Της Κατερίνας Σφυράκη,
Μεγαλώνοντας, θυμάμαι τη μαμά μου να βάζει πάντα στο ραδιόφωνο τους σταθμούς «Ερωτικός» και «Χρώμα», ενώ αργότερα διάλεγε στο YouTube Πασχαλίδη, Αλκίνοο, Μαχαιρίτσα και λοιπούς «έντεχνους» τραγουδιστές από το καλλιτεχνικό στερέωμα. Κάπως έτσι ξεκίνησε θαρρώ αυτή η σχέση αγάπης με το έντεχνο τραγούδι, εξελίχθηκε και συνεχίζει να εξελίσσεται. Θα με συντροφεύει και θα έχει πάντα στην καρδιά μου μια θέση ξεχωριστή, μα θα με τυραννάει συνέχεια μια σκέψη. Μήπως η έννοια του «εντέχνου» είναι λιγάκι ελιτίστικη; Στο κάτω κάτω, ποιος ορίζει τις μουσικές κατηγορίες; Κι αν ορισμένοι καλλιτέχνες και τα τραγούδια τους εντάσσονται στην κατηγορία της έντεχνης μουσικής, οι υπόλοιποι τι είναι; Άτεχνοι;
Επιχειρώντας για αρχή έναν ορισμό του έντεχνου τραγουδιού, θα λέγαμε ότι πρόκειται για ορχηστρική μουσική η οποία στηρίζεται κατά βάση σε ελληνικές παραδοσιακές μελωδίες, συνταιριάζοντας ωστόσο και σύγχρονα μουσικά όργανα και ρυθμικά στοιχεία. Είναι μια παράδοση μελοποιημένης ποίησης, καθώς μουσικά αφομοίωσε δημιουργικά τη λαϊκή μουσική παράδοση και το ρεμπέτικο, αλλά υπήρξε ανοιχτό στην επιλεκτική προσέγγιση κλασσικών και σύγχρονων μουσικών ρευμάτων. Στιχουργικά εμπνεύστηκε από την εγχώρια ποιητική παραγωγή, ενώ παράλληλα χρησιμοποίησε και τον λόγο ξένων ποιητών. Το έντεχνο τραγούδι απέκτησε μεγάλη απήχηση και σημάδεψε τον ελληνικό λαό, καθώς συνδέθηκε με τον αγώνα κατά της δικτατορίας. Οι πρώτες του εμφανίσεις εντοπίζονται στα τέλη της δεκαετίας του ’50 με πρωτεργάτες τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη. Ο τελευταίος, μάλιστα, ορίζει το έντεχνο λαϊκό τραγούδι ως «ένα σύγχρονο σύνθετο μουσικό έργο τέχνης που θα μπορεί να αφομοιωθεί δημιουργικά από τις μάζες».
Γλωσσολογικά ο όρος «έντεχνο» υποδηλώνει αυτό το είδος τραγουδιού το οποίο βρίσκεται μέσα στην τέχνη. Πρόκειται για μια έννοια που, όπως προείπαμε, δημιουργεί προβληματισμό. Συγκεκριμένα, στο μυαλό πολλών ατόμων εκφράζει μια (ψευδο)ανωτερότητα και υποβαθμίζει αυτομάτως όσα μουσικά κομμάτια δεν ανήκουν στο συγκεκριμένο είδος. Παρατηρείται ιδιαίτερα συχνά ότι το έντεχνο συνδυάζεται με το «ποιοτικό», χωρίς ωστόσο η άποψη αυτή να τεκμηριώνεται μουσικά και χωρίς φυσικά να υπάρχουν κριτήρια που να θέτουν την ποιότητα αυτή εντός συγκεκριμένων πλαισίων και κριτηρίων. Συχνά ακούμε, μέσω λογικών αλμάτων πως ό,τι δεν είναι έντεχνο είναι άτεχνο, αλλά είναι πράγματι αυτός ο σκοπός της έννοιας «έντεχνο»;
