Του Νίκου Παπάζογλου,
O Ιμπραήμ Πασάς της Αιγύπτου, θετός γιός του Βαλή της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλη, με στρατό εκπαιδευμένο κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, αποτελούσε τον τελευταίο σύμμαχο του Σουλτάνου στην καταστολή της επανάστασης των Γραικών. Οι Έλληνες κατάφεραν, μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια, να εξολοθρεύσουν το σύνολο σχεδόν των οθωμανικών δυνάμεων σε Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησο, καταλαμβάνοντας σημαντικές πόλεις και φρούρια. Η διχόνοια μεταξύ τους όμως, θα καθυστερήσει την πολυπόθητη μέρα της Ελευθερίας και το ηθικό τους θα κλονιστεί. Ο Ιμπραήμ βγαίνει νικητής από τις περισσότερες συγκρούσεις του με τους επαναστάτες, λεηλατώντας και σκοτώνοντας ανελέητα. Οι ηρωικές πράξεις, όπως αυτή του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι, και του Κολοκοτρώνη στην Τραμπάλα, θα ανυψώσουν το ηθικό των Ελλήνων, χωρίς όμως να αποτελέσουν τροχοπέδη για την επέλαση του Αιγύπτιου στρατάρχη, ο οποίος θα καταλάβει την Τριπολιτσά, την οποία «εὗρεν αὐτήν ἐλευθέραν, κεκενωμένην».
Εκεί θα αφήσει ένα μέρος του στρατού του για οπισθοφυλακή και θα κατευθυνθεί στους Μύλους, ένα χωριό τριάντα μόλις σπιτιών, αλλά μεγίστης σημασίας, λόγω της γεωγραφικής του τοποθεσίας, που βρίσκεται απέναντι από το Ναύπλιο. Τα ρυάκια και η βαλτώδης περιοχή γύρω του, λόγω της μυθικής λίμνης της Λέρνης, δημιουργούν ένα φυσικό οχυρό, σίγουρα μη προσβάσιμο όμως για τον τακτικό αιγυπτιακό στρατό. Εκεί πριν φτάσει ο πασάς, είχαν συγκεντρωθεί αρκετά τρόφιμα από τους ντόπιους Έλληνες για να προβάλουν αντίσταση, ενώ ο Μακρυγιάννης βρισκόταν σε θέση ετοιμότητας με τα παλικάρια του, φροντίζοντας να οχυρώσουν κατάλληλα την περιοχή.
Χαρακτηριστική είναι η απάντηση του Μακρυγιάννη στο Γάλλο Ναύαρχο Δεριγνύ, όταν είδε τις αδύνατες θέσεις που επέλεξε για αντίσταση και υποστήριξε πως δεν επαρκούν για την αναχαίτιση του εχθρού: «εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσεις κʼ ἐμεῖς, ὅμως εἶναι δυνατός ὁ Θεός ὁποῦ μάς προστατεύει καί θά δείξωμεν τήν τύχη μας σʼ αὐτές τίς θέσεις τίς ἀδύνατες». Δύο μέρες αργότερα καταφθάνουν και ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης, ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, τα αδέρφια Χατζηστεφανής και Χατζηγιώργης και ο Γεράσιμος Πάγκαλος, ενώ την αρχηγία αναλαμβάνει ο Δημήτριος Υψηλάντης. Η συνολική δύναμη των Ελλήνων ανέρχεται στους 480 άνδρες, υποστηριζόμενοι από αρκετά πλοία, τα οποία βρίσκονταν σε απόσταση βολής από το πεδίο της μάχης.
Ο πασάς, καταφθάνει στις 13 Ιουνίου έξω από τους Μύλους, με περίπου 6.000 πεζούς και 600 ιππείς. Η εμπροσθοφυλακή του προχωρά στο χωριό και φτάνει σε κοντινή απόσταση από τη γραμμή των Ελλήνων. Η φρουρά των αμυνόμενων άφησε αφύλαχτη τη σκοπιά. Την παραλίγο συντριβή τους, έσωσε ο Μακρυγιάννης εξαιτίας του ονείρου του, την οποία μας παραθέτει από τα απομνημονεύματά του
«Βλέπω εις τον ύπνο µου κ’ έρχεται ένας και µου λέγει «Σήκου απάνου!» Ξύπνησα, µατακοιµήθηκα.
