Της Κέλλυς Πάντου,
Χωρίς μεγάλη έκπληξη, ακόμα και η οικονομική οργάνωση μιας κοινωνίας κάνει φυλετικές διακρίσεις. Από τη συγκριτικά χαμηλότερη μισθοδοσία μέχρι και τον επιπλέον φόρο που επιβάλλεται στα «γυναικεία» προϊόντα, σίγουρα δεν συμφέρει οικονομικά να είσαι γυναίκα τη σημερινή εποχή.
Από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα η γυναικεία συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό αυξάνεται με εκθετικό ρυθμό. Οι γυναίκες άρχισαν να εργάζονται περισσότερες ώρες και να διεκδικούν υψηλότερη εκπαίδευση. Ωστόσο, τα επίπεδα διαφοράς μεταξύ των μισθών των δύο φύλων εμμένουν και παραμένουν μεγάλα. Τι είναι όμως το μισθολογικό χάσμα των φύλων (gender wage gap); Σε πρώτο πλάνο είναι η εισοδηματική διαφορά, πάντοτε για τις ίδιες εργατοώρες, για την ίδια «ποσότητα» εργασίας. Ακόμα και όταν κρατήσουμε όλους τους εξωτερικούς παράγοντες σταθερούς, το πρόβλημα εξακολουθεί να υφίσταται, γεγονός που δείχνει πως έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με το φύλο του εργαζόμενου. Για να δούμε πρακτικά τη θεωρία, το 2021 μια γυναίκα πληρώνεται 82 σεντς για κάθε δολάριο που παίρνει ένας άντρας συνάδελφος. Ο μέσος ανδρικός μισθός είναι 18% υψηλότερος του γυναικείου. Το ποσοστό αυτό έχει βελτιωθεί κατά 1% από το 2020, ενώ κατά 8% από το 2015. Ακόμα, με την πανδημία που ξέσπασε, οι γυναίκες στον χώρο εργασίας αντιμετώπισαν άνισα επίπεδα ανεργίας, σε σχέση με το άλλο φύλο. Εστιάζοντας στην ήπειρο της Ευρώπης, το μισθολογικό χάσμα ανέρχεται, με δεδομένα του 2019, σε 14,1%, με το 67,3% των γυναικών να βρίσκονται στην αγορά εργασίας, και το 79% των ανδρών. Τα ποσοστά αυτά όπως καταλαβαίνουμε, δυστυχώς αμβλύνονται όταν γίνεται λόγος για μη λευκές γυναίκες ή με οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα που τις καθιστούν στερεοτυπικά κατώτερες στις πατριαρχικές κοινωνίες μας.
Ποιος ο λόγος όμως πίσω από την άνιση μισθολογική μεταχείριση κατά των γυναικών; Γύρω στο 30% του συνολικού ποσοστού του χάσματος εντοπίζεται στον τομεακό διαχωρισμό της εργασίας. Με αυτό εννοούμε την υπερεκπροσώπηση της γυναίκας σε σχετικά χαμηλόμισθους τομείς, όπως αυτοί της φροντίδας και της εκπαίδευσης, ενώ οι πιο υψηλόμισθοι τομείς όπως η επιστήμη, η τεχνολογία, τα μαθηματικά και η μηχανική, απασχολούνται κατά κανόνα από άνδρες. Επίσης, οι γυναίκες συγκριτικά αφιερώνουν λιγότερο χρόνο σε μισθωτή εργασία και παραπάνω σε άμισθη από τους ετερόφυλούς τους. Αν λάβουμε υπόψη ακόμα, πως κάτω από 10% των ατόμων σε διοικητικές θέσεις είναι γυναίκες, υπογραμμίζεται και η διαφορά στις προτιμήσεις και την εμπιστοσύνη που δείχνει η ίδια η αγορά εργασίας στις ικανότητες και δυνατότητες του γυναικείου φύλου. Το επάγγελμα με την μεγαλύτερη μισθολογική απόκλιση στην Ευρώπη είναι αυτό του μάνατζερ, με τον γυναικείο μισθό να βρίσκεται κάτω από τον ανδρικό κατά 23%. Η σκληρή αυτή πραγματικότητα συνεχίζει να χαρακτηρίζει τις κοινωνίες μας, παρότι το 1957 θεσπίστηκε η αρχή του ίσου μισθού για ίση εργασία στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες.
