Της Μαρίας – Ειρήνης Τζαμάκου,
Η γραφή πέρα από τον βασικό της σκοπό, ο οποίος είναι η επικοινωνία, επιτελεί και έναν πολύ σημαντικό ρόλο στον χώρο της γραφολογίας. Με άλλα λόγια, δεν χρησιμοποιείται μόνο για να βοηθήσει τις επαφές μεταξύ των ανθρώπων. Τα στοιχεία της γραφής, όπως η πίεση, η ταχύτητα, η μορφή, η διάταξη και το μέγεθος, αποτυπώνουν την προσωπικότητα του γράφοντος και φέρνουν στο φως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Για να γίνουμε, όμως, πιο συγκεκριμένοι θα πρέπει να μελετήσουμε την επιστήμη της γραφολογίας.
Αρχικά, λοιπόν, ως γραφολογία ορίζεται η επιστήμη που μελετά και αναλύει τον γραφικό χαρακτήρα, με σκοπό τη σκιαγράφηση της προσωπικότητας του ατόμου. Κάθε ειδικός ερευνητής γραφολόγος έχει ως έργο του την ερμηνεία των ορατών γραφολογικών σημείων της γραφής, χάρη στα οποία μπορούν να αποκαλυφθούν ποινικά κολάσιμες πράξεις, όπως αυτή της πλαστογραφίας. Αυτό που απαιτείται, επομένως, σε τέτοιες περιπτώσεις είναι να μπορέσει ο γραφολόγος να αναγνωρίσει τα στοιχεία εκείνα που παραπέμπουν σε πλαστή γραφή. Πώς θα μπορέσει να το κάνει αυτό;
Οι δικαστικοί γραφολόγοι βασίζονται καταρχήν στη μέθοδο της ανάλυσης, σύγκρισης και αξιολόγησης των γραφολογικών ευρημάτων. Ο εξεταστής θα πρέπει να αναζητήσει το πρωτότυπο των ύποπτων εγγράφων, να αξιολογήσει τα χειρόγραφα έγγραφα και να προσδιορίσει εάν διαθέτουν τα χαρακτηριστικά φυσικού χειρογράφου. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι τα έγγραφα μπορεί να έχουν επηρεαστεί από δυσμενείς παράγοντες, όπως από σοβαρές ασθένειες, εξωτερικούς παράγοντες, κατάχρηση ουσιών του γράφοντος και να μην είναι πλαστά.
Η αμφισβήτηση της γνησιότητας της γραφής στα έγγραφα είναι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο στις καθημερινές συναλλαγές και απασχολεί ιδιαιτέρως την Ποινική Δικαιοσύνη λόγω αύξησης της εγκληματικότητας. Οι πιο ευδιάκριτες ενδείξεις πλαστότητας είναι οι διαφοροποιήσεις της μορφής χάραξης, της ύπαρξης άγνωστων στοιχείων χάραξης σε σύγκριση με την αυθεντική γραφή και υπογραφή. Οι ενδείξεις αυτές εμφανίζονται με διακοπτόμενη ταχύτητα, με μη φυσιολογικές αυξομειώσεις της έντασης πίεσης και με γραφικό τρόμο. Κατά τον Alain Buquet, η γραφική κίνηση που δεν ακολουθεί τους κανόνες της γραφής (γραφικές διαταραχές), εμφανίζεται με παθολογικότητα, όπως ανομοιογένεια, δυσγραφία και «αγραφία» (με τον όρο «αγραφία» χαρακτηρίζουμε τις ποιοτικές διαταραχές της γραφής και τη δυσχέρεια, μερική ή ολική, του ανθρώπου να γράφει με ορθό τρόπο γράμματα, λέξεις ή φράσεις).
