Της Μαρίας Τάκη,
Κάθε ιστορία έχει δύο όψεις. Όπως τα νομίσματα. «Αν όμως δεν γνωρίζουμε την εκδοχή και των δύο πλευρών, πώς μπορούμε να αποκρυσταλλώσουμε άποψη;», σας ακούω να ρωτάτε. «Δεν μπορούμε», σας απαντώ με περίσσεια σιγουριά. Βλέπετε, οι αλήθειες μάλλον είναι τόσες όσοι και οι άνθρωποι σε τούτη εδώ τη γη…
Σίγουρα θα ξέρετε την ιστορία της Ωραίας Ελένης. Την έχετε διδαχθεί στο σχολείο, αλλά, ακόμη κι αν δεν προσέχατε στο μάθημα, δεν υπάρχει περίπτωση να μην έχετε ακούσει για τη μια, τη μοναδική, την Ωραία Ελένη, που όμοιά της δεν υπήρχε να τη συναγωνιστεί σε ομορφιά. Γυναίκα του βασιλιά της Σπάρτης, Μενέλαου, που την άρπαξε ο Πάρης και την πήγε στην πατρίδα του, την Τροία. Και ο Μενέλαος ως σωστός βασιλιάς, τι έκανε; Δεκαετή πόλεμο για να την πάρει πίσω, τον ξακουστό Τρωικό, που έληξε χάρη στη σοφία και την πονηριά του πολυμήχανου Οδυσσέα, αφού ο Δούρειος Ίππος σήμανε την αρχή του τέλους των βασάνων (ή και όχι) των δύο λαών.
Αν σας έλεγα, λοιπόν, ότι η αλήθεια γύρω από τον μύθο της Ωραίας Ελένης δεν είναι αυτή, αλλά κάποια άλλη που ούτε καν την έχετε φανταστεί, θα με πιστεύατε; Πριν απαντήσετε, μονάχα θυμηθείτε πως η παπαγαλία του ίδιου γεγονότος από διαφορετικά στόματα δεν σημαίνει πως αυτό που μεταδίδεται είναι η αλήθεια. Σημαίνει απλά πως το διαλαλούν οι πολλοί.
Ναι, τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς έτσι. Ή μάλλον, δεν έγιναν καθόλου έτσι. Η ιστορία που ξέρετε είναι η εκδοχή του Αγαμέμνονα και του Οδυσσέα. Αυτό που εκείνοι θα ήθελαν να θυμούνται. «Γιατί ποιος άλλος θέλει να πει την ιστορία και δεν του δόθηκε ο λόγος;», σας ακούω και πάλι να ρωτάτε. «Ο Μενέλαος, φίλοι μου. Ο βασιλιάς της Σπάρτης, ο άνδρας της Ωραίας Ελένης, αυτός που κατά τους ανωτέρω αφηγητές ξεσήκωσε τους Έλληνες για να την φέρει από την Τροία».
«Και τι πρέπει να κάνουμε αν θέλουμε να μάθουμε και τη δική του πλευρά;»
«Να διαβάσετε το «Ο Βασιλιάς της», του Χωμενίδη.»
Τον Μενέλαο δεν τον πολυενδιέφερε η γνώμη του κόσμου. Για αυτό και δεν κίνησε γη και ουρανό για να αποκαταστήσει την αλήθεια, τη δική του αλήθεια. Ο ίδιος κοιμόταν κάθε βράδυ με τη συνείδησή του καθαρή και αυτό του αρκούσε. Η αλήθεια πάντα ενδιαφέρει λίγους και εκλεκτούς, οπότε ήξερε πως όσοι διαβάσουν το «Ο Βασιλιάς της» θα ήταν αυτοί που δεν θα έμεναν στο επιδερμικό άκουσμα των γεγονότων, αλλά θα έψαχναν παραπέρα, παρακάτω, στο μετακείμενο. Κι εκεί θα τους περίμενε αυτός με ανοιχτές αγκάλες.
Κυλούσε στις φλέβες του αίμα βασιλικό, πριν ακόμα στεφθεί βασιλιάς της Σπάρτης. Ο πατέρας του, ο Ατρέας, ήταν ο βασιλιάς των Μυκηνών. Ο ίδιος φυγαδεύεται με τον αδερφό του για να μην πέσουν και οι ίδιοι θύματα της οργής του μανιασμένου θείου τους, που καπηλεύτηκε τον θρόνο του πατέρα τους. Νέα του πατρίδα, η Πιτυούσα, ένα νησάκι στον Αργολικό κόλπο, που θέριεψε το σώμα και το μυαλό του. Αυτή θα λογάριαζε για πατρίδα του αληθινή, μέχρι ο Άδης να τον κατεβάσει στο βασίλειό του.
