Του Δημήτρη Βασιλειάδη,
Κατά τη διάρκεια του ελληνικού κινήματος σημειώθηκαν πλήθος πολεμικών αναμετρήσεων μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε κάποιες από αυτές, η πλάστιγγα έγειρε υπέρ των κινηματιών, με αποτέλεσμα τη διατήρηση του επαναστατικού σφυγμού. Ωστόσο, υπήρξαν και κάποιες συγκρούσεις, στις οποίες τα επαναστατικά στρατεύματα γνώρισαν συντριπτικές ήττες. Τέτοια κατάληξη είχε η μάχη στο Κρεμμύδι. Πρώτα, όμως, αξίζει να αναφερθούμε στα γεγονότα που προηγήθηκαν της σύγκρουσης.
1825. Η αυγή του έτους βρίσκει το ελληνικό κίνημα να γράφει τη μελανότερη, ίσως, σελίδα του. Ο εμφύλιος σπαραγμός έχει κυριαρχήσει στο ελληνικό στρατόπεδο. Ήδη από το 1823, η κατάσταση είχε εκτραχυνθεί. Κάθε φωνή της λογικής είχε πάψει να ακούγεται. Κάθε προσπάθεια διατήρησης του ελέγχου, προκειμένου να αποφευχθεί η αδελφοκτόνος σύγκρουση, είχε αποτύχει παταγωδώς.
Η εμφύλια διαμάχη που ακολούθησε, προκάλεσε μεγάλη φθορά στον Αγώνα. Η επανάσταση ψυχορραγούσε. Με τις ένοπλες συγκρούσεις κατασπαταλήθηκαν πόροι που προορίζονταν για τις ανάγκες του κινήματος και το έμψυχο δυναμικό αναλώθηκε στις εσωτερικές διενέξεις. Αλλά, το σημαντικότερο όλων ήταν ο παραγκωνισμός των στρατιωτικών ηγετών της Πελοποννήσου. Πρόσωπα, όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γνώρισαν τη φυλάκιση, αδυνατώντας, έτσι, να προσφέρουν στους επαναστάτες τις πολύτιμες υπηρεσίες τους.
Την ίδια στιγμή, οι Οθωμανοί θεωρούσαν ότι οι εσωτερικοί διαξιφισμοί των κινηματιών θα καθιστούσαν ευκολότερη την καταστολή της επανάστασης. Γι’ αυτόn το λόγο, σχεδίασαν μία εκστρατεία πολυμέτωπη, από στεριά και θάλασσα. Συγκεκριμένα, ο Σουλτάνος ζήτησε τη συνδρομή του Βαλή της Αιγύπτου, Μεχμέτ Αλή. Ειδικότερα, οι Αιγύπτιοι θα εκστράτευαν με στρατό και στόλο, έχοντας ως στόχο τα νησιά του Αιγαίου και την Πελοπόννησο. Παράλληλα, οι Οθωμανοί θα διεξήγαγαν τις δικές τους επιχειρήσεις στη Στερεά Ελλάδα.
Το Φεβρουάριο του 1825, ο Ιμπραήμ Πασάς καταφτάνει, προς έκπληξη των επαναστατικών αρχών, στην περιοχή της Μεθώνης, όπου αποβιβάζει στρατιωτική δύναμη 4.000 ανδρών και 400 ιππέων. Περίπου ένα μήνα αργότερα ακολουθεί μία δεύτερη απόβαση, αυτή τη φορά μεγαλύτερη. Ειδικότερα, 7.000 άνδρες και 400 ιππείς κατέκλυσαν τη μεσσηνιακή ακτή. Η ελληνική διοίκηση βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Η απόφασή της να μην ενισχύσει τις δυνάμεις της Μεσσηνίας, προκειμένου να αφιερωθεί εξ’ ολοκλήρου στην κατάληψη της Πάτρας, αποδείχτηκε λανθασμένη. Όταν πλέον αποφάσισε να εκδηλώσει αντίδραση, σχεδιάστηκε μία στρατιωτική επιχείρηση με στόχο την εκδίωξη του Ιμπραήμ από τα πελοποννησιακά παράλια.
