8.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΤα προσφυγικά ρεύματα στην Ελλάδα κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα...

Τα προσφυγικά ρεύματα στην Ελλάδα κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα και η αποκατάστασή τους


Της Τζένης Βέργη,

Με το προσωνύμιο ως «Χώρα υποδοχής προσφύγων» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η Ελλάδα του 19ου και 20ου αιώνα. Τόσο οι πολεμικές συγκρούσεις, όσο και οι εθνικιστικοί ανταγωνισμοί που κυριάρχησαν στα κράτη της Βαλκανικής χερσονήσου σε συνδυασμό με το κίνημα των Νεοτούρκων, αποτέλεσαν τον πυρήνα της εκδίωξης.

Κύματα προσφύγων άρχισαν να συρρέουν στον ελλαδικό χώρο κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα. Πρόκειται για ανθρώπους προερχόμενους από την Ανατολική Ρωμυλία, περιοχή που προσαρτήθηκε στη Βουλγαρία μέσω πραξικοπημάτων. Η μετανάστευσή τους πραγματοποιήθηκε το 1906 και οφείλεται κατά κύριο λόγο στις βιαιοπραγίες των Βουλγάρων εις βάρος των ελληνικών πληθυσμών της περιοχής. Συγχρόνως, ρεύμα και από τη Ρουμανία κατέφθασε στην Ελλάδα, καθώς οι Ρουμάνοι δεν κατάφεραν να πείσουν τους Βλάχους ότι αποτελούν ξεχωριστή μειονότητα που προέρχεται από τους Ρωμαίους. Γι’ αυτόν το λόγο, οι Έλληνες κάτοικοι της Ρουμανίας απελάθηκαν. Έντονη υπήρξε και η μαζική μετακίνηση που διαδραματίστηκε με την υπογραφή της συνθήκης του Βουκουρεστίου το 1913, σύμφωνα με την οποία τερματίζονταν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Συγκεκριμένα, την περίοδο 1912-1913, κατέφθασαν στο ελληνικό κράτος: 5.000 πρόσφυγες από τη Μακεδονία, 5.000 άνθρωποι από περιοχές που είχαν περάσει στην κυριότητα της Σερβίας και περίπου 5.000 Έλληνες από τον Πόντο και τον Καύκασο.

Οι πρώτοι πρόσφυγες, Πηγή εικόνας: Νίκος Ανδριώτης 2020

Αθρόες μετακινήσεις σημειώθηκαν και από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο διάστημα από το 1913 έως και τις αρχές του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Η συγκεκριμένη περίοδος εντάσσεται στον πρώτο διωγμό το 1914. Αιτία της κινητικότητας στάθηκε ο τουρκικός εθνικισμός, που επέδρασε αρνητικά στην αντιμετώπιση των μειονοτήτων, οι οποίες ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επιδίωξη των Οθωμανών ήταν σαφώς η απομάκρυνση των μειονοτήτων και αφετέρου η καθιέρωση της ομοιομορφίας της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, εκείνη την περίοδο, όπως είναι ευρέως γνωστό, θα ερχόταν στο προσκήνιο το ζήτημα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Επομένως, οι διώξεις που συνέβησαν στη δυτική Μ. Ασία εξυπηρετούσαν διαφορετικές σκοπιμότητες. Οι Έλληνες της περιοχής είχαν συγκεντρώσει στην κατοχή τους το σύνολο του εμπορίου και της βιομηχανίας. Θα μπορούσαμε να πούμε πώς η εκδίωξή τους ήταν μια «επιχείρηση», όπου υποκινήθηκε από τους Γερμανούς στο πλαίσιο της συμμετοχής της Τουρκίας στον Πόλεμο. Εξάλλου, όσα είχαν περιέλθει στην κυριότητα των Ελλήνων, στάθηκαν πλήγμα στην οικονομική ευμάρεια των Γερμανών. Εν αντιθέσει, ο αποκλεισμός τους θα παρουσίαζε θετικό πρόσημο για τους «υποκινητές». Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν η μετακίνηση 100.000 προσφύγων στο ελλαδικό έδαφος, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία. Ο αριθμός των προσφύγων που αναζήτησαν εκεί το καταφύγιό τους ανέρχεται στους 40.000 προερχόμενοι από τη Δυτική Θράκη και ακόμη 1.200 από την Αγαθούπολη, περιοχή της Βουλγαρίας.

