Του Παναγιώτη Χριστοδούλου,
Στον απόηχο των πρόσφατων αντιδράσεων, που προκάλεσε ο νέος -βαθιά αμφιλεγόμενος- εκλογικός νόμος της Πολιτείας της Georgia, η συζήτηση γύρω από το δικαίωμα ψήφου και τους σχετικούς σε αυτό περιορισμούς βρέθηκε στο επίκεντρο της αμερικανικής πολιτικής συζήτησης. Με τον Πρόεδρο Biden να καταδικάζει ευθέως τον παραπάνω νόμο και να τον αποκαλεί «τερατούργημα» και «κατάφωρη προσβολή του Αμερικανικού Συντάγματος», αλλά και δεκάδες εταιρείες -μεταξύ των οποίων η Coca-Cola και οι Delta Airlines, αμφότερες έχοντας βάση την Atlanta- να παίρνουν για πρώτη φορά θέση πάνω στο ζήτημα, διαφαίνεται πως δημιουργούνται οι συνθήκες για μια ευρύτερη κοινωνικοπολιτική σύγκρουση.
Προσπάθειες συστολής του εκλογικού δικαιώματος, όπως αυτή στην Georgia, δεν αποτελούν πρωτοτυπία του 21ου αιώνα. Αντιθέτως, η Αμερικανική Ήπειρος έχει μια βαθιά ιστορία αντιδημοκρατικών και -κατά βάση- ρατσιστικών νόμων, με τις απαρχές τους να εντοπίζονται ήδη από την εποχή κατάργησης της δουλείας το 1865. Στην αντίπερα όχθη, προς εξασφάλιση των δικαιωμάτων των πρώην σκλάβων, αλλά και των υπόλοιπων μειονοτήτων, το 1870 περάστηκε η 14η Τροπολογία του Αμερικανικού Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να στερηθεί το δικαίωμα ψήφου σε κανέναν «βάσει φυλής, χρώματος ή προηγούμενης κατάστασης [ως δούλος]». Μολονότι η πρωτοβουλία αυτή επιχείρησε να εξισώσει το νομικό καθεστώς των εγχρώμων πολιτών με εκείνο των λευκών, στην πράξη παραγκωνίστηκε από εκτεταμένες νομοθετικές αντιδράσεις των Πολιτειών του Νότου, οι οποίες έθεσαν πλήθος άλλων «νομίμων» κριτηρίων και προϋποθέσεων στην εκλογική διαδικασία.
Χαρακτηριστικό είναι, μάλιστα, ότι η πρώτη Νότια Πολιτεία που επεδίωξε να περιορίσει την πρόσβαση των ψηφοφόρων στις κάλπες ήταν η Georgia, όπου το 1877 εγκαθιδρύθηκε ο πρώτος -από πολλούς που ακολούθησαν και σε άλλες Πολιτείες- εκλογικός φόρος(!). Το μέτρο αυτό, που είχε δραστικά αποτελέσματα στη μείωση των ψήφων των φτωχότερων στρωμάτων, και ιδίως των μαύρων εκλογέων, συνοδεύτηκε από την εφαρμογή ενός υποχρεωτικού «τεστ γραφής και ανάγνωσης», στο οποίο έπρεπε να υποβληθούν οι ψηφοφόροι.
Την ίδια στιγμή, πολλές Πολιτείες, όπως αυτή του Mississippi, υιοθέτησαν νέα -πολιτειακά- Συντάγματα, στα οποία περιέχονταν διατάξεις, που καθιστούσαν σαφώς πιο σύνθετη τη διαδικασία ένταξης των πολιτών στους εκλογικούς καταλόγους και ανέπτυξαν συστήματα εγγραφής, που αντικατόπτριζαν την αγωνιώδη προσπάθειά τους, να παρακάμψουν την εθνική νομοθεσία και να εφαρμόσουν μεθόδους διάκρισης των ψηφοφόρων, δημιουργώντας έτσι πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Μάλιστα, οι τοπικοί αυτοί φορείς πέτυχαν εν πολλοίς τον σκοπό τους και, σύμφωνα με τα στοιχεία της εποχής, απέκλεισαν αποτελεσματικά και για πολλές δεκαετίες τους φτωχότερους εκλογείς, και ιδίως τους ανήκοντες σε φυλετικές μειονότητες. Για παράδειγμα, στην Alabama και τη Louisiana, όπου το 40% του πληθυσμού ήταν άτομα χρώματος, οι επεμβάσεις στο εκλογικό σύστημα είχαν ως αποτέλεσμα στις αρχές του 20ου αιώνα να ψηφίζει στις εκλογές μόλις το 0,5% των μαύρων Πολιτών.