Το μισθολογικό χάσμα των δύο φύλων δεν είναι μόνο περίπλοκο και αποχρωματισμένο, αλλά και επίμονο. Χωρίς επικαιροποιημένη και ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση της ισότητας των αμοιβών, το χάσμα συνέκλινε μόνο κατά 4 σεντς την τελευταία δεκαετία. Με τον ρυθμό αυτό, οι γυναίκες θα αμείβονται ισότιμα το 2059.
Πέρα από το μισθολογικό κομμάτι, η διάκριση συνεχίζεται και στον τομέα της κατανάλωσης. Ολόκληρος ο κύκλος ροής χρήματος από τα γυναικεία χέρια είναι φανερά επιβαρυμένος και άδικος σε σχέση με αυτόν των ανδρών. Ο λόγος γίνεται για τον επονομαζόμενο ροζ φόρο (pink tax), που κάνει τα προϊόντα στην αγορά που απευθύνονται σε γυναικείο κοινό, πιο ακριβά από τα ανδρικά αντίστοιχα. Υπολογίζεται πως μια γυναίκα στα τριάντα χρόνια της, θα έχει πληρώσει 40.000 δολάρια παραπάνω από όσα ένας άνδρας αγοράζοντας αντίστοιχα προϊόντα, απλώς με διαφορετικό φυλετικό προσωνύμιο. Τι εννοούμε όμως όταν αναφερόμαστε σε γυναικεία και ανδρικά προϊόντα; Τα τελευταία συνήθως εμφανίζονται σε συσκευασίες με μαύρο ή σκούρο μπλε χρώμα, ενώ χαρακτηρίζονται με επίθετα πιο έντονα και δυναμικά. Αντίθετα τα γυναικεία προϊόντα συσκευάζονται σε ανοιχτόχρωμες συσκευασίες, με πιο ανάλαφρα και χρωματιστά επίθετα να τα περιγράφουν. Η κύρια διαφορά τους ωστόσο παραμένει η τιμή.
Όμως δεν μιλάμε για έναν φόρο εξ ορισμού. Αντίθετα, αναφερόμαστε σε ένα εισοδηματικά προσανατολισμένο σενάριο των επιχειρήσεων, μια ευκαιριακή εκμετάλλευση με καπιταλιστικές βάσεις, που ορίζει για μια εταιρία ότι μπορεί να βγάζει παραπάνω κέρδος μέσω στρατηγικών μάρκετινγκ, χωρίς να διαφοροποιεί το προϊόν αυτό καθαυτό. Παράλληλα με τον ροζ φόρο, ανέρχεται και ο προκλητικός φόρος ταμπόν, που αναφέρεται στην υπερκοστολόγηση των αγαθών γυναικείας υγιεινής και καθαριότητας, αγνοώντας την αναγκαιότητά τους για κάθε γυναίκα παγκοσμίως και ανεξάρτητα από το μισθολογικό χάσμα που αναλύσαμε παραπάνω. Ευτυχώς, στις περισσότερες πολιτείες της Αμερικής και σε όλο και περισσότερες χώρες της Ευρώπης, αυτή η εξωφρενική φορολογία καταργείται και ελέγχεται περισσότερο σήμερα από όσο κάθε άλλη φορά. Παρ’ όλ’ αυτά οι επιχειρήσεις που εξακολουθούν να καρπώνονται και να εκμεταλλεύονται τη γυναικεία καταναλωτική φύση, παραμένουν πολυάριθμες.
Συμπεραίνουμε και επιβεβαιώνουμε, πως η οικονομία και ο κύκλος του χρήματος φαίνεται να προτιμά το ανδρικό φύλο από το γυναικείο. Η φυλετική αυτή διάκριση φτάνει τα όρια του ρατσισμού, με τις γυναίκες να αμείβονται φανερά λιγότερο και να κοστολογούνται, εξίσου έκδηλα, περισσότερο. Ανεξάρτητα από το μορφωτικό επίπεδο, τις ικανότητες, ακόμα και την εμπειρία, το φύλο είναι τελικά ο καθοριστικός παράγοντας της κοινωνικής καταξίωσης και αντιμετώπισης που θα εισπράττει κάθε άτομο. Βέβαια, με το πέρας των χρόνων και ευελπιστώντας με πιο στοχευμένη πολιτική αντιμετώπιση, το χάσμα αυτό γεφυρώνεται και οδεύουμε προς την ουσιαστική ισότητα των δύο φύλων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Pay Scale, διαθέσιμο εδώ
- S. Bureau of Labor Statistics, διαθέσιμο εδώ
- Center of American Progress, διαθέσιμο εδώ
- European Commission, διαθέσιμο εδώ
- Eurostat, διαθέσιμο εδώ