Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Τα γεγονότα της επανάστασης του 1821 βρίθουν από μελανά, αλλά και ηρωικά σημεία. Στην ιστορία του απελευθερωτικού αγώνα από τις πιο θλιβερές στιγμές είναι αυτή του εμφύλιου, μεσούντως του πολέμου κατά των Οθωμανών. Η εμφάνιση του Ιμπραήμ πασά βρίσκει την αδελφοκτόνα σύγκρουση στο τέλος της, όμως οι ζημιές που έχουν δεχτεί οι ελληνικές θέσεις από αυτή τη φίλια διαμάχη, δυσχεραίνουν το έργο της αναχαίτησής του. Επίσης τα χρήματα που είχαν λάβει οι αγωνιστές από τα δάνεια του εξωτερικού, δεν αξιοποιήθηκαν προς τη σωστή κατεύθυνση, για να εκδιώξουν, δηλαδή, τους Οθωμανούς από στρατηγικές θέσεις που είχαν καταλάβει και να ετοιμαστούν έναντι μιας απρόσμενης αντεπίθεσης. Με αυτά τα δεδομένα, ο Αιγύπτιος πασάς φτάνει στην Πελοπόννησο με ένα σημαντικό μέρος της δύναμής του στις 24 Φεβρουαρίου 1825, με το υπόλοιπο στράτευμα να ακολουθεί ένα μήνα αργότερα.
Η προέλασή του άρχισε άμεσα, με τους Έλληνες να περιέρχονται γρήγορα σε δυσμενή θέση. Ωστόσο, αρκετοί εξ αυτών αποφάσισαν να δώσουν έναν ηρωικό αγώνα, με όποιο κόστος. Ένας από αυτούς ήταν και ο Παπαφλέσσας –ή κατά κόσμον Γεώργιος Δίκαιος Φλέσσας – Υπουργός Εσωτερικών, που αποφάσισε να αντιταχθεί στις επιβολές του Ιμπραήμ, τον οποίο ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης αποκαλούσε «Ναπολέων ή Πύρρο της Ηπείρου». Η δράση του τα προηγούμενα έτη έχει επικριθεί από πολλούς, όμως κατόρθωσε να προσδώσει ένα θετικό στίγμα μέσα από τις τελευταίες του ενέργειες. Έτσι παίρνει την απόφαση να γυρίσει στις περιοχές της Πελοποννήσου προς εύρεση στρατιωτών που θα τον βοηθούσαν στην αντίστασή του. Κατάφερε τελικά να συγκεντρώσει περί τους 1.500 άνδρες, ενώ λάμβανε διαβεβαιώσεις –από τον αδελφό του Νικήτα, από τον Πλαπούτα και άλλους- πως θα έρχονταν στο πλευρό του κι άλλοι αγωνιστές.
Όταν αντιλαμβάνεται πως ο Ιμπραήμ φτάνει στο Ναβαρίνο, ρωτά τους χωρικούς από το όρος Μάλια «ποιος τόπος βουνόν ή χωρίον είναι υψηλόν ώστε να βλέπη το Νεόκαστρον και όλοι του είπαν, ότι είναι Παιδουμένου και Μανιάκι». Μαζί με τις δυνάμεις του στρέφονται προς Μανιάκι στις 18 Μαΐου 1825 και προσπαθούν να οργανώσουν τις επόμενες κινήσεις τους. Την επόμενη μέρα το απόγευμα πληροφορήθηκαν τον ερχομό του αιγυπτιακού στρατού και από τις πρώτες πρωινές ώρες της 20ης Μαΐου ξεκίνησαν οι Έλληνες να κατασκευάζουν στην πλαγιά της περιοχής ταμπούρια (αμυντικά προπετάσματα, ένα είδος οχύρωσης). Κατάφεραν να φτιάξουν 3 ταμπούρια, με τον Παπαφλέσσα να αναλαμβάνει το βόρειο και πιο εκτεθειμένο, το άλλο να επανδρώνεται από το σώμα του ανιψιού του Δημήτριου Φλέσσα και το τελευταίο από τον Πέτρο Βοϊδή Μαυρομιχάλη, εξάδελφο του Πετρόμπεη.
