Του Γιάννη Χουλιάρα,
Στις 16 Μαρτίου, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου (ΗΒ) δημοσίευσε το Integrated Review of Security, Defense, Development and Foreign Policy. Το έγγραφο παρουσιάζει τις βασικές κατευθυντήριες αρχές της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής, μετά την έξοδο του ΗΒ από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και προβλέπει την μεγαλύτερη επένδυση στις αμυντικές ικανότητες της χώρας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης του βρετανικού πυρηνικού οπλοστασίου.
Το κυβερνητικό στρατηγικό έγγραφο αναλύει και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το ΗΒ στο σύγχρονο διεθνές σύστημα. Συγκεκριμένα, η Ρωσία περιγράφεται ως η «πιο σοβαρή και άμεση απειλή» για το ΗΒ και ως ένα εχθρικό, ανταγωνιστικό κράτος, το οποίο θέτει σε κίνδυνο τα βρετανικά συμφέροντα. Δεν γίνεται ούτε μία αναφορά σε δυνατότητες και προοπτικές συνεργασίας μεταξύ ΗΒ και Ρωσίας. Αντιθέτως, η Ρωσία παρουσιάζεται με έναν μονοδιάστατο και μη συμβιβαστικό τρόπο, καθαρά ως απειλή και ανταγωνιστής, εντασσόμενη από την βρετανική κυβέρνηση στην ίδια κατηγορία με εχθρικά «κράτη-παρίες» όπως το Ιράν και η Βόρεια Κορέα.
Ο Ρώσος πρέσβης στο ΗΒ, σχολιάζοντας την δημοσίευση του εγγράφου, δήλωσε πως οι πολιτικές σχέσεις μεταξύ ΗΒ και Ρωσίας είναι πλέον πρακτικά ανύπαρκτες. Το κλίμα μεταξύ Λονδίνου και Μόσχας είναι εξαιρετικά εχθρικό και ανταγωνιστικό, και καμία βελτίωση δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
Για ένα διάστημα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, υπήρχε η αντίληψη πως οι σχέσεις των δύο κρατών θα μπορούσαν να καταστούν πιο αρμονικές και συνεργατικές. Μεγάλη σημασία αποδόθηκε στις οικονομικές συναλλαγές ως όχημα συνεργασίας. Λόγω της δεσπόζουσας θέσης του στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, το ΗΒ δέχθηκε σημαντικές ροές κεφαλαίων από την Ρωσία και άλλα πρώην σοβιετικά κράτη. Οι ρωσικές μετακομμουνιστικές οικονομικές ελίτ, αναζητώντας ασφαλές καταφύγιο για τις νεοαποκτηθείσες περιουσίες τους, πραγματοποίησαν σημαντικές επενδύσεις, ιδίως στην αγορά ακινήτων του Λονδίνου, το οποίο φιλοξενεί μια σημαντική ρωσική κοινότητα. Στο τέλος του 2016, οι ρωσικές επενδύσεις στο ΗΒ υπολογίζονται σε £25,5 δισ., αν και το πραγματικό μέγεθος τους είναι μάλλον πολύ μεγαλύτερο. Από το 2007 έως το 2016, υπερπόντιες περιοχές του ΗΒ, όπως οι Παρθένες Νήσοι και τα νησιά Κέιμαν, δέχθηκαν ροές ρωσικών κεφαλαίων ύψους περίπου £68,4 δισ., προφανώς για να εκμεταλλευτούν το καθεστώς χρηματοπιστωτικής μυστικότητας των περιοχών αυτών.
Εντούτοις, παρά τις συναλλαγές αυτές, οι θεμελιώδεις διαφορές στην αντίληψη των δύο κρατών για την εξωτερική πολιτική και την θέση τους στον κόσμο τα έχουν φέρει σε μια συγκρουσιακή τροχιά.