Η ζωή του; Ταραχώδης, περιπετειώδης, δεν ταίριαζε στάλα στο προφίλ ενός βασιλιά. Αλλαγή τόπων, γυναικών, επαγγελμάτων. Μόνο αυτό του γιατρού τον μάγεψε πιότερο από όλα και το κράτησε ως τα βαθιά του γεράματα. Ακόμη και στους αγώνες για τη διεκδίκηση της Ωραίας Ελένης από καθαρή τύχη βρέθηκε. Κι αυτή, του γέλασε διάπλατα και του έφερε την ωραία Ελένη στο πιάτο. Μάλιστα, αυτόν διάλεξε η Ελένη. Για να γλιτώσει τον εαυτό της από τη μιζέρια και χωρίς να τον ξέρει κι εκείνον.
Αρχικά, μισήθηκαν, κονταροχτυπήθηκαν τα εγώ τους, έπειτα ερωτεύτηκαν, αγαπήθηκαν κι έζησαν χρόνια πολλά στο μαντείο του αδερφού του, του Κέρκαφου. Εκεί η αγάπη τους φούντωσε, θέριεψε, ζυμώθηκε και η κόρη τους έγινε η συνέχειά της. Ώσπου τους βρήκε ο Οδυσσέας. Ο Λαερτιάδης, όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί ο Μενέλαος, έχοντας στόχο να τους γυρίσει πίσω στη Σπάρτη και να τον στέψει βασιλιά. Αν ο Οδυσσέας έβαζε κάτι στον νου του, ο κόσμος να γυρνούσε τούμπα, θα το πετύχαινε. Έτσι, ο Μενέλαος από βασιλιάς της Ελένης, έγινε και βασιλιάς της Σπάρτης.
Τα σύννεφα μαζεύτηκαν γρήγορα πάνω από τα κεφάλια τους. Η Ελένη, συνηθισμένη από το μαντείο, έβλεπε τους πολίτες ως φίλους κι όχι διοικούμενους. Λυσσασμένη από επιθυμία να χαρίσει στη Σπάρτη αρσενικό απόγονο, βλασφήμησε τους θεούς και, μόλις αντίκρισε το νεκρό της βρέφος, έφτασε στην πύλη της τρέλας. Καμία όρεξη για ζωή, χαρά, έρωτα. Μαράζωσε η σπιρτάδα του βλέμματός της και η ομορφιά της.
Όλα για καλό. Της τα έδωσε όλα πίσω ο Πάρης και για αυτό έφυγε μαζί του. Δεν την ανάγκασε κανείς. Και ο Μενέλαος δεν την εμπόδισε στάλα, επειδή την αγαπούσε. Ξέρω, ο Αγαμέμνονας διατυμπανίζει στους πάντες ότι σπιλώθηκε η τιμή του αδερφού του, αλλά κι αυτός την ανάγκη του για εξουσία ήθελε να καλύψει. Δεν φταίει αυτός που η ιστορία του (μάλλον) ήταν πιο ελκυστική από του Μενέλαου και τον πιστέψατε…
Ο Χωμενίδης κέντησε. Κάθε λέξη έχει τη σωστή θέση για να φτιάξει εικόνες στο μυαλό σου τόσο καθαρές όσο πρέπει, αλλά και τόσο αφαιρετικές για να θωρείς πως ονειρεύτηκες εσύ αυτό που διάβασες. Η εξουσία, η αγάπη, το μίσος, το πάθος για δόξα, η απαράμιλλη ομορφιά, το σεξ, η αδικία, το σωστό και το λάθος, παίρνουν για λίγο μια διάσταση διαφορετική από αυτή που έχεις συνηθίσει. Οι σελίδες φεύγουν νερό και η ιστορία δεν σου επιτρέπει κυριολεκτικά να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου. Αδημονείς για το παρακάτω, γιατί αυτή την τροπή των πραγμάτων δεν μπορούσες να την σκεφτείς, όσο κι αν η φαντασία σου οργιάζει.
Είναι που ξεχνάμε πως «αγαπώ, σημαίνει γίνομαι εκείνος που αγαπώ», γι’ αυτό… αφού και ο Μενέλαος που πορεύτηκε με αυτό ως σημαία, δεν έγινε πιστευτός. Γιατί να γίνει; Το ψέμα πουλάει πάντα περισσότερο από την αλήθεια.
Δεν τον ένοιαζε. Ο χρόνος του έκανε το καλύτερο δώρο, του χάρισε την ιστορία με την Ελένη, κι ας μην την καταλάβει άλλος κανείς, κι ας μην την πιστέψει άλλος κανείς. Γιατί όσα βασίλεια κι αν κατέκτησε και σε όσα κι αν στέφθηκε βασιλιάς, εκείνος το μόνο που ήθελε ήταν να είναι ο βασιλιάς της.
Κι αυτό το βασίλειο, κανένας Πάρης δεν κατάφερε να του το πάρει.