Της Κατερίνας Κάκου,
Ο Κλoντ Ντεμπισί είναι ίσως από τους λίγους μουσικούς του οποίου το όνομα για τους περισσότερους αναγνώστες είναι άγνωστο (ή τουλάχιστον ακουστό), ενώ οι μουσικές του δημιουργίες πασίγνωστες από άκρη σε άκρη. Αυτή ακριβώς είναι και η «ιδιαιτερότητά» του ως μουσικός: σε αντίθεση με τους Μότσαρτ, Μπετόβεν, Μπαχ κλπ., ο Ντεμπισί δεν έμεινε στην ιστορία με το όνομά του αλλά με τα έργα του “Claire de Lune”, “La Mer”, “Nocturnes” κ.ά. Πώς έφτασε, όμως, ο άνθρωπος αυτός να θεωρείται ένας από τους κύριους εκπροσώπους του μουσικού ιμπρεσιονιστικού κινήματος και της δυτικής μουσικής εν γένει;
Ο Ασίλ-Κλοντ Ντεμπισί γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου 1862 σε ένα φτωχικό προάστιο του Παρισιού, το Σεν-Ζερμέν-Αν-Λε, και υπήρξε ο πρωτότοκος υιός του καταστηματάρχη ειδών κεραμικής Μανιέλ-Ασίλ Ντεμπισί και της μοδίστρας Βικτορίν Μανουρί. Το 1865, η οικογένεια αναγκάστηκε να μετακομίσει στο Παρίσι λόγω οικονομικών δυσχερειών. Εκεί ο πατέρας του Κλοντ Ντεμπισί, Μανιέλ, εργαζόταν σε διαφορετικές δουλειές, ενώ το 1871 συμμετείχε στην εθνοφρουρά της Παρισινής Κομμούνας, με αποτέλεσμα, εξαιτίας της εμπλοκής του, να φυλακιστεί μετά την καταστολή της για έναν χρόνο στο Σατορί.
Ο διάσημος συνθέτης ήδη από τα 9 του χρόνια ήρθε σε επαφή για πρώτη φορά με το πιάνο, κάνοντας τα πρώτα του μαθήματα με τον βιολονίστα Jean Cerutti και λίγο αργότερα με την αριστοκράτισσα γνωστή ως «Μαντάμ Μοτέ ντε Φλερβίλ», που ισχυριζόταν ότι ήταν μαθήτρια του Σοπέν, η οποία μάλιστα με τη σύμφωνη γνώμη των γονέων του ανέλαβε να τον προετοιμάσει για το Κονσερβατουάρ (Ωδείο) του Παρισιού. Το 1873 έγινε τελικά δεκτός στο Ωδείο, όπου παρέμεινε για 11 χρόνια. Μελέτησε πιάνο και σύνθεση και το 1884, χρονιά της αποφοίτησής του, κέρδισε μία σπουδαία διάκριση, το Μεγάλο Βραβείο της Ρώμης με την καντάτα «Ο άσωτος υιός» (“L’enfant prodigue”), κερδίζοντας έτσι μια υποτροφία για τη βίλα των Μεδίκων. Εκεί ο Ντεμπισί πέρασε ίσως κάποια από τα χειρότερα χρόνια της ζωής του, καθώς οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες και ο ίδιος δεν μπορούσε να βρει κοινό παρονομαστή με τους λοιπούς συμφοιτητές του, γεγονός που δεν του έδινε όρεξη για σύνθεση και δημιουργία. Προκειμένου να αναγνωριστεί η πρόοδός του, ο Γάλλος συνθέτης έπρεπε να στείλει αναγκαστικά κάποια κομμάτια στο Κονσερβατουάρ, μεταξύ των οποίων ήταν η συμφωνική ωδή “Zuleima” (σε στίχους του Χάινριχ Χάινε), το ορχηστρικό κομμάτι “Printemps” και η καντάτα “La Damoiselle élue”. Χαρακτηριστικό είναι ότι η επιτροπή του Κονσερβατουάρ έκρινε το πρώτο από αυτά ως ιδιόμορφο, ακατανόητο και άκρως ακατάλληλο για εκτέλεση. Ο Κλοντ απογοητευμένος εγκατέλειψε τη βίλα των Μεδίκων και γύρισε στο Παρίσι.