Η άνωθεν σχεδιαζόμενη επιχείρηση παρουσίαζε αρκετές ιδιαιτερότητες. Η βασικότερη όλων ήταν η απουσία εμπειροπόλεμων Μοραϊτών οπλαρχηγών, προσώπων η εμπειρία των οποίων θα συνέβαλε στην καλύτερη αντιμετώπιση των εχθρικών στρατευμάτων. Οι θέσεις αυτών πληρώθηκαν από Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς και ορισμένους «φιλοκυβερνητικούς» Μοραΐτες.
Θέλοντας να τονίσει τη σημασία της αναχαίτισης του Ιμπραήμ, ο πρόεδρος του Εκτελεστικού, Γεώργιος Κουντουριώτης, ανέλαβε τη διεύθυνση της επίθεσης, παρά τη μηδαμινή στρατιωτική του εμπειρία. Η απειρία αποδεικνύεται κι από τον ορισμό του Υδραίου Κυριάκου Σκούρτη στη θέση του αρχιστράτηγου. Ο τελευταίος ήταν ικανός ναυτικός, στερούταν όμως των απαραίτητων γνώσεων για τις χερσαίες συγκρούσεις. Ο διορισμός αυτός προκάλεσε την οργή των οπλαρχηγών, με προεξέχοντα τον Αναστάσιο Καρατάσο, ο οποίος ήταν και ο επικρατέστερος για να παραλάβει το χρίσμα. Έτσι, το κλίμα του επαναστατικού στρατοπέδου υπήρξε βαρύ από την αρχή της στρατιωτικής επιχείρησης.
Στο διάστημα κατά το οποίο οι Έλληνες οργάνωναν την αντίδρασή τους, ο Ιμπραήμ διεξήγαγε τις πρώτες του ενέργειες. Στόχος ήταν η ανακούφιση των φρουρίων Κορώνης και Μεθώνης, τα οποία βρίσκονταν σε καθεστώς πολιορκίας, καθώς και η απρόσκοπτη επικοινωνία μεταξύ αυτών. Στη συνέχεια, επεδίωκε την ανακατάληψη του Νεεόκαστρου. Την ώρα που τα αιγυπτιακά στρατεύματα ολοκλήρωναν τις παραπάνω κινήσεις, ο επαναστατικός στρατός αναζητούσε την περιοχή όπου θα πραγματοποιούνταν η συμπλοκή του με τις εχθρικές δυνάμεις.
Η τοποθεσία που επιλέχθηκε ήταν το Κρεμμύδι. Πρόκειται για μία επιλογή, η οποία δυσαρέστησε τους συμμετέχοντες οπλαρχηγούς και ιδιαίτερα τον Καρατάσο. Μάλιστα, ο τελευταίος διαχώρισε τη στάση του από το κυρίως στράτευμα κι αποσύρθηκε σε καλύτερη, κατά την άποψή του τοποθεσία. Οι επαναστατικές δυνάμεις ενώθηκαν στην περιοχή στις αρχές Απριλίου. Στο σύνολό τους ανέρχονταν σε 3.250 επαναστάτες. Ωστόσο, δε θα ήταν η πρώτη επαφή που θα είχαν με τους Αιγυπτίους, καθώς είχαν προηγηθεί κάποιες συμπλοκές στο Νεόκαστρο, τη σημερινή Πύλο.
