Της Μαρίτας Περάκη,
Σε μία από τις κρισιμότερες καμπές της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας δημιουργούνται πλάνα για την εφαρμογή ενός νομοσχεδίου το οποίο πρόκειται να αλλάξει άρδην τα υπάρχοντα εργασιακά δεδομένα, ενώ είναι γνωστό τοις πάσι ότι ο τομέας εργασίας, και όχι μόνο, «αιμορραγεί». Οι αρμόδιοι φορείς του Υπουργείου Εργασίας μίλησαν για υποψήφιες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες αφορούν κυρίως το παραδοσιακό οκτάωρο, ενώ παράλληλα διεξάγονται συζητήσεις και για την καθιέρωση ψηφιακής κάρτας εργασίας.
Συγκεκριμένα, γίνεται λόγος για ένα νομοσχέδιο το οποίο δίνει στον εργαζόμενο την ευκαιρία να διαμορφώσει εκείνος το ωράριο του, δουλεύοντας περισσότερο ή λιγότερο κάποιες ημέρες, αρκεί να προκύπτουν στο τέλος αθροιστικά οι ίδιες ώρες εργασίας με το καθημερινό οκτάωρο. Αυτό σημαίνει ότι εάν επιλέξει να εργαστεί 10 ώρες μία συγκεκριμένη ημέρα και την επομένη συμπληρώσει εξάωρο, οι ώρες αυτές θα συμψηφιστούν και θα προκύψει κατά μέσο όρο το καθιερωμένο οκτάωρο. Εδώ πρέπει να διευκρινισθεί ότι κάτι τέτοιο απαγορεύεται δια του νόμου εφόσον ο εργαζόμενος δεν το επιθυμεί. Η συγκεκριμένη διάταξη έχει προκαλέσει διχασμό στον πολιτικό κόσμο. Εντούτοις, μία τέτοια μεταρρύθμιση στον εργασιακό χώρο φαίνεται να παρέχει μεγαλύτερη ευελιξία ως προς τη διαμόρφωση των συνθηκών εργασίας καθώς και ελευθερίες που στο παρελθόν φαίνονταν αδιανόητες. Συγχρόνως ο εργαζόμενος εφοπλίζεται με ένα ισχυρό «αβαντάζ», το οποίο του επιτρέπει να εξισορροπεί με μεγαλύτερη ευκολία την επαγγελματική και κοινωνική του ζωή. Βέβαια, δημιουργούνται σοβαρές επιφυλάξεις για το αν ένα τέτοιο μέτρο είναι δυνατό να εφαρμοσθεί στην πράξη. Ο φόρτος εργασίας μίας πιεσμένης ημέρας στο γραφείο αφενός και οι προσδοκίες ενός απαιτητικού εργοδότη αφετέρου, μπορούν κάλλιστα να αποτελέσουν τροχοπέδη στη συγκεκριμένη οπτική, εκτός αν ληφθούν οι απαραίτητες θεσμικές εγγυήσεις για την προστασία του εργαζομένου.
Παράλληλα, υπάρχει στο τραπέζι το ενδεχόμενο μιας ψηφιακής κάρτας η οποία θα καταγράφει τις υπερωρίες προκειμένου αυτές συνακόλουθα να πληρώνονται σε εκείνους που εργάστηκαν παραπάνω από το προβλεπόμενο. Οι ιθύνοντες του υπουργείου προστασίας διευκρίνισαν ότι με αυτόν τον τρόπο θα γίνεται έλεγχος του χρόνου προέλευσης και του χρόνου αποχώρησης αντίστοιχα, ώστε να διαπιστώνονται οι υπερωρίες. Κάτι τέτοιο συνάδει και με την γενικότερη αρχή του άρθρου 22 του Συντάγματος περί προστασίας της εργασίας εφόσον, φυσικά, δεν ασκείται καταχρηστικά. Και αυτό διότι σε περίπτωση που το εν λόγω μέτρο παγιωθεί ως μέσο ελέγχου ή ακόμη και καταπίεσης του εργαζομένου, τότε αναμφίβολα τίθεται ζήτημα καταχρηστικότητας. Απαιτείται, λοιπόν, ιδιαίτερη προσοχή στις επικείμενες αποφάσεις και ιδίως στον τρόπο εφαρμογής τους, καθώς η απόσταση μεταξύ θεωρητικής προσέγγισης και πρακτικής εφαρμογής ήταν ανέκαθεν οξεία. Για αυτό και ζητούμενο είναι πριν από την άκαμπτη επιβολή ενός μέτρου, να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη αν μπορεί να υλοποιηθεί, αν ναι σε ποιο βαθμό και εν τέλει αν μπορεί να καρποφορήσει.
Η ιστορία μας έχει διδάξει ότι η προστασία της εργασίας και γενικότερα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι ένα «λεπτό» ζήτημα. Για αυτό και είναι επιτακτική ανάγκη τα μέτρα, που λαμβάνονται από την πολιτεία, να είναι τέτοια ώστε να προστατεύουν τις κατοχυρωμένες ελευθερίες, οι οποίες αποκτήθηκαν με «αίμα» και με την πάροδο του χρόνου. Το επικείμενο νομοσχέδιο, μολονότι κατευθύνεται ιδεολογικά σε αυτή τη κατεύθυνση και κατοχυρώνει σημαντικά τα εργασιακά δικαιώματα. Δεν παρουσιάζει επαρκή εχέγγυα για την πιστή εφαρμογή του, αν και αυτό είναι κάτι το όποιο θα φανεί με βεβαιότητα στην πορεία. Προς το παρόν ένα είναι βέβαιο: ο τομέας εργασίας χρήζει αλλαγών και το γεγονός ότι λαμβάνονται μέτρα για την εξυγίανσή του είναι ένα «φως στο τούνελ». Αλλά δεν αρκεί αυτό. Αποτελεί πρωταρχική ανάγκη τα μέτρα να είναι προσαρμοσμένα στις ανάγκες και τις ιδιομορφίες της ελληνικής πολιτικής σκηνής και τα όποια εγχειρήματα να μπορούν, αν μη τι άλλο, να ευοδώσουν. Σημασία έχει, άλλωστε, το νομοσχέδιο να μη μείνει μόνο στα χαρτιά, ειδικά σε μία εποχή στην οποία η ανάγκη για δραστικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις είναι πιο απαραίτητη από ποτέ.