Της Χριστίνας Γιαμούζη,
Μια από τις σημαντικότερες τέχνες που συναντάμε σε μουσεία όλου του κόσμου δεν είναι άλλη από τη ρωμαϊκή τέχνη. Αποτελεί μία από τις διασημότερες τέχνες, μαζί φυσικά με την αρχαία ελληνική. Παρατηρώντας κανείς τα γλυπτά, τα οικοδομήματα, τα αγγεία και άλλα πολλά, δεν μπορεί να αρνηθεί ότι αυτές οι δύο τέχνες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, έχοντας φυσικά και ομοιότητες, αλλά και διαφορές. Η καθεμιά έχει τις δίκες της πινελιές που ξεχωρίζουν και εντυπωσιάζουν τον σύγχρονο κόσμο. Ο ελληνικός πολιτισμός αποτέλεσε μεγάλη επιρροή για τους Ρωμαίους. Ετσι, δανείστηκαν στοιχεία του και τα προσάρμοσαν στη δική τους τέχνη. Κατά κύριο λόγο, τα ελληνικά έργα τα αναπαρήγαγαν ή περιήλθαν σε αυτούς ως λεία από στρατιωτικές επιχειρήσεις. Κάποια έργα, όμως, τα αγόραζαν οι ίδιοι, όπως για παράδειγμα ο Κικέρων με τη συλλογή χάλκινων έργων. Η Ρώμη εκείνη την εποχή αποτέλεσε το μεγαλύτερο κέντρο μαζικής παραγωγής έργων τέχνης. Γρήγορα οι Ρωμαίοι αντιλήφθηκαν την αξία των έργων και κατάλαβαν ότι η τέχνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως φορέας πολιτικών, κοινωνικών και θρησκευτικών αξιών. Πρέπει να τονιστεί ότι οι Ρωμαίοι πέρα από τον ελλαδικό χώρο επηρεάστηκαν και από τις ελληνικές πόλεις που βρίσκονταν στην Κάτω Ιταλία και Σικελία.
Οι Ρωμαίοι υιοθέτησαν μορφολογικά στοιχεία της ελληνικής τέχνης για να τα χρησιμοποιήσουν συχνά για διαφορετικούς στόχους σε σχέση με την ελληνική. Σημαντικό γεγονός αποτελεί ο εκρωμαϊσμός του ελληνικού λεξιλογίου σε έργα όλων των κατηγοριών με σκοπό να εκφράσουν τον δικό τους κόσμο. Τα στοιχεία που δανείστηκε η ρωμαϊκή γλυπτική από την ελληνική ήταν η στάση του ανθρώπινου σώματος, η εξιδανίκευση, ο ρυθμός και η κίνηση, χωρίς όμως να λαμβάνουν υπόψιν τους την ιστορική διαδοχή των φάσεων της ελληνικής τέχνης. Οι στιλιστικές διαφορές των ρωμαϊκών γλυπτών προκύπτουν είτε από την κοινωνική θέση είτε από τα ίδια τα θέματα. Στις θεότητες χρησιμοποιούνται κλασικά μορφολογικά χαρακτηριστικά, ενώ στις απεικονίσεις θνητών προσώπων το «απλούστερο» στιλ. Χάρη στη ρωμαϊκή τέχνη και την αγάπη των καλλιτεχνών για τα αρχαιοελληνικά έργα, έχουμε διάφορα ρωμαϊκά αντίγραφα που μας δίνουν την ευκαιρία να συναντήσουμε τα χαμένα ελληνικά έργα.
Σύνταγμα Αθηνάς και Μαρσύα
Χρονολογείται το 450-440 π.Χ., (υψ. 1,49 μ., 1,56 μ.) το αυθεντικό ήταν χάλκινο, αλλά μας έχει διασωθεί σε, διαφόρων υλικών, ρωμαϊκά αντίγραφά. Σήμερα ένα εξ’ αυτών βρίσκεται στο Βατικανό. Οι πηγές που είχαν οι Ρωμαίοι για τη δημιουργία του συντάγματος αποτελούσαν οι διαφορές απεικονίσεις του σε αγγεία, σε νομίσματα και σε άλλα έργα τέχνης.
