Της Θεοδώρας Κρέπη,
Το όνομα του Νικολό Μακιαβέλι, Φλωρεντινού πολιτικού και συγγραφέα της ύστερης Αναγέννησης, είναι στις μέρες μας συνδεδεμένο με τη διαφθορά, την ανηθικότητα, τη ραδιουργία και τον κυνισμό. Πόσο δίκαιοι όμως είναι αυτοί οι συσχετισμοί; Και κατά πόσο ήταν μέσα στους στόχους του ίδιου του Μακιαβέλι η θεώρηση των έργων του κατ’ αυτόν τον τρόπο;
Ο Νικολό Μακιαβέλι γεννήθηκε το 1469 στη Φλωρεντία. Καταγόταν από αριστοκρατική γενιά, ωστόσο το οικονομικό επίπεδο της οικογένειάς του ήταν χαμηλό. Φαίνεται πως γνώριζε τα λατινικά και ίσως και τα αρχαία ελληνικά.
Ο Μακιαβέλι έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του στην πολιτική σκηνή της Φλωρεντίας το 1498. Μετά την πτώση της δημοκρατίας του Σαβοναρόλα, εγκαθιδρύθηκε στη Φλωρεντία η Δεύτερη Καγκελαρία, ένα δημοκρατικό καθεστώς, το οποίο έδωσε στο Μακιαβέλι τη θέση του γραμματέα. Από αυτό του το πόστο ο Μακιαβέλι συμμετείχε, για λογαριασμό της πόλης του, σε πολυάριθμες διπλωματικές αποστολές. Το 1502 τον βρίσκουμε στην αυλή του Καίσαρα Βοργία, γιου του πάπα Αλεξάνδρου Στ΄, ο οποίος φιλοδοξούσε να εγκαθιδρύσει ένα βασίλειο στην περιοχή της Ρομάνια (περιοχή της βόρειας Ιταλίας) και του οποίου οι συνεχείς κατακτήσεις απειλούσαν τη Φλωρεντία. Μέσα στην πρώτη δεκαετία του 16ου αιώνα τον συναντάμε επίσης και στη γαλλική αυλή, αλλά και στην αυλή του Μαξιμιλιανού, του Γερμανού αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι δύο τελευταίες εμπειρίες του τον ενέπνευσαν να γράψει δύο έργα, την Απεικόνιση των πραγμάτων της Γαλλίας και την Απεικόνιση των πραγμάτων της Γερμανίας.
Το ίδιο περίπου διάστημα, μελετώντας τους λόγους για τους οποίους η Ιταλία δεμπορούσε να αντιμετωπίσει άλλες μεγάλες δυνάμεις της εποχής, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αδυναμία αυτή έγκειτο στην ανυπαρξία ενός οργανωμένου εθνικού στρατού, και, αντίθετα, στην επιστράτευση μισθοφορικών στρατευμάτων. Έτσι, ο Μακιαβέλι εισηγήθηκε τη δημιουργία ενός εθνικού στρατού για την πόλη της Φλωρεντίας, στην κατάρτιση του οποίου πρωτοστάτησε. Ωστόσο, ο πολυπόθητος εθνικός στρατός του Μακιαβέλι δεν έφερε τα αναμενόμενα από τον ίδιο αποτελέσματα.
Το 1512, η επάνοδος της πανίσχυρης οικογένειας των Μεδίκων, οι οποίοι ουσιαστικά κυβερνούσαν τη Φλωρεντία μέχρι και την εκδίωξή τους το 1494, σηματοδοτεί την έναρξη μιας πολύ δύσκολης περιόδου για το Μακιαβέλι. Οι Μέδικοι κατέλυσαν τη δημοκρατία, έτσι ο Μακιαβέλι έχασε τη θέση του, ενώ αργότερα κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε συνωμοσία κατά των Μεδίκων, φυλακίστηκε και βασανίστηκε. Το 1513, μετά την ανάδειξη ως νέου πάπα του Λέοντος Ι΄, μέλους της οικογένειας των Μεδίκων, παραχωρήθηκε αμνηστία και ο Μακιαβέλι απελευθερώθηκε. Αποσύρθηκε τότε στο οικογενειακό του κτήμα στο Σαν Κασιάνο, όπου αφιερώθηκε στη συγγραφή, ενώ παράλληλα προσπάθησε να κερδίσει την εύνοια των Μεδίκων και να επιστρέψει στην ενεργό δράση. Το διάστημα της εξορίας του φαίνεται πως ήταν παραγωγικό, καθώς τότε ήταν που ο Μακιαβέλι ξεκίνησε να γράφει ορισμένα από τα πιο σημαντικά του έργα: την Τέχνη του Πολέμου, τους Λόγους επί των δέκα πρώτων [βιβλίων] του Τίτου Λίβιου, και, το πιο γνωστό του σύγγραμμα, τον Ηγεμόνα.
Αυτό το τελευταίο βιβλίο του, το πιο αμφιλεγόμενο ίσως από όλα όσα έχει γράψει, είναι αυτό που του προσέδωσε τη φήμη του ως δασκάλου του κακού και ραδιούργου, αλλά και αυτό που τον καθιέρωσε ως θεμελιωτή της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης και φιλοσοφίας. Με τον Ηγεμόνα του ο Μακιαβέλι επιθυμεί, όπως γράφει και ο ίδιος, να μεταδώσει όλη τη σοφία και τη γνώση που έχει αποκομίσει πάνω στο θέμα της εξουσίας, τόσο παρατηρώντας τα σύγχρονά του δρώμενα και τις σύγχρονές του προσωπικότητες (όπως τον Καίσαρα Βοργία), όσο και μελετώντας αρχαίους συγγραφείς, όπως το Λίβιο, τον Πολύβιο, τον Πλούταρχο. Ο Μακιαβέλι πραγματεύεται σε αυτό το βιβλίο το πολύ καίριο ζήτημα της εξουσίας, τα διάφορα είδη της, και το πως αυτή μπορεί να αποκτηθεί, να διατηρηθεί ή να καταρρεύσει. Η αφιέρωση του Ηγεμόνα στο Λαυρέντιο των Μεδίκων, ηγεμόνα της Φλωρεντίας και εγγονού του Λαυρεντίου του Μεγαλοπρεπούς (του λαμπρότερου ίσως μέλους της οικογένειας των Μεδίκων), δηλαδή στον άνθρωπο, εξαιτίας του οποίου βασανίστηκε και κατόπιν εξορίστηκε, μας προξενεί εντύπωση.
Με μία πρώτη ανάγνωση, μπορεί να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο Ηγεμόνας είναι απλώς μία προσπάθεια του Μακιαβέλι να εξευμενίσει τους νέους άρχοντες της πόλης και να τεθεί στην υπηρεσία τους. Ωστόσο, το έντονο πατριωτικό αίσθημα που φαίνεται να διαπερνά το έργο και να κορυφώνεται στο τέλος του, μπορούν να μας δώσουν μία διαφορετική ερμηνεία: στην εποχή του Μακιαβέλι, είχαν αρχίσει να σχηματίζονται τα πρώτα οργανωμένα εθνικά κράτη, η Ιταλία όμως παρέμενε διαιρεμένη σε ηγεμονίες, σε ισχυρές πόλεις-κράτη που αντιμάχονταν η μία την άλλη και αδυνατούσαν να ενωθούν μπροστά στην αντιμετώπιση ενός κοινού εχθρού. Ο Μακιαβέλι θεωρούσε πως είχε έρθει η ώρα όλη η Ιταλία να ενωθεί υπό το σκήπτρο ενός ηγεμόνα που θα εκδίωκε τους «βαρβάρους», και αυτός θα μπορούσε πολύ εύκολα να είναι ο Λαυρέντιος των Μεδίκων. Αυτή λοιπόν η πολιτική πραγματεία του Μακιαβέλι είναι πιθανόν να αποτελούσε ένα συμβουλευτικό εγχειρίδιο για το νέο άρχοντα της Φλωρεντίας, έτσι ώστε εκείνος να μπορέσει όχι μόνο να εδραιώσει την εξουσία του, αλλά να την επεκτείνει. Για να το πετύχει αυτό, ενδέχεται, κατά το Μακιαβέλι, να χρησιμοποιήσει κάποιες αμφιλεγόμενες και όχι τόσο ηθικές μεθόδους, ακόμα και τη βία. Η λέξη αρετή ως χαρακτηριστικό του ηγεμόνα δε σημαίνει απαραίτητα ηθικότητα και καλοσύνη, δε χρησιμοποιείται δηλαδή με τη χριστιανική έννοια του όρου, αλλά σημαίνει τη με κάθε τρόπο προσπάθεια για την ευημερία του συνόλου και τη διατήρηση της εξουσίας του ηγεμόνα.
Μέχρι το 1520, φαίνεται πως ο Μακιαβέλι είχε καταφέρει επιτέλους αυτό που για χρόνια επιθυμούσε, να κερδίσει την εμπιστοσύνη των Μεδίκων. Εκείνοι δεν τον επανέφεραν στο πρότερο αξίωμά του, αλλά του ανέθεσαν κάποιες μάλλον ασήμαντες (σε σχέση με τα προηγούμενα καθήκοντά του) αποστολές. Παράλληλα, το 1520 οι Μέδικοι τον όρισαν επίσημο ιστορικό της Φλωρεντίας. Τότε ο Μακιαβέλι ξεκίνησε να γράφει (επί πληρωμή) τις Φλωρεντινές Ιστορίες, έργο που ολοκλήρωσε το 1525.
Σε αυτά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, οι πολιτικές συνθήκες γίνονταν όλο και πιο δυσμενείς για τις ιταλικές πόλεις. Ο Κάρολος Ε΄, αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αποκτούσε ολοένα και μεγαλύτερη δύναμη στην Ιταλία. Ο Μακιαβέλι φοβόταν την εισβολή των στρατευμάτων του Γερμανού αυτοκράτορα στη Φλωρεντία, έτσι αγωνίστηκε σθεναρά για να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ωστόσο, το 1527 οι μισθοφόροι του Καρόλου λεηλάτησαν τη Ρώμη, την καρδιά του παπικού κράτους. Την ίδια χρονιά οι Μέδικοι εκδιώχθηκαν ξανά από τη Φλωρεντία. Το νέο δημοκρατικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε δεν εμπιστεύθηκε το Μακιαβέλι, ο οποίος είχε εργαστεί για τους Μεδίκους. Λίγο αργότερα, ο Μακιαβέλι πέθανε από πάθηση του στομάχου.
Μετά το θάνατό του, η φήμη του Μακιαβέλι εξαπλώθηκε ευρύτερα. Το 1532 τυπώθηκε ο Ηγεμόνας του, και πολύ σύντομα μπήκε στη λίστα των απαγορευμένων βιβλίων. Ο Μακιαβέλι χαρακτηρίστηκε πανούργος και αμοραλιστής για τα διδάγματά του, και η φήμη αυτή τον ακολούθησε για πολλούς αιώνες. Μόνο από το 19ο αιώνα και εξής άρχισε να αποκαθίσταται η φήμη του Μακιαβέλι, όχι ως ανήθικου, αλλά ως εθνικιστή που στόχο έχει την ευημερία της πατρίδας του. Ακόμα κι έτσι όμως, η επικρατούσα αντίληψη για τον ίδιο και για τα έργα του, ειδικά για τον Ηγεμόνα, εξακολουθεί να είναι αυτή που παρουσιάζει το Μακιαβέλι ως διαβολικό και αμοραλιστή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Burckhardt, J., The civilization of the renaissance in Italy, translated by S. G. C. Middlemore, London: George Allen & Unwin Ltd., 1878.
- Ν. Μακιαβέλι, Ο Ηγεμόνας, μτφρ. Άμπυ Ραΐκου-Σταύρου, ειδική έκδοση για την εφημερίδα Το Βήμα, 2019.
- Symmonds, J. A., Renaissance in Italy, vol. 1, New York: Henry Holt & Company, 1888.
- Από την ιστοσελίδα Britannica, στο «Niccolo Machiavelli», Διαθέσιμο εδώ