Μόλις αντίκρισαν οι Έλληνες τα στρατεύματα του Ιμπραήμ στις 20 Μαΐου, αντιλήφθηκαν τον άθλο που είχαν μπροστά τους και δεν είναι λίγοι αυτοί που σάστισαν στο θέαμα και θέλησαν να φύγουν. Ένας μεγάλος αριθμός, περίπου 1.000 ανδρών, κατάφερε και αποχώρησε από το σημείο πριν την έναρξη της μάχης. Τα αιγυπτιακά στρατεύματα στράφηκαν προς τα ταμπούρια και από τη μια πλευρά προσπάθησαν να εμποδίσουν μια ενδεχόμενη ενίσχυση των θέσεών τους, με το ιππικό να πλημμυρίζει τις γύρω περιοχές, και από την άλλη επεδίωκαν την περικύκλωσή τους, πράγμα που πέτυχαν. Για να αφυπνίσει το θάρρος των στρατιωτών του, ο Παπαφλέσσας εκφωνεί ένα λόγο, στον οποίο τους υπενθύμισε παλαιότερες νίκες επί των Οθωμανών, όπως στο Βαλτέτσι, στο Λεβίδι, στη Γράνα και αλλού, ενώ τους λέει πως δεν αργούν να έρθουν και οι ενισχύσεις. Οι ενδοιασμοί όμως συνέχισαν να υπάρχουν, με τον Παπαγιώργη και τον Κεφάλα να τον καλούν να αλλάξουν τοποθεσία, με την ελπίδα να σωθούν όσο περισσότεροι γίνεται δίνοντας τη μάχη από άλλο, καλύτερα οχυρωμένο σημείο.
Οι προτάσεις αυτές έπεσαν πάνω σε έναν αδιάλλακτο Παπαφλέσσα, που πίστευε βαθιά πως θα έρχονταν οι συμμαχικές δυνάμεις, αλλά πρόβαλε και την άποψη πως εάν υποχωρήσουν, εκτός του ότι θα σκοτώνονταν θα γέμιζαν με κουράγιο τον εχθρό. Ήταν πρόθυμος να πέσει στο πεδίο της μάχης παρά να φύγει από αυτή, λέγοντας πως «αν όμως, ο μη γένοιτο, νικηθούμε θ’ αδυνατίσουμε τη δύναμη του εχθρού και η ιστορία θα ονομάσει τούτο τον πόλεμο Λεωνίδειον μάχην», συγκρίνοντας τους εαυτούς τους με τους 300 του Λεωνίδα στη μάχη των Θερμοπυλών. Η επίθεση ήταν σκληρή και κράτησε μέχρι το μεσημέρι, καθώς τότε έγινε ένα μικρό διάλειμμα από τη μεριά των Αιγυπτίων. Μάταια προσπάθησαν να μεταπείσουν τον Παπαφλέσσα, η στάση του οποίου δεν άλλαξε στιγμή. Μετά την ανάπαυλα έγιναν δυο γενικά γιουρούσια από τον εχθρό, τα οποία αποκρούστηκαν.
Το τέλος για τη μάχη στο Μανιάκι πλησίαζε, καθώς ο Ιμπραήμ αντιλήφθηκε πως οι δυνάμεις του Πλαπούτα πλησίαζαν. Έτσι διέταξε μια μαζική επίθεση για την ολοκλήρωση της επιχείρησης, πριν ενωθούν οι στρατιές των Ελλήνων. Έτσι κινήθηκαν πρώτα προς το ταμπούρι του Παπαφλέσσα, όπου πλέον δε ξεχώριζε το ένα από το άλλο στράτευμα, καθώς είχαν γίνει ένα και οι μάχες γίνονταν σώμα με σώμα. Ο «Λεωνίδας του Μανιακίου» έπεσε ηρωικά μαζί με τα παλικάρια του. Το ταμπούρι του Δημητρίου Φλέσσα καταστρέφεται και αυτό, με τελευταίο να καταλαμβάνεται το ταμπούρι του Πέτρου Βοϊδή. Μέσα από όλη αυτή τη μανία, ελάχιστοι κατάφεραν να γλιτώσουν. Κάποιοι μπήκαν σε μια χαράδρα με την ελπίδα να σωθούν, όμως σκοτώθηκαν ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Η εμφάνιση του Πλαπούτα και των ανδρών του ήταν πια μάταιη.
