Του Γιώργου Πασσά,
Εάν υπάρχει ένα στοιχείο απαραίτητο για την πρόοδο, εάν είναι μία η κινητήριος δύναμη για την εξέλιξη και, κυρίως, για την επιβεβαίωση, πως «ο άνθρωπος άνω θρώσκει», αυτή είναι η παιδεία και εάν, τελικά, πράγματι μας απασχολεί να επιδιώξουμε ουσιαστικά τη βελτίωση του κράτους, της κοινωνίας και, μέσω αυτών, του πολίτη ως ατόμου ή και τούμπαλιν, ένας είναι ο τρόπος: η εκπαίδευση. Και αυτή νοούμενη πάντοτε διττά και πολυδιάστατα, τόσο ως μόρφωση, όσο και ως καλλιέργεια και ακόμη περισσότερο, τόσο για το πνεύμα, όσο και για το σώμα. Και πώς αντιλαμβανόμαστε αυτό το στοιχείο και κατ’ επέκταση αυτήν την πρωτοφανή δυνατότητα διάπλασης χαρακτήρων και τρόπων σκέψεως ως κοινωνία και ως κράτος; Όπως αντιλαμβανόμαστε, τα περισσότερα πράγματα πλέον στη συντριπτική πλειονότητα των κλάδων της κοινωνικής, επαγγελματικής και προσωπικής μας ζωής: με μία έκδηλη, μα, συνάμα, καμουφλαρισμένη χρησιμοθηρία, απογυμνώνοντάς τα από την ομορφιά του ατόφιου ενδιαφέροντος για την καλλιέργεια και την περιττή, όπως μας φαντάζει πλέον, ηθική διάσταση. Μόρφωση για την κοινωνική και επαγγελματική