Η κατάσταση αυτή όχι μόνο τροφοδότησε ένα ντόμινο περαιτέρω διακρίσεων κατά των πιο αδύναμων κοινωνικών τάξεων, αλλά ενίσχυσε τα φαινόμενα ρατσισμού έναντι των Αφροαμερικανών. Παράλληλα, δίχασε τον πολιτικό κόσμο προκαλώντας ή και ενισχύοντας την υφιστάμενη πόλωση μεταξύ Βορρά και Νότου, καθώς και μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων. Αξιομνημόνευτο είναι δε το γεγονός, ότι προσπάθειες να ανατραπεί το καθεστώς αυτό μέσω της δικαστική οδού ήταν ανεπιτυχείς. Το Ανώτατο Δικαστήριο, παρά το πλήθος ευκαιριών και υποθέσεων, που τέθηκαν ενώπιον του, δεν ανέτρεψε τις διαμφισβητούμενες ρυθμίσεις, υιοθετώντας -όπως αποδείχθηκε και ιστορικά- τη λανθασμένη πλευρά και επικυρώνοντας δικαιοδοτικά τις αντιδημοκρατικές αντιλήψεις της εποχής.
Χρειάστηκε δε να περάσουν πολλά χρόνια, για να ανατραπούν οι προαναφερθέντες νόμοι, πράγμα που κατέστη εφικτό με την ανάπτυξη του κινήματος για τα ατομικά δικαιώματα κατά τη δεκαετία του 1960. Κατόπιν έντονων κινητοποιήσεων και διαμαρτυριών πλήθους πολιτών -ιδίως Αφροαμερικανών-, το 1965 πέρασε σε ομοσπονδιακό επίπεδο ο σπουδαιότερος στην ιστορία της Νέας Ηπείρου νόμος για τα Πολιτικά Δικαιώματα (Voting Rights Act). Χάρη στον καινοτόμο αυτό νόμο, καταργήθηκε η πληθώρα τοπικών και πολιτειακών ρυθμίσεων που κατέστειλαν τους πιο αδύναμους ψηφοφόρους και υιοθετήθηκε ένα εθνικό πλαίσιο για τη διεξαγωγή των εκλογών. Η εφαρμογή του αποδείχθηκε εξαιρετικά αποτελεσματική και οδήγησε στην εδραίωση ενός πιο δημοκρατικού και αντικειμενικού εκλογικού συστήματος, κόβοντας μια για πάντα το νήμα του αποκλεισμού πολιτών από τις κάλπες.
Ωστόσο, αυτό που κατέδειξε η προσπάθεια των Ρεπουμπλικάνων της Georgia, καθώς και άλλων Πολιτειών, είναι ότι η σύγχρονη εκλογική διαδικασία εξακολουθεί να είναι ευάλωτη στις επιθέσεις κομματικών συμφερόντων. Στο πλαίσιο αυτό, ήδη το Κογκρέσο των Η.Π.Α. εξετάζει την επέκταση ή την τροποποίηση του νόμου του 1964, ώστε να ανταποκριθεί στις τρέχουσες απειλές που αντιμετωπίζει το πολιτικό σύστημα της χώρας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Here’s How Democrats’ Sweeping Voting Rights Law Would Work, New York Times, διαθέσιμο εδώ
- The 19th Amendment passed 100 years ago today. The evolution of American voting rights in 244 years shows how far we’ve come — and how far we still have to go, Business Insider, διαθέσιμο εδώ
- Timeline: Voter suppression in the US from the Civil War to today, ABC News, διαθέσιμο εδώ