Η ειδική μορφή των γραφικών διαταραχών δύναται να προσδιορίσει το είδος της ασθένειας του γράφοντος. Τόσο οι νευρο-ψυχοσωματικές, οργανικές, ψυχο-πνευματικές καταστάσεις όσο και η επίδραση τοξικών ουσιών και ναρκωτικών μπορούν να γίνουν ορατές μέσω της γραφής. Αναφορικά με την αλλοίωση της γραφής λόγω μέθης, έχει αποτυπωθεί από την Τοξικολογία ότι το οινόπνευμα μετά από την κατάποση και διάχυση στο αίμα επιδρά στα εξωπυραμιδικά κέντρα του εγκεφάλου, τα οποία επηρεαζόμενα από τις τοξικές ουσίες λειτουργούν ανωμάλως. Αυτό έχει ως συνέπεια ότι οποιαδήποτε διαταραχή συμβαίνει στο κέντρο του εγκεφάλου εκδηλώνεται και με αλλοιώσεις επί του γραφικού χαρακτήρα του γράφοντος.
Η πιο σημαντική αταξία της γραφικής κίνησης είναι ο γραφικός τρόμος, ο οποίος χαρακτηρίζεται από εναλλαγές και αυξομειώσεις αιωρήσεων και ταλαντώσεων. Διακρίνεται σε οριζόντιο (Parkinson), κάθετο (αλκοολισμός) και μεικτό (γεροντική γραφή), με κριτήριο την κατεύθυνση των εναλλασσομένων αιωρήσεων. Η γραφή του Παρκινσονικού ασθενούς εμφανίζει οριζόντιο γραφικό τρόμο, λεπτό και μικρό από αριστερά προς δεξιά (τύπου ζικ-ζακ). Η γεροντική γραφή, από την άλλη, εμφανίζει μεικτό γραφικό τρόμο (κάθετο και οριζόντιο), με διακοπές, με άνισες και ασταθείς γραφικές ταλαντώσεις.
Εκτός από τα παραπάνω, ο γραφικός τρόμος κατηγοριοποιείται: στους αυθεντικούς γραφικούς τρόμους και στους προσποιητούς γραφικούς τρόμους. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει η γραφή του αγραμμάτου, η γραφή του πάσχοντος από ελαφριά ή βαρειά γεροντική άνοια, η γραφή προσώπου με αδυναμία χάραξης, η γραφή προσώπου με νευρικές και ψυχοσωματικές διαταραχές, η γραφή που χαράσσεται επί υποστρώματος ανώμαλης επιφάνειας και η γραφή δια της καθοδηγούμενης χειρός. Οι γραφικοί τρόμοι της δεύτερης κατηγορίας έχουν ως αιτίες την προσπάθεια για απόδοση παθολογικού ή γεροντικού τρόμου, την απομίμηση περιστασιακού γραφικού τρόμου και την προσπάθεια για απόδοση υποβασταζόμενης χειρός.
Γίνεται, συνεπώς, αντιληπτό ότι ο γραφικός τρόμος μπορεί να προέρχεται από διάφορους δυσμενείς παράγοντες οι οποίοι διαταράσσουν τη γραφική κίνηση και δημιουργούν μια αλλόκοτη μορφή. Μπορεί, ωστόσο, να αποτελεί μια προσποιητή προσπάθεια, η οποία με δόλο αλλοιώνει τη μορφή της γραφής, με στόχο την ευνοϊκότερη μεταχείριση σε μια δίκη, την παραπλάνηση του αναγνώστη κ.λπ.. Ο κίνδυνος μιας τέτοιας ενέργειας είναι υποστατός. Βέβαια, η εξέλιξη της τεχνολογίας είναι με το μέρος των δικαστικών γραφολόγων, διότι έχει συμβάλει στην ορθότερη και ταχύτερη επίλυση των προβλημάτων που απασχολούν τη Δικαστική Γραφολογία. Οι περιπτώσεις που χρήζουν διερεύνηση ανατίθενται στα χέρια των ειδικών γραφολόγων και με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζονται τα χειρόγραφα έγγραφα και προστατεύονται οι έννομες συναλλαγές.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Κουράκης Νέστωρ, Συμβολές στη μελέτη της Ανακριτικής, Δεύτερη Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα
- The Art of Crime, Βασιλική Σαλεσιώτη, Διάγνωση των στοιχείων της παρακμής ή αλλοίωσης της γραφής και της υπογραφής –Διασφάλιση των χειρόγραφων εγγραφών στην εποχή της ηλεκτρονικής τεχνολογίας, Νοέμβριος 2017, διαθέσιμο εδώ