Αργότερα, κατά την περίοδο 1914-1921, υπολογίζεται ότι έφτασαν στη Μακεδονία περίπου 130.000 πρόσφυγες. Κάτοικοι της Βουλγαρίας μετακινήθηκαν προς την Ελλάδα με την υπογραφή της συνθήκης του Νεϊγύ, σύμφωνα με την οποία η Δυτική Θράκη θα παραχωρούνταν στο ελλαδικό έδαφος από το βουλγαρικό. Συγχρόνως, Έλληνες από τη Ρωσία, εξαιτίας της Ρωσικής Επανάστασης αναγκάστηκαν να επαναπατριστούν. Ο συνολικός αριθμός των προσφύγων που βρήκε καταφύγιο στη χώρα μέχρι το 1920 ανέρχεται στους 800.000. Κυριότεροι προορισμοί τους ήταν: η Μακεδονία, η Αθήνα και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.

Ωστόσο, αποκορύφωμα του προσφυγικού αποτέλεσε ο ξεριζωμός του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη το 1922, που ολοκληρώθηκε με την ανταλλαγή πληθυσμών και τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάνης. Μετά την ήττα και την κατάρρευση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, πρόσφυγες από τον Πόντο, τη Δυτική Μικρά Ασία και το Μαρμαρά διέφυγαν στην Ελλάδα αναζητώντας τη σωτηρία τους. Η αλήθεια είναι πως μαζικές μετακινήσεις είχαν πραγματοποιηθεί και νωρίτερα από τη σφαγή της Σμύρνης. Τον Αύγουστο του 1922, σε διάφορες περιοχές της Μικράς Ασίας, Έλληνες έπεσαν θύματα των βιαιοπραγιών-φρικαλεοτήτων των Τούρκων, με αποτέλεσμα να εκδιωχθούν. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, έλαβε τέλος το εχθρικό αυτό καθεστώς με την Ανακωχή των Μουδανιών. Αμέσως, πλήθος ανθρώπων προερχόμενο από την Ανατολική Θράκη και από τον Πόντο κατέφθασε στην Ελλάδα. Στις 24 Ιουλίου 1923 υπογράφηκε η Σύμβαση της Λωζάνης, η οποία όριζε την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Με την εφαρμογή της, ήλθαν στο ελληνικό κράτος οι τελευταίοι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία.

Πηγή εικόνας: Ιστορία Ελληνικού Έθνους, 1978

Στην απογραφή του 1928 γίνεται λόγος για 1.220.000 πρόσφυγες. Αρκετοί ήταν βέβαια αυτοί που έχασαν τη ζωή τους κατά τον πρώτο χρόνο της άφιξής τους στη χώρα. Οι αρρώστιες της εποχής σε συνδυασμό με την άσχημη ψυχολογική κατάσταση αποτέλεσαν αιτία αποδεκατισμού του πληθυσμού, αλλά και πληγών που χρειάστηκαν δεκαετίες για να επουλωθούν. Το ελληνικό κράτος έπρεπε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα και να λάβει μέτρα, άμεσα, για την αποκατάσταση των προσφύγων. Λόγω των τεράστιων οικονομικών προβλημάτων της χώρας, ιδίως όσον αφορά τον αγροτικό χώρο, η αποκατάσταση των προσφύγων κρίθηκε ως η καταλληλότερη λύση που θα έφερε σαν αποτέλεσμα την ανάκαμψη της Ελλάδας στη βιομηχανία και τη γεωργική παραγωγή.

Η «Αγροτική Μεταρρύθμιση» αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο αυτής της προσπάθειας. Συντέλεσε καταλυτικά, καθώς έθεσε σε εφαρμογή όλα τα αιτήματα των αγροτών και κατήργησε την αξία της ιδιοκτησίας. Συνεπώς, γνώρισε μεγάλη άνθιση ο γεωργικός τομέας και περισσότερος κόσμος εγκαταστάθηκε στην ύπαιθρο, μειώνοντας με αυτόν τον τρόπο, την εγκληματικότητα στα αστικά κέντρα.

Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, αρκετοί ήταν εκείνοι που πέθαναν κατά το πρώτο διάστημα της άφιξής τους στην Ελλάδα. Το μείζον θέμα της υγείας έπρεπε να διευθετηθεί. Διενεργήθηκαν άμεσα μαζικοί εμβολιασμοί και ιδρύθηκαν ειδικά νοσοκομεία για αυτόν το σκοπό. Διεθνείς οργανώσεις συνέδραμαν επικουρικά για την επίτευξη του στόχου. Ενδεικτικά, ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός, εκτός από την περίθαλψη, φρόντισε και ορφανά παιδιά.