Ενώ ζούσε με τους γονείς του στο προάστιο του Παρισιού, τέθηκε υπό την αιγίδα μιας ευκατάστατης Ρωσίδας, ονόματι Nadezhda Filaretovna von Meck, η οποία τον δέχτηκε να παίζει ντουέτα μαζί με την ίδια και τα παιδιά της. Ταξίδεψε μαζί της στις κατοικίες της σε όλη την Ευρώπη. Στο Παρίσι, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ερωτεύτηκε μια τραγουδίστρια, την Blanche Vasnier, την όμορφη νεαρή γυναίκα ενός αρχιτέκτονα, η οποία μάλιστα ενέπνευσε πολλά από τα πρώτα του έργα. Είναι ξεκάθαρο ότι «διχάστηκε» από επιρροές από πολλές κατευθύνσεις. Αυτά τα θυελλώδη χρόνια, ωστόσο, συνέβαλαν στην ευαισθησία του πρώιμου στυλ του. Αυτό το πρώιμο στιλ απεικονίζεται καλά σε μια από τις πιο γνωστές συνθέσεις του Debussy, το “Clair de lune”. Ο τίτλος αναφέρεται σε ένα λαϊκό τραγούδι που ήταν η συνήθης συνοδεία σκηνών του αγαπημένου χαρακτήρα του Πιερότου (Pierrot) στη γαλλική παντομίμα, και μάλιστα η αρχή πολλών έργων που θύμιζαν τον Pierrot στη μετέπειτα μουσική του Debussy, ιδίως στο ορχηστρικό έργο “Images” (1912) και στη «Σονάτα για το Cello και Piano». Τέτοιες επιρροές εμφανίστηκαν και σε έργα άλλων συνθετών, ιδίως του μπαλέτου “Petrushka” (1911) του Igor Stravinsky και “Pierrot Lunaire” από τον Arnold Schoenberg.
Η κύρια μουσική επιρροή στο έργο του Debussy ήταν το έργο του Richard Wagner και των Ρώσων συνθετών Aleksandr Borodin και Modest Mussorgsky. Ο Wagner εκπλήρωσε τις αισθητικές φιλοδοξίες όχι μόνο των συνθετών, αλλά και των συμβολιστών ποιητών και των ιμπρεσιονιστών ζωγράφων. Η σύλληψη του Wagner για το “Gesamtkunstwerk” («συνολικό έργο τέχνης») ενθάρρυνε τους καλλιτέχνες να βελτιώσουν τις συναισθηματικές τους απαντήσεις και να εξωτερικεύσουν τις κρυμμένες καταστάσεις των ονείρων τους, συχνά σε μια σκιερή, ελλιπή μορφή – εξ ου και η πιο αδύναμη φύση του έργου των Γάλλων μαθητών του Wagner. Σε αυτό το πνεύμα έγραψε ο Debussy το συμφωνικό ποίημα “Prélude à l’après-midi d’un faune” (1894). Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, ωστόσο, που κάλυψε μόνο 25 χρόνια, ο Debussy κατακτούσε συνεχώς νέο έδαφος. Οι εξερευνήσεις, υποστήριξε, ήταν η ουσία της μουσικής, «ήταν το μουσικό του ψωμί και κρασί». Για το θαλάσσιο τοπίο του “La Mer” (1905) εμπνεύστηκε από τις ιδέες του Άγγλου ζωγράφου J.M.W. Τέρνερ και του Γάλλου ζωγράφου Claude Monet. Στο έργο του, όπως και στην προσωπική του ζωή, ήταν ανυπόμονος να συγκεντρώσει εμπειρία από κάθε περιοχή που θα μπορούσε να εξερευνήσει ο φανταστικός νους.