Το ΗΒ τάσσεται υπέρ μιας φιλελεύθερης διεθνούς τάξης, κυριαρχούμενης από τις αρχές της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του διεθνούς δικαίου και έχοντας στον πυρήνα της έναν ευρωατλαντικό συνασπισμό δυτικών κρατών, με ηγέτιδα δύναμη τις ΗΠΑ. Το ΗΒ αντιμετωπίζει τον εαυτό του ως βασικό υποστηρικτικό πυλώνα αυτής της δυτικοκεντρικής φιλελεύθερης διεθνούς τάξης, λόγω της στενής διπλωματικής του σχέσης με τις ΗΠΑ, της πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής του δύναμης, της κατοχής πυρηνικών όπλων και της θέσης του ως μέλος του ΝΑΤΟ και μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Οι βρετανικές κυβερνήσεις υποστήριξαν μεταψυχροπολεμικά την ένταξη κρατών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, καθώς και τις φιλοδυτικές επαναστάσεις σε Ουκρανία και Γεωργία και την ευρωατλαντική πορεία των κρατών αυτών, με σκοπό την ενσωμάτωσή τους στο ευρωατλαντικό σύστημα.
Απεναντίας, η Ρωσία βλέπει αυτή την δυτικοκεντρική φιλελεύθερη διεθνή τάξη ως εμπόδιο στην προσπάθειά της να καταστεί μεγάλη δύναμη, ένα περιβάλλον που λειτουργεί ανασταλτικά στην ανάπτυξη της ρωσικής ισχύος και της στερεί τον παγκόσμιο ρόλο που θεωρεί πως πρέπει να έχει, δυσφορώντας για την κριτική που της ασκείται από τα δυτικά κράτη σχετικά με ζητήματα δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Νιώθοντας πως αυτή η διεθνής τάξη την περιορίζει και την αποκλείει από την ισότιμη συμμετοχή στην διεθνή διακυβέρνηση και λήψη αποφάσεων, προς όφελος των ΗΠΑ και των ισχυρών συμμάχων τους, η ρωσική ηγεσία θεωρεί πως έχει να κερδίσει περισσότερα προσπαθώντας να την αναθεωρήσει και να περιορίσει την ισχύ της Ουάσιγκτον και των άλλων πυλώνων της, όπως το ΗΒ. Επιπλέον, η Μόσχα αντιμετωπίζει τα πρώην σοβιετικά κράτη, όπως η Ουκρανία και η Γεωργία, ως ανήκοντα στην δική της «σφαίρα επιρροής» και απορρίπτει κατηγορηματικά κάθε ενδεχόμενο ένταξής τους στο δυτικό ευρωατλαντικό σύστημα ως απειλή για την ασφάλειά της.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν επόμενο τα δύο κράτη να έρθουν σε σύγκρουση. Το ΗΒ θεωρεί απειλή για την ασφάλεια και τον διεθνή ρόλο του την προσπάθεια της Ρωσίας να αναθεωρήσει την δυτικοκεντρική διεθνή τάξη. Από την πλευρά της, η Ρωσία αντιμετωπίζει το ΗΒ ως μια εχθρική δύναμη, που αποτελεί βασικό πρωταγωνιστή του αντίπαλου ευρωατλαντικού συνασπισμού και επιχειρεί να περιορίσει την ισχύ και την επιρροή της.
Η νέα βρετανική στρατηγική καταδεικνύει όχι μόνο το επίπεδο των σχέσεων μεταξύ Λονδίνου και Μόσχας, αλλά και την γενικότερη αντίληψη των ΗΠΑ και των Ευρωπαίων συμμάχων τους για την ρωσική πολιτική. Με τις δύο πλευρές να διαθέτουν τόσο θεμελιωδώς αντίθετες αντιλήψεις, είναι μάλλον πολύ δύσκολο να υπάρξει κάποια ουσιαστική βελτίωση του διπλωματικού κλίματος μεταξύ των δύο πλευρών. Για να γίνει κάτι τέτοιο, απαιτείται ουσιαστικά μια ριζική αλλαγή πολιτικής, είτε στον ευρωατλαντικό συνασπισμό, είτε στην Ρωσία, είτε και στις δύο πλευρές.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Managed Confrontation UK Policy Towards Russia After Salisbury, chathamhouse.org, διαθέσιμο εδώ
- U.K. Ignored Russia’s Interference in Democratic System, Report Finds, The New York Times. διαθέσιμο εδώ
- Russo-British Relations in the Age of Brexit, ifri.org, διαθέσιμο εδώ
- UK Security Review: Implications for Russia, Carnegie Moscow Center, διαθέσιμο εδώ