Πάλε τον βλέπω και µου λέγει «Σήκου!» Ήµουν νοιασµένος και δεν κοιµώµουν. Τότε σηκώνοµαι, τηράγω από το παλεθύρι και γιόµωσε ο τόπος Τούρκους και το περιβόλι όλο γιοµάτο. Κ’ εµείς κανείς να είναι έξυπνος και δεν θ’ άφιναν ρουθούνι. Και θα µας σκατοψύχαγαν τόσος κόσµος αδύνατος».
Αμέσως, παίρνοντας μέρος από τη δύναμή του, καλύφθηκε πίσω από τις οχυρώσεις, αναγκάζοντάς τους με πυκνά πυρά σε υποχώρηση. Λίγο αργότερα έφτασε ο Ιμπραήμ με το κύριο σώμα, παρατάσσοντάς το στην πεδιάδα έξω από τους Μύλους. Ανάσα στο ελληνικό σώμα έδωσε μια μικρή ενίσχυση με δύο πλοία και λίγους άντρες. Ακολούθησε μια πολύωρη παύση, με τους δύο στρατούς να προετοιμάζονται για την επικείμενη σύγκρουση. Δεξιά ο Υψηλάντης, αριστερά ο Μαυρομιχάλης με το Χατζημιχάλη, έχοντας την ευθύνη φύλαξης ενός επικίνδυνου περάσματος, ενώ ο Ιωάννης Μακρυγιάννης θα σηκώσει το κύριο βάρος της επίθεσης, τοποθετημένος στο κέντρο της παράταξης.
Ο Μακρυγιάννης, έμπειρος πολέμαρχος, γνώριζε πως με την πρώτη φωτιά, η πίεση θα ήταν αρκετή για να σπάσει τις γραμμές των συντρόφων του, αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν. Γνώριζε όμως πως, αν έχαναν αυτή τη μάχη στη συγκεκριμένη θέση, με την ισχυρή οχύρωση που διέθεταν και τις προμήθειες που είχαν στην κατοχή τους, κανείς άλλος δε θα μπορούσε να σταματήσει τον Ιμπραήμ. Οξύνους καθώς ήταν, το βράδυ πριν αρχίσει η σύγκρουση απέσυρε κρυφά τα άλογα και τις περισσότερες λέμβους, προκειμένου να αναγκάσει τους συντρόφους του να πολεμήσουν, όπως και έγινε. Όλοι τότε, αντιλήφθηκαν πως η μοναδική λύση ήταν να πολεμήσουν, και γι’ αυτό ενίσχυσαν τις θέσεις τους, περιμένοντας καρτερικά, με άγρυπνο βλέμμα και το χέρι στη σκανδάλη, τη σφοδρή επίθεση των αντιπάλων.
Πριν ακόμη χαράξει, το στράτευμα του Ιμπραήμ χωρίστηκε σε τρία μέρη και άρχισε την κατά μέτωπο επίθεση. Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης δέχθηκε 3 συνεχόμενες επιθέσεις τις οποίες απέκρουσε, με την υποστήριξη μάλιστα και των πλοίων που βρίσκονταν κοντά. Ο Μακρυγιάννης δέχθηκε αρκετή πίεση και αφού αναγκάστηκε να αφήσει το τείχος που του έδινε σημαντική κάλυψη, προέβη σε προσωρινή υποχώρηση. Παρατήρησε όμως πως η ορμή των εχθρικών στρατευμάτων υποδαυλιζόταν από τους αξιωματικούς, οι οποίοι φανάτιζαν τους άνδρες τους. Έδωσε λοιπόν εντολή να στοχεύουν τους αξιωματικούς των αντιπάλων, με την εκπλήρωση της εντολής να προκαλεί πραγματικό χαλασμό. Το ηθικό των αντιπάλων έπεσε και οι Έλληνες ανακατέλαβαν τη θέση τους, επισκευάζοντας το ρήγμα που προκάλεσαν οι αντίπαλοι. Βέβαια, ούτε το αριστερό κομμάτι της παράταξης με το Δημήτριο Υψηλάντη υστέρησε σε ηρωισμό, καθηλώνοντας με τους γενναίους Κρητικούς τις αντίπαλες δυνάμεις.
