Της Αριάδνης – Παναγιώτας Φατσή,
Ο ηθικισμός συνίσταται στον έλεγχο της ηθικής των άλλων και στην επιδίωξη της αυστηρής τήρησης των ηθικών κανόνων με την επιβολή περιορισμών, και παράλληλα την απαίτηση η ηθική να επεμβαίνει σε ζητήματα που βρίσκονται εκτός του πεδίου της. Θα μπορούσε όμως το δίκαιο να γίνει όργανο αυτής της επιδίωξης; Η επιβολή της ηθικής από το δίκαιο, και κατά συνέπεια από το κράτος, έχει αποτελέσει πεδίο αντιπαραθέσεων ως προς το πεδίο εφαρμογής της, τη σκοπιμότητά της, αλλά και την ίδια της την ηθικότητα. Ο διαχωρισμός του δικαίου από την ηθική είναι κυρίως ένα ζήτημα που προκύπτει στα σύγχρονα, δημοκρατικά κράτη. Σε άλλα συστήματα διακυβέρνησης, άλλους τόπους, αλλά και άλλες χρονικές περιόδους, μπορεί η επιβολή ηθικών κανόνων από την κρατική εξουσία να είναι η νόρμα και να μην αμφισβητείται από κανέναν. Ακόμη και στη χώρα μας, η μοιχεία ήταν ποινικό αδίκημα μέχρι το αρκετά κοντινό σε μας 1982 (!).
Θα λέγαμε ότι κάποιες φορές οι νόμοι περιέχουν ηθικές διατάξεις, άλλοτε ηθικά αδιάφορες και άλλοτε διατάξεις που ίσως αντικρούουν σε ορισμένες ηθικές αντιλήψεις της κοινωνίας. Γενικά, αν θέλαμε να αποδώσουμε σχηματικά τη σχέση των παράνομων και των ανήθικων πράξεων θα καταλήγαμε σε δύο κύκλους που επικαλύπτονται σε ένα μόνο μέρος της επιφάνειάς τους. Ένα παράδειγμα για μια ανήθικη πράξη που δεν είναι -και δε θα μπορούσε να είναι- παράνομη είναι το να λέει κάποιος ψέματα. Πραγματικά, το να λέει κανείς ψέματα είναι μια συμπεριφορά που θα χαρακτηρίζαμε ως ανήθικη υπό προϋποθέσεις, αλλά ο νόμος δεν την τιμωρεί, εκτός αν θίγονται πολύ σημαντικά έννομα αγαθά, όπως η τιμή και υπόληψη προσώπων (συκοφαντική δυσφήμιση) ή η απονομή της δικαιοσύνης (ψευδορκία).
Αντίστοιχα, υπάρχουν παράνομες πράξεις που δεν έχουν ηθικό περιεχόμενο ή που δε θα μπορούσαν να θεωρηθούν ανήθικες. Το σχολικό, πλέον, παράδειγμα της Αντιγόνης, η οποία παρέβη τη νομοθεσία για να αποδώσει τιμές στον νεκρό αδελφό της, όπως επέβαλε η ηθική της εποχής, είναι μια παράνομη αλλά όχι ανήθικη πράξη.
Το κύριο, όμως, ερώτημα είναι: μπορεί το δίκαιο να λειτουργήσει ως μέσο επιβολής της ηθικής και πόσο ηθικό θα ήταν άραγε κάτι τέτοιο;
Το 1859, ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, αν και δεν ονομάζει ακριβώς το συγκεκριμένο θέμα, πραγματεύεται τα όρια μέσα στα οποία η κοινωνία μπορεί να ασκεί τη δύναμή της στο άτομο ώστε να του επιβάλει συγκεκριμένη συμπεριφορά. Αναζητώντας το όριο, προβάλλει το επιχείρημα ότι ο κάθε άνθρωπος μπορεί να φέρεται με τον τρόπο που θέλει, εάν και μόνο εάν οι πράξεις του δε βλάπτουν κανέναν από τους συνανθρώπους του, ειδεμή θεωρεί απαραίτητη την παρέμβαση του νόμου. Αντίθετα, αν κάποιος βλάπτει μόνο τον εαυτό του -ή ενδεχομένως και κανέναν- με τις πράξεις του, δεν πρέπει να υπόκειται σε κανέναν έλεγχο ή εξαναγκασμό από το κράτος. Ο Μιλ εδώ τίθεται κατά του πατερναλισμού – ο νομοθέτης δεν υπάρχει για να προστατεύει τους πολίτες από τον ίδιο τους τον εαυτό. Κατά του πατερναλισμού, αλλά από εντελώς διαφορετική θεωρητική αφετηρία, θα ήταν και ο Καντ, καθώς το να απαγορεύονται οι πράξεις που βλάπτουν μόνο το ίδιο το άτομο αναιρούν την ικανότητα του ατόμου να επιλέγει τη δράση του ως έλλογο ον και το αντιμετωπίζουν ως μέσο για την πραγμάτωση ενός σκοπού, έστω και αν ο σκοπός είναι η ίδια η δική του ακεραιότητα.