Το 1905, ο Debussy αποκτά την παρανόμως γεννηθείσα κόρη του, Claude-Emma, ενώ στη συνέχεια παντρεύτηκε τη μητέρα της κόρης του, Emma Bardac. Για την κόρη του, με το παρατσούκλι Chouchou, έγραψε τη σουίτα πιάνου “Children’s Corner” (1908). Ο αυθορμητισμός του Debussy και η ευαίσθητη φύση της αντίληψής του διευκόλυνε την οξεία του αντίληψη για το παιδικό μυαλό, μια διορατικότητα που παρατηρείται ιδιαίτερα στο “Children’s Corner”. Στα τελευταία του χρόνια, είναι η επιδίωξη της ψευδαίσθησης που σηματοδοτεί την ορχηστρική γραφή του Debussy, ειδικά η περίεργη και κατά κάποιους εξωπραγματική «Σονάτα για Cello». Ο Debussy ανέπτυξε σε αυτό το έργο ιδέες παλαιότερης περιόδου, εκείνες που εκφράστηκαν σε ένα νεανικό έργο που είχε γράψει, το “Frères en art” (Brothers in Art), όπου οι προκλητικές, πράγματι αναρχικές του ιδέες γίνονται έντονο θέμα συζήτησης μεταξύ μουσικών, ζωγράφων και ποιητών. Το 1917 κάνει την τελευταία εμφάνισή του σε συναυλία και την επόμενη χρονιά, στις 25 Μαρτίου, υποκύπτει στον καρκίνο που τον βάραινε, σε ηλικία μόλις 55 χρόνων. Η κηδεία του έγινε σε ζοφερό κλίμα, λόγω του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου που μαινόταν ακόμα στην Ευρώπη, και εν μέσω βομβαρδισμών του Παρισιού από τους Γερμανούς. Τον επόμενο χρόνο, η κόρη του πέθανε σε ηλικία 14 ετών από διφθερίτιδα.
Για τον Debussy, η μουσική και η τέχνη ήταν σε συνεχή διάλογο. Ο συνθέτης κοίταζε συχνά το λεξιλόγιο της ζωγραφικής για να βρει τίτλους για τις συνθέσεις του (“Estampes” 1903, “Images” 1905 και 1907). Ο Debussy έδειξε έντονο ενδιαφέρον για τις εικαστικές τέχνες. Έγραψε σε ένα χρονικό για το Revue Blanche το 1901: «Μιλώ για μια ενορχήστρωση όπως θα έκανα για έναν πίνακα», ενώ μέσω της μουσικής προσπάθησε να εκφράσει τις εντυπώσεις του. Η μουσική του Debussy περιγράφεται συχνά ως «ιμπρεσιονιστική», αλλά ο ίδιος δεν ήταν οπαδός αυτού του χαρακτηρισμού. Είχε πει εξάλλου τα εξής: «Προσπαθώ να κάνω κάτι διαφορετικό, αυτό που οι ανόητοι αποκαλούν ιμπρεσιονισμό, έναν όρο που κανείς δεν χρησιμοποιεί ορθά, πολλώ δε μάλλον οι κριτικοί». Αυτό που κανένας δεν μπορεί φυσικά να αμφισβητήσει είναι το γεγονός ότι ο Debussy είχε το ιδιαίτερο ταλέντο να… ζωγραφίζει με νότες!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Claude Debussy. Britannica.com, διαθέσιμο εδώ.
- Debussy the impressionist? Classicfm.com, διαθέσιμο εδώ.
- Κλοντ Ντεμπισί – Βιογραφία. Sansimera.gr, διαθέσιμο εδώ.