Η αλήθεια είναι πως το έντεχνο ως κατηγορία προσδιορίζει το είδος που δεν εμπίπτει ούτε στο λαϊκό και ελαφρολαϊκό τραγούδι αλλά ούτε και στα ποπ ή ροκ κομμάτια. Είναι κάτι το διαφορετικό που, παρά τους ορισμούς που μπορεί κατά καιρούς να δόθηκαν και να δίνονται, προκαλούσε και θα εξακολουθεί να εγείρει ερωτήματα για το τι είναι, τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά. Οι ίδιοι οι έντεχνοι καλλιτέχνες ή ορθότερα αυτοί που θεωρούνται έντεχνοι από την κοινή γνώμη αμφισβητούν πολλές φορές τον όρο και προβάλλουν τις αντιρρήσεις και τον προβληματισμό τους. Αποτελεί πάντως κοινή παραδοχή ότι σε καμία περίπτωση ο όρος δεν έχει σκοπό να θίξει άλλους συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδιστές. Η σύγχρονη εξάλλου δομιστική και σημειωτική προσέγγιση μας επιτρέπει να αντιληφθούμε το γεγονός ότι μια λέξη, δηλαδή το σημαίνον, είναι τις περισσότερες φορές ένας αυθαίρετος σχεδιασμός που δεν σχετίζεται με τη σημασία της λέξης, δηλαδή το σημαινόμενο. Έτσι λοιπόν, το έντεχνο δεν παρουσιάζεται επί σκοπού ως κάτι το ανώτερο που δεν μπορεί να συνυπάρξει με άλλα είδη μουσικής ή ως κάτι καλύτερο που (αυτο)τοποθετείται στην πρώτη θέση ενός διαγωνιστικού βάθρου. Δεν υπήρξαν και δεν θα υπάρξουν πιθανότατα αντικειμενικά πειστήρια για να αποδείξουν αυτή την υπεροχή που του προσάπτεται, γεγονός που δεν ισχύει μονάχα για το συγκεκριμένο μουσικό είδος αλλά και για κάθε άλλο είδος τέχνης.
Ακόμη, στην προσπάθεια να αντιληφθεί κανείς για ποιον λόγο αξίζει να υπάρχουν κατηγορίες και να διαχωρίζονται τα μουσικά είδη μεταξύ τους δίνεται συνήθως αυτή η απάντηση: για να ξεχωρίζει το ένα απ’ το άλλο και να μην υπάρχουν παρανοήσεις για το στυλ και τις προτιμήσεις τόσο του καλλιτέχνη όσο και του κοινού. Η απάντηση αυτή φαντάζει για αρχή απλοϊκή, αλλά η πραγματική της διάσταση προβληματίζει σε μεγάλο βαθμό. Η κατηγοριοποίηση βάσει αυτής της άποψης δεν πρόκειται μονάχα για μια απλή ταξινόμηση, αλλά για έναν διαχωρισμό που απομακρύνει το ένα είδος από το άλλο και έτσι η μουσική κινδυνεύει να χωρίζει αντί να ενώνει. Την ομορφιά του κάθε είδους την γνωρίζει και την αισθάνεται καθένας ξεχωριστός ακροατής που απολαμβάνει την μουσική πότε στην διαπασών και πότε χαμηλόφωνα, που κλαίει αλλά και γελά με στίχους και μελωδίες, που εμπνέεται, ζει κι ονειρεύεται.
Η μουσική είναι ένα από τα ύψιστα ευρήματα του ανθρώπου, μια συντροφιά που αλλάζει μορφές ανάλογα με τα κέφια και τις ορέξεις μας και αναμφίβολα κανείς δεν έχει το δικαίωμα να κριτικάρει και να χλευάζει τις μουσικές επιλογές ενός άλλου ατόμου. Η εικόνα που έχουμε για την ποιότητα των τραγουδιών είναι άλλωστε υποκειμενική και μπορεί συχνά να αλλάζει ακόμη και για εμάς τους ίδιους. Όσοι αγαπήσαμε και αγαπάμε το έντεχνο ξέρουμε ένα πράγμα: τα τραγούδια θα είναι πάντα συνδεδεμένα με καταστάσεις, συναισθήματα και ανθρώπους κι αυτό δεν μπορεί να το αλλάξει καμιά ορολογία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Τα είδη της Μουσικής. Διαθέσιμο εδώ
- Μουσικά προάστια: Για τον όρο έντεχνο. Διαθέσιμο εδώ
- Από το «έντεχνο» στο «λόγιο». Διαθέσιμο εδώ