Την 6η Απριλίου είχε φτάσει η στιγμή να λάβουν τον τελικό σχηματισμό για τη μάχη. Παρατάχθηκαν, λοιπόν, σε ημικυκλικό σχήμα, τα δύο άκρα του οποίου ήταν και τα ισχυρότερα σημεία της παράταξης. Στο αριστερό άκρο τοποθετήθηκε ο Κώστας Μπότσαρης, ενώ στο δεξιό πήραν θέση ο Κίτσος Τζαβέλας και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Στο κέντρο βρισκόταν ο ίδιος ο Σκούρτης, με ένα σώμα 500 στρατιωτών. Σε αντίθεση, όμως, με τα υπόλοιπα σώματα, η δύναμη του αρχιστράτηγου βρισκόταν σε πεδινή έκταση. Το γεγονός αυτό την άφηνε πλήρως εκτεθειμένη στις αιγυπτιακές δυνάμεις.
Την επόμενη μέρα, στις 7 Απριλίου, ο Ιμπραήμ έδωσε εντολή για γενική επίθεση. Έχοντας διακρίνει την αδυναμία του ελληνικού σχηματισμού, αποφάσισε ο κύριος όγκος του στρατού των 3.400 ανδρών να κατευθυνθεί στο κέντρο. Δεχόμενος τεράστια πίεση, ο Σκούρτης ζήτησε τη συνδρομή του Κώστα Μπότσαρη, ο οποίος βρισκόταν στην αριστερή πλευρά, με τον τελευταίο να ανταποκρίνεται επιτυχώς. Ωστόσο, οι επαναστάτες λησμονούσαν ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του αντίπαλου στρατού. Οι αιγυπτιακές δυνάμεις είχαν εκπαιδευτεί σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα και ήταν εξοικειωμένες με τις σύγχρονες τακτικές μάχης.
Παρατηρώντας, λοιπόν, το κενό που είχε δημιουργηθεί στην αριστερή πτέρυγα των κινηματιών, το αιγυπτιακό ιππικό έλαβε εντολή να κατευθυνθεί προς τα εκεί και να βρεθεί στα μετόπισθεν των Ελλήνων. Μπροστά στη θέα των ιππέων, οι επαναστάτες αιφνιδιάστηκαν, καθώς θεωρούσαν αδύνατη την ανάβαση των υψωμάτων από έφιππες μονάδες. Βαλλόμενοι πανταχόθεν κατάλαβαν πως η υποχώρηση κατέστη αναγκαία για την επιβίωσή τους. Έστρεψαν, λοιπόν, το σύνολο των δυνάμεών τους εναντίον του αιγυπτιακού ιππικού, προκειμένου να σπάσουν τον κλοιό στον οποίο είχαν εγκλωβιστεί. Το τίμημα για την επιτυχία του εγχειρήματος ήταν υψηλό. Οι επαναστατικές απώλειες ανήλθαν στους 500 άνδρες, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν και κάποιοι οπλαρχηγοί.
Αυτό ήταν το οδυνηρό αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης, η οποία φανέρωσε την ποιοτική ανωτερότητα του αιγυπτιακού στρατού έναντι του επαναστατικού. Επιπλέον, στο Κρεμμύδι ήρθαν στο φως οι τραγικές συνέπειες του ελληνικού εμφυλίου. Η ελλιπέστατη οργάνωση, η επάνδρωση υψηλόβαθμων θέσεων από ακατάλληλα άτομα και τα στρατηγικά σφάλματα ενδεχομένως να είχαν αποφευχθεί, εάν πρωτύτερα δεν είχε κυριαρχήσει στις ψυχές των Ελλήνων το μίσος έναντι των ομοεθνών τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Σ. Τρικούπης (1861), Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος Β΄, 2η έκδοση, Λονδίνο: Εκ της εν τη Αυλή του Ερυθρού Λέοντος Τυπογραφίας Ταϋλόρου και Φραγκίσκου
- G. Hertzberg (1916), Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος Β΄, Αθήνα: Εκδ. Οίκος Γεωργίου Δ. Φέξη
- Α. Δ. Κόκκινος (1974), Η Ελληνική Επανάστασις, τόμος Β΄, (6η έκδ.) Αθήνα:Εκδόσεις Μέλισσα
- Douglas (2012), Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923. (7η ανατύπ.) Αθήνα:ΜΙΕΤ