Ο Ιμπραήμ, που δεν είχε συνηθίσει σε υποχωρήσεις, εξαιτίας της ανωτερότητας του στρατού του, οργίζεται με την αντίσταση που συναντά και εξαπολύει ένα ακόμη επιθετικό κύμα. Οι απώλειες και πάλι είναι ελάχιστες για τους άνδρες του Μακρυγιάννη, του Υψηλάντη και των υπόλοιπων καπεταναίων, οι οποίοι αφού καταφέρνουν να ανασυνταχθούν, τους αναγκάζουν και πάλι σε υποχώρηση. Τον τελευταίο λόγο όμως σε αυτή τη μάχη θα τον είχαν οι Έλληνες. Ο αιφνιδιασμός ήταν ανέκαθεν το ισχυρό όπλο των Ελλήνων στον πόλεμο αυτό, που μέχρι και το τέλος του αγώνα τους δε θα το εγκαταλείψουν. Έτσι το ελληνικό σώμα θα ξεκουραστεί για λίγο και θα ενισχυθεί μάλιστα με νέα δύναμη, υπό τους Μήτρο Λιακόπουλο και Κάρπο Παπαδόπουλο. Με το σύνθημα ορμούν και προκαλούν σύγχυση στους ανυποψίαστους αντιπάλους, οι οποίοι για πρώτη φορά υποχωρούν μπροστά σε άτακτα στρατεύματα. Ο Μακρυγιάννης τραυματίζεται στο δεξί του χέρι και αναγκάστηκε να επιβιβαστεί στη ναυαρχίδα του Δεριγνύ για περίθαλψη και να επανέλθει. Αξίζει να σημειωθεί πως στο κατάστρωμα του πλοίου αυτού, καθ’ όλη τη διάρκεια της μάχης, οι ναύτες παιάνιζαν τη Μασσαλιώτιδα, προκειμένου να ενισχύσουν το ηθικό των μαχόμενων Ελλήνων.
Η μάχη έλαβε τέλος. Αυτό το μικρό τίμημα, τον ελαφρύ δηλαδή τραυματισμό 4 ανδρών και τον τραυματισμό 4 ακόμη, πλήρωσε η ελληνική δύναμη στους Μύλους. Οι απώλειες του Ιμπραήμ ανέρχονταν σε 100 άνδρες. Η ελληνική κυβέρνηση τίμησε τους οπλαρχηγούς της μάχης αυτής, ύστερα από εισήγηση του Δημητρίου Υψηλάντη. Ο Χατζημιχάλης για το απαράμιλλο θάρρος του, προήχθη σε στρατηγό. Ο ατρόμητος Λιακόπουλος σε αντιστράτηγο, ενώ στο Μακρυγιάννη δόθηκε η άδεια να φέρει πάντοτε συνοδεία δύο ανδρών για τις ανάγκες του, που θα χρηματίζονται από την ίδια την κυβέρνηση. Η μάχη στους Μύλους είναι μεγίστης σημασίας για τον επαναστατικό αγώνα. Έδωσε μεγάλη πνοή στους τρομοκρατημένους Έλληνες που είχαν απελπιστεί, πιστεύοντας πως ο Ιμπραήμ θα τους έδιωχνε και πάλι στα βουνά να γίνουν κλέφτες και πως οι μεγάλες νίκες στο Βαλτέτσι, τα Δερβενάκια και αλλού, θα φάνταζαν μονάχα μνήμες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αμβρ. Φραντζής (1839), Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος. Αθήναι
- Σπυρίδωνος Τρικούπη (1861),Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως Tόμος Γ΄. Λονδίνο
- Συλλογικό Έργο (1975) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Τόμος ΙΒ΄. Αθήνα:Εκδοτική Αθηνών
- Συλλογικό Έργο (s. d.) Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα Απάνθισμα Μελετημάτων. Αθήνα: Εκδ. Μπάυρον