχή της πρακτικής εναρμόνισης που απορρέει από το φαινόμενο της σύγκρουσης των δικαιωμάτων. Αυτό σημαίνει ότι τόσο ο νομοθέτης όσο και η Διοίκηση οφείλουν σε περίπτωση σύγκρουσης ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, να ακολουθούν την πρακτική εναρμόνιση ούτως ώστε να τηρηθεί το κατάλληλο μέτρο κατά τον περιορισμό κάποιου δικαιώματος εξ αυτών.
Εφαρμόζοντας τα παραπάνω ειδικά στο δικαίωμα στην εργασία, γίνεται δεκτό πως αυτό μπορεί να αποτελέσει συνταγματικό έρεισμα για τον περιορισμό κάποιου άλλου δικαιώματος κατ’επιταγή της αρχή της πρακτικής εναρμόνισης. Για παράδειγμα, γίνεται δεκτό πως μπορεί να περιοριστεί το ατομικό δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, όπως η οικονομική ελευθερία ή η επιχειρηματική πρωτοβουλία. Έτσι, νόμιμα μπορούν να τεθούν περιορισμοί στον εργοδότη π.χ απαγορεύοντας τις ομαδικές απολύσεις εργαζομένων ή από την άλλη, καθιστώντας αναγκαστική την πρόσληψη εργαζομένων -ιδίως των προσώπων του άρθρου 21 παρ.2 του Σ- λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη τις ανάγκες και τις δυνατότητες της επιχείρησης. Άλλωστε, ακόμα και η επιβολή με αναγκαστικούς κανόνες δικαίου, ρυθμίσεων για τη διασφάλιση υγιεινών και ασφαλών συνθηκών εργασίας, λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 22 παρ.1 αναφορικά με την «ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού».
Ακόμα, το κοινωνικό αυτό δικαίωμα μπορεί να αποτελέσει κριτήριο ερμηνείας των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας. Λόγου χάριν, η εργατική νομοθεσία προβλέπει τη δυνατότητα καταγγελίας της σύμβασης υπό ειδικές προϋποθέσεις και περιστάσεις, όπως η προθεσμία και η καταβολή αποζημίωσης στο απολυτέο πρόσωπο. Η πρόβλεψη αυτή ασφαλώς, βρίσκει έρεισμα στις συνταγματικές επιταγές που προβλέπουν την προστασία του εργαζόμενου πληθυσμού από αυθαίρετες αποφάσεις του εργοδότη, ενός ατόμου που βρίσκεται σε θέση ισχύος έναντι του εργαζόμενου προσώπου. Επιπλέον, ο εργοδότης υποχρεούται να προβεί στην ορθότερη επιλογή του απολυτέου ατόμου, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιότητες καθενός και τις ισχύουσες περιστάσεις.
Φορείς του δικαιώματος για εξεύρεση εργασίας είναι οι Έλληνες πολίτες, ενώ όσον αφορά τη βελτίωση των συνθηκών, φορείς είναι όλα τα εργαζόμενα άτομα ανεξαιρέτως. Διχογνωμία επικρατεί όσον αφορά την κατηγορία των εργαζομένων που ανήκουν στη ρύθμιση αυτή. Συγκεκριμένα, γίνεται δεκτό πως αναμφισβήτητα τα πρόσωπα που συνδέονται με ιδιωτικού δικαίου σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Αμφιβολία υπάρχει ως προς τους ελεύθερους επαγγελματίες, όπως η άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων. Ορθότερο κρίνεται να συμπεριληφθεί και αυτή η κατηγορία εργαζομένων, καθώς αποτελεί κλάδο που αντιμετωπίζει σημαντικά ζητήματα προστασίας.
Αποδέκτης είναι η κρατική εξουσία. Η νομολογία είναι αρνητική όσον αφορά την επέκταση της ισχύος και έναντι των εργοδοτών. Ωστόσο, η τάση της νομολογίας για την ερμηνεία των διατάξεων περί καταγγελίας της σύμβασης ιδιωτικού δικαίου κατά τις επιταγές του άρθρου 22 του Συντάγματος, μπορεί να εκληφθεί ως μια μορφή «έμμεσης τριτενέργειας».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Χρυσόγονος – Βλαχόπουλος
- Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Ζερδελής