Ήταν μια από τις πιο αιματηρές μάχες και με το πέρας της ο Αιγύπτιος πασάς κινήθηκε προς τους νεκρούς, αναζητώντας το νεκρό κορμί του Παπαφλέσσα. Τότε του φέρνουν το ακέφαλο σώμα του και δίνει προσταγή να βρεθεί και το κεφάλι του. Αφού το έφεραν και το καθάρισαν από τα αίματα, ζήτησε να στηριχθεί ολόκληρο το κορμί όρθιο σε έναν πάσσαλο. Αντικρίζοντας ο Ιμπραήμ το θέαμα έμεινε για λίγο σιωπηλός και ύστερα είπε «πράγματι στάθηκε ένας ικανός και γενναίος άνθρωπος. Και καλύτερο θα ήταν, κι ας παθαίναμε άλλη τόση ζημιά, να τον πιάναμε ζωντανό, γιατί πολύ θα μας χρησίμευε». Αργότερα οι Αιγύπτιοι συνέχισαν το δρόμο τους Νεόκαστρο και Μεθώνη, ενώ πυρπόλησαν την Καλαμάτα και τις γύρω περιοχές της Μεσσηνίας.
Στο χώρο του Μανιακίου παρέμειναν τα κόκαλα των νεκρών άταφα μέχρι το 1857, με τον τότε νομάρχη Ν. Καλησπέρη να διατάζει την περισυλλογή και ταφή τους. Μετά από έναν και πλέον αιώνα, το 1972, ανεγέρθηκε η προτομή του Παπαφλέσσα στον τόπο και το 1975 τοποθετήθηκε μια αναμνηστική πλάκα. Η πράξη αυτή του Δίκαιου Φλέσσα πέρασε και στο δημοτικό τραγούδι:
«[…] Δεν σε φοβούμ’, Μπραΐμ πασά, στο νου μου δε σε βάνω […]
Και τα σπαθιά τραβήξανε και κάμνουν το γιουρούσι.
Μια μπαταργιά, του ρίξανε πικρή, φαρμακωμένη,
το Φλέσα τον εσκότωσαν μαζί με τον Κεφάλα.
Οσ’ είστε φίλοι, κλαύσετε και σεις εχθροί χαρείτε».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό έργο (1975), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Η Ελληνική Επανάσταση και η Ίδρυση του Ελληνικού Κράτους 1821-1832 Τόμος ΙΒ΄. Αθήνα:Εκδοτική Αθηνών
- Δ. Φωτιάδης (1977), Η Επανάσταση του Εικοσιένα, Τόμος Γ΄, Εκδόσεις Εκδοτικός Οίκος Ν. Βότσης
- Α. Ε. Βακαλόπουλος (1982), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Η Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση 1821-1829, Τόμος Ζ΄ Ο Αφρικάνικος Σιμούν στην Ελλάδα ή Η Επιδρομή του Ιμπραήμ. Αθήνα:Εκδοτ. Οίκος Αναστάσιου Σταμούλη
- Δ. Κουκίου – Μητροπούλου (2007) Adam Friedel Προσωπογραφίες Αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης. Αθήνα: Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος.
- Κ. Μέντελσον-Μπαρτόλντι (2011), Επίτομη Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, Αθήνα:Εκδόσεις Τεγόπουλος Α.Ε. ειδική έκδοση για την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία
- Ν.Τόμπρος (2012), «Η Μεσσηνία σε επαναστατική τροχιά (1766-1828)», από το συλλογικό έργο Μεσσηνία: Συμβολές στην ιστορία και τον πολιτισμό της, Αθήνα:Παπαζήση