Φυσικά, πίσω από κάθε άγαλμα υπάρχει και ένας μύθος που το συνοδεύει. Ο μύθος ξεκινά με την Αθηνά να επινοεί ένα μουσικό όργανο, τον διπλό αυλό (δίαυλος), άλλα μόλις διαπίστωσε ότι όταν το φυσούσε παραμορφωνόταν το πρόσωπο της, τον πέταξε μακριά. Εκεί ο Σειληνός Μαρσύας αποφασίζει να τον «αρπάξει», καθώς πίστευε ότι ήταν πολύ καλός στη μουσική. Η υπεροψία του τον έφτασε στο σημείο να προκαλέσει σε αγώνα τον ίδιο το θεό Απόλλωνα με τραγική, φυσικά, κατάληξη για τον Μαρσύα.
Η μορφή της Αθηνάς φέρει τα γνωστά χαρακτηριστικά της στοιχεία, δηλαδή το κράνος, το δόρυ και τον πέπλο. Η θεά φαίνεται σαν να φεύγει προς τα δεξιά και να στρέφει το κεφάλι προς τα δεξιά, προβάλλοντας προς την ίδια πλευρά και το αριστερό σκέλος. Ο Μαρσύας φαίνεται να πλησιάζει με μια χορευτική κίνηση τους αυλούς, κοιτώντας τους με έκπληξη. Ανάμεσα σε αυτά τα δυο γλυπτά παρατηρούνται διάφορα στοιχεία όπως η αντιθετική στάση των μορφών, αλλά και των προσώπων τους. Η θεά έχει μια πιο ήρεμη κίνηση και ένα αρκετά γαλήνιο πρόσωπο, τα οποία έρχονται σε αντίθεση με την έντονη ενστικτώδη κίνηση του Μαρσύα και τα αποκρουστικά, ζωώδη χαρακτηριστικά του προσώπου του. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο καλλιτέχνης εντάσσει τις μορφές σε ένα τρισδιάστατο χώρο, αλλά ουσιαστικά οι μορφές παραμένουν δισδιάστατες, μετωπικές, με μια σωστή οπτική γωνία θέασης, ενώ εικονίζονται σε μια στιγμιαία στάση, πριν την επόμενη κίνηση.
Δισκοβόλος
Χρονολογείται το 450 π.Χ., (υψ. 1,55 μ. ) και αποτελεί μαρμάρινο αντίγραφο του χάλκινου πρωτοτύπου. Σήμερα βρίσκεται στη Ρώμη στο Museo Nazionale Romano. Η ταύτιση με το αυθεντικό έργο του Μύρωνα γίνεται μέσω της σχετικής περιγραφής του Ρωμαίου συγγραφέα Λουκιανού. Το έργο ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές κατά την αρχαιότητα και αντιγράφηκε επανειλημμένα. Ο καλλιτέχνης ακολούθησε μια λεπτομερή και έντονη απόδοση της μυολογίας των τενόντων και των φουσκωμένων φλεβών του γεροδεμένου σώματος και το εντυπωσιακό είναι ότι έχει καταφέρει να αποτυπώσει με τον καλύτερο τρόπο πάνω στο μάρμαρο την τελική στιγμή υπερέντασης πριν ο δισκοβόλος συστραφεί γύρω από τον άξονα του και τιναχθεί προς τα πάνω για να εκτοξεύσει το δίσκο.
Ο αθλητής παριστάνεται τη στιγμή που συγκεντρώνει όλες του τις δυνάμεις για την εκτέλεση της βολής. Όπως φαίνεται η μορφή στρέφεται έντονα προς τα εμπρός, στρέφοντας τον κορμό και το κεφάλι του προς τα δεξιά του ενώ ταυτόχρονα λυγίζει τα γόνατα. Το δεξί του πέλμα πατά σταθερά στο έδαφος, ενώ το αριστερό μόλις στηρίζεται σε αυτό, με τα δάχτυλα λυγισμένα προς τα έξω. Το δεξί του χέρι είναι απλωμένο προς τα πάνω, κρατά το δίσκο και για να ισορροπήσει την κίνησή του, φέρνει το αριστερό του χέρι προς το γόνατο. Αντίθετα με το σώμα, το πρόσωπο παραμένει ανέκφραστο, αποδίδοντας την αυτοσυγκέντρωση της μορφής. Η κόμμωση του αγάλματος είναι αρχαϊκή, με τα μαλλιά του να μοιάζουν με σκούφο από αποδομένους βοστρύχους. Το έργο αποτελεί ένα θέμα που πρωτοεμφανίζεται στην τέχνη στις αρχές της περιόδου του αυστηρού ρυθμού.
Απόλλων Kassel
Χρονολογείται και αυτό το έργο περίπου το 460-450 π.Χ., (υψ. 1,97 μ.) και αποτελεί μαρμάρινο αντίγραφο του χάλκινου πρωτοτύπου. Το όνομα Kassel προέρχεται από την πόλη Kassel της Γερμανίας, στο Staatliche Museen Antikensammlung, όπου βρίσκεται το πληρέστερα σωζόμενο αντίγραφο. Το άγαλμα θεωρείται πρώιμο έργο του Φειδία, γιατί περικλείει όλα τα στοιχεία της τέχνης του μεγάλου γλύπτη. Η μορφή που παρουσιάζεται είναι αυτή του Απόλλωνα. Ο θεός εικονίζεται γυμνός, με στάσιμο το δεξί και άνετο το αριστερό σκέλος, στάση που προκαλεί σειρά μετατοπίσεων στο σώμα του. Ο κορμός δένδρου είναι προσθήκη του αντιγραφέα και τοποθετήθηκε για την καλύτερη στήριξη του αγάλματος και αποτελεί ένα ακόμα στοιχείο ότι πρόκειται για τον Απόλλωνα. Η νεότητα του, τα μακριά μαλλιά του είναι στοιχεία που μας επιβεβαιώνουν ότι πρόκειται για τον Απόλλωνα, ο οποίος κρατούσε στο αριστερό χέρι τόξο και στο δεξί κλαδί δάφνης ή βέλη. Μια άλλη άποψη είναι ότι στο αριστερό χέρι κρατούσε μια ακρίδα κάτι που παραπέμπει τους ερευνητές ότι πρόκειται για τον Απόλλωνα Παρνόπιο. Πρέπει να τονιστεί ότι η ανατομία της μορφής παρουσιάζει αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με τους πολεμιστές από το Riace. Πρόκειται για την πιο γνωστή εκδοχή του πρώιμου κλασικού τύπου της όρθιας ανδρικής μορφής, που δίνει μια εντονότερη εντύπωση της επικείμενης κίνησης. Ξεχωρίζουν η δύναμη και το κάλλος της κεφαλής, με την περίτεχνη κόμμωση, που αντανακλά το πολυσύνθετο του χάλκινου πρωτοτύπου, τις πλατιές παρειές, τα εκφραστικά χείλη και το ενεργητικό πηγούνι, τα οποία κορυφώνονται με τη σοβαρή, διαπεραστική ματιά.
Αθηνά Λημνία
Το έργο χρονολογείται το 450 π.Χ. ( υψ. 2 μ.) και είναι μαρμάρινο αντίγραφο του χάλκινου πρωτοτύπου. Ήταν ένα έργο που στήθηκε στην Ακρόπολη ως ανάθημα από εκείνους που είχαν ως καταγωγή τη Λήμνο, αλλά ζούσαν στην Αθήνα. Πιθανότατα, το έργο ήταν στημένο σε μαρμάρινη βάση ευθύς μετά τα Προπύλαια, στα αριστερά του εισερχομένου. Το άγαλμα το είδε στην Ακρόπολη ο περιηγητής Παυσανίας, κοντά σε ένα άλλο του Περικλή. Η θεά παρουσιάζεται να φορά δωρικό πέπλο, έχοντας την αιγίδα λοξά στο στήθος της. Η ίδια μορφή της θεάς μας είναι γνωστή και από το Δ’ αέτωμα του Παρθενώνα. Με το αριστερό της χέρι ψηλά, λυγισμένο σε ορθή γωνία, στηριζόταν στο δόρυ της, ενώ στο δεξιό κρατούσε το κράνος της, προς το οποίο και κοιτά. Διάφορα αρχαία κείμενα αναφέρονται στην εξαιρετική ομορφιά του αγάλματος, του ωραιότερου όπως λένε έργου του μεγάλου καλλιτέχνη. Το συγκεκριμένο αντίγραφο αποτελεί συνδυασμό ενός κεφαλιού που βρίσκεται στη Μπολόνια και ενός κορμού που βρίσκεται στη Δρέσδη, η σύνδεση των οποίων, ωστόσο, έχει αμφισβητηθεί.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Nancy H. Ramage, Andrew Ramage, Ρωμαϊκή Τέχνη, Θεσσαλονίκη 2000
- Τonio Holscher, Kλασική Αρχαιολογία, Βασικές Γνώσεις, Θεσσαλονίκη 2005