Πηγή εικόνας: protothema.gr

Θέμα που έχρηζε άμεσης αντιμετώπισης, υπήρξε η οριστική αποκατάσταση και ενσωμάτωση των ανθρώπων στην ελληνική κοινωνία. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1923, ιδρύθηκε η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων με κύριο μέλημά της, την εξασφάλιση μόνιμης στέγασης και παραγωγικής απασχόλησης των προσφύγων. Το κράτος διέθεσε στην ΕΑΠ οικόπεδα για την ανέγερση αστικών συνοικισμών, καθώς και ένα μεγάλο χρηματικό ποσό προερχόμενο από φόρους.

Όσον αφορά τη στέγαση, υπήρξε ειδική μέριμνα για τον αστικό και το γεωργικό τομέα. Για τους αγρότες, με τη συμβολή της ΕΑΠ, κατασκευάστηκαν σπίτια ή τους παρείχαν τα απαραίτητα υλικά για την κατασκευή τους. Για τους αστούς, ιδρύθηκαν συνοικισμοί κατ’ επέκταση των πόλεων όπου ήταν εγκατεστημένοι. Το κράτος τους προσέφερε μικρά σπίτια, με λίγους χώρους, που πολλές φορές ήταν και διαφορετικά μεταξύ τους. Για τους πρόσφυγες που βρίσκονταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση, οι συνθήκες ήταν πολύ πιο εύκολες. Δεν άργησαν να «γίνουν ένα» με τους κατοίκους της περιοχής και να προχωρήσουν στην αγορά κατοικιών. Εν αντιθέσει, οι άποροι παρέμειναν σε καλύβες και πρόχειρα καταλύματα κοντά στους συνοικισμούς.

Αδιαμφισβήτητα, οι πρόσφυγες αποτέλεσαν ένα βαρύ φορτίο για τον ελληνικό κράτος. Ταυτόχρονα όμως ήταν πολύ σημαντικά όσα έφεραν στις λιγοστές «αποσκευές» τους οι βασανισμένοι αυτοί άνθρωποι. Κατά την εγκατάστασή τους, «μετέφεραν» την κουλτούρα και τις παραδόσεις τους, που ενσωματώθηκαν με των Ελλήνων, εξελίσσοντας και εμπλουτίζοντας τον υπάρχοντα πολιτισμό. Έτσι, το ελληνικό κράτος αντιμετώπισε μια κατάσταση υψίστης σημασίας καταφέρνοντας να επωφεληθεί.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Συλλογικό έργο, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΕ΄, «Νεώτερος Ελληνισμός από το 1913 έως το 1941», Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1978
  • Αλέξιο Σαμαρτζή, Νίκος Κελέρμενος, Μνήμη Μικρασιατικής Καταστροφής 1922-2002 (80 χρόνια), Εκδόσεις Ιερά Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας, Λεβάδεια 2003
  • Αθανάσιος Διαμαντόπουλος, Η ιστορία των Ελλήνων και του Καυκάσου στο Καρς και στο Κιλκίς, Ιδιωτική Έκδοση, Αθήνα 2001
  • Απόστολος Βακαλόπουλος, Νέα Ελληνική Ιστορία από το 1204 έως τις αρχές του 21ο αιώνα, 5η έκδοση, Εκδόσεις Ηρόδοτος
  • Κώστας Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα, Εκδόσεις Έξαντας, Αθήνα 1975
  • Νικόλαος Ανδριώτης, Πρόσφυγες στην Ελλάδα 1821-1940, Εκδόσεις Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2020

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Τζένη Βέργη
Τζένη Βέργη
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι φοιτήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ, στο Τμήμα Φιλολογίας και βρίσκεται στο δεύτερο έτος των σπουδών της, επιθυμώντας να ακολουθήσει τον κλασικό τομέα. Παράλληλα, ασχολείται με το άθλημα της πετοσφαίρισης εδώ και 12 χρόνια. Στα ενδιαφέροντά της εντάσσεται η εκμάθηση ξένων γλωσσών, καθώς ήδη γνωρίζει την αγγλική και τη γερμανική. Με την αρθρογραφία θα ήθελε να εξελιχθεί στον τομέα της έρευνας και της κριτικής σκέψης.