Η κύρια, όμως, αντιπαράθεση για το αν το δίκαιο μπορεί να επιβάλλει την ηθική συμπεριφορά οφείλεται σε δύο άλλους στοχαστές, από τους οποίους και έχει πάρει το όνομά της ως «δίλημμα Χαρτ – Ντέβλιν». Το βασικό επιχείρημα του λόρδου Ντέβλιν εισάγεται με τον ακόλουθο τρόπο. Κάθε οργανωμένη κοινωνία ως έναν βαθμό βασίζεται σε κάποιες κοινές ηθικές παραδοχές, προς τις οποίες όλα τα μέλη συμμορφώνονται. Επίσης, η κοινωνία διατηρεί το δικαίωμα να διαφυλάσσει την ύπαρξή της. Εφόσον, λοιπόν, έχει αυτό το δικαίωμα, μπορεί να χρησιμοποιήσει τους νόμους για να επιβάλει ηθική συμπεριφορά. Αυτό δε σημαίνει ότι όλες οι πράξεις με ηθικό περιεχόμενο θα πρέπει να ρυθμίζονται από τον νόμο. Συνεπάγεται, όμως, το δικαίωμα της κοινωνίας να απαγορεύει τις πράξεις που έρχονται τόσο σε αντίθεση με τον ηθικό της κώδικα ώστε να προκαλούν «μη ανοχή, αγανάκτηση και αποτροπιασμό» στην πλειοψηφία των κοινωνών.
Είναι εύλογο μια τέτοια θέση να γεννά πολλές αντιρρήσεις και ερωτήματα. Θα ήταν παράλογο να ισχυριστούμε ότι οποιαδήποτε ενέργεια αντίκειται στην κοινωνική ηθική βλάπτει την κοινωνία. Παράλληλα, ακόμα και αν δεχτούμε ως κριτήριο το αν μια ηθικά επιλήψιμη πράξη βλάπτει την κοινωνία και τους θεσμούς της ώστε να ποινικοποιηθεί, πώς θα μπορέσει να εφαρμοστεί αυτό το κριτήριο; Μια τέτοια προσπάθεια δε θα δημιουργούσε τον κίνδυνο να περιοριστούν σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό οι ατομικές ελευθερίες, με απλές εικασίες ότι η μία ή η άλλη πράξη θα μπορούσε να είναι επιβλαβής; Αυτή η διαδικασία θα μπορούσε σταδιακά να απειλήσει θεμελιώδεις ατομικές ελευθερίες που κατακτήθηκαν με αγώνες, όπως την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας; Πόσο εύκολα μπορούμε να επιβάλλουμε σε ένα άτομο να σταματήσει να ασκεί τη σεξουαλικότητα που έχει, να ασκεί το επάγγελμα που θέλει ή και να μην προβαίνει σε άμβλωση, απλά και μόνο επειδή ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας διαφωνεί, έστω και σε σημείο αποτροπιασμού; Αυτό θα ήταν ένα τεράστιο πλήγμα σε κάθε έννοια αξίας του ανθρώπου.
Στον αντίποδα των απόψεων του Ντέβλιν βρίσκεται ο Χαρτ. Κατά τη δική του άποψη, το κράτος έχει εξουσία να παρεμβαίνει σε αυτές μόνο τις ανήθικες πράξεις που δημιουργούν κίνδυνο ή ζημιώνουν το κοινωνικό σύνολο. Οι ιδιωτικές υποθέσεις, λοιπόν, του καθενός, ανεξάρτητα από το αν ακολουθεί ή παραβιάζει τον ηθικό κώδικα της κοινωνίας, είναι εκτός των ορίων μέσα στα οποία ο νόμος ρυθμίζει τη συμπεριφορά μας. Άλλωστε, τι νόημα θα είχε να συμμορφώνεται κάποιος προς την ηθική από φόβο για τις δικαϊκές κυρώσεις που θα υποστεί αν πράξει διαφορετικά; Η ηθική, συνεπώς, σύμφωνα με τον Χαρτ ασφαλώς και πρέπει να διδάσκεται στα μέλη της κοινωνίας, αλλά η διδαχή αυτή πρέπει να γίνεται υπό μορφήν διαλόγου, συζητήσεων και επιχειρημάτων, και όχι μέσω του νομικού εξαναγκασμού.
Παράλληλα, ο Χαρτ υπογραμμίζει ότι δεν υπάρχει καμιά απολύτως απόδειξη ότι οι παραβάσεις του ηθικού κώδικα αποδυναμώνουν την κοινωνία. Η κριτική που ασκεί ο Χάρτ στον Ντέβλιν είναι ότι από το γεγονός ότι η κοινωνία για να λειτουργήσει ομαλά χρειάζεται σε γενικές γραμμές ορισμένες κοινές παραδοχές σχετικά με το καλό και το κακό, ο τελευταίος αυθαίρετα συμπεραίνει ότι «η κοινωνία είναι πανομοιότυπη με την ηθική της όπως αυτή είναι σε κάποια ορισμένη ιστορική περίοδο, σε σημείο που η αλλαγή στην ηθική της να είναι ταυτόσημη με την καταστροφή της». Άλλωστε, με την πάροδο των ετών, η κοινωνία δείχνει ολοένα και μεγαλύτερη ανεκτικότητα προς πράξεις οι οποίες στο παρελθόν θεωρούνταν ηθικά μεμπτές, με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις οι συμπεριφορές αυτές να πάψουν να θεωρούνται κατακριτέες. Η αλλαγή κάποιων ηθικών αντιλήψεων της κοινωνίας δεν είναι απαραίτητα στοιχείο που βλάπτει τα μέλη της, καθώς πολύ συχνά αποδεικνύεται ωφέλιμη.
Εν κατακλείδι, θα έλεγε κανείς ότι η επιβολή της ηθικής από το δίκαιο θα ερχόταν κατάφωρα σε αντίθεση με τα ατομικά δικαιώματα. Το δίκαιο με την ηθική συχνά συμπίπτουν, αλλά το να γίνει αντικείμενο του νόμου η τήρηση ηθικών αρχών δε θα ήταν σκόπιμο. Το κράτος πρέπει να επιτρέπει στους πολίτες να προβαίνουν ακόμα και σε ηθικά επιλήψιμες πράξεις, επειδή με αυτόν τον τρόπο πραγματώνεται ο σεβασμός στα ατομικά δικαιώματα και στο δικαίωμα του ανθρώπου να επιλέγει τις πράξεις του με βάση τις αρχές της ηθικής αυτονομίας και όχι από τον φόβο της κύρωσης. Άλλωστε, κατά την άποψη του Καντ και άλλων στοχαστών της νεωτερικότητας, το δίκαιο έχει ως στόχο τη διατήρηση της μεγαλύτερης δυνατής ελευθερίας για το κάθε μέλος της κοινωνίας. Το κάθε άτομο έχει τη δυνατότητα να δρα με τον τρόπο που θεωρεί ηθικά σωστό, αρκεί να μπορεί να τον αιτιολογήσει με λογικά επιχειρήματα. Το δίκαιο, λοιπόν, αν δεν εξασφαλίζει στον βαθμό που αυτό είναι δυνατόν την ελευθερία χάνει ένα μεγάλο μέρος από το ηθικό του υπόβαθρο. Συνεπώς, θα μπορούσε να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η επιβολή της ηθικής από το δίκαιο δε θα ήταν σύμφωνη με τον ηθικό χαρακτήρα του δικαίου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- J.G. Riddall, Jurisprudence (London: Buttrworths, 1999)
- Dworkin, Taking Rights Seriously (London: Duckworth, 1977)
- Β. Βουτσάκης, «Σύντεκνοι και μετανάστες: εμπόδια της πολυπολιτισμικότητας στην Ελλάδα», εις A. Renaud – S. Mesure, Alter Ego. Ta παράδοξα της δημοκρατικής ταυτότητας (Αθήνα: Πόλις, 2004), σ. 23-30
- Παύλος Σούρλας (1995), «Justi atque injusti scientia: Mια εισαγωγή στην Επιστήμη του Δικαίου» (Αθήνα: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα,2015)
- http://plato.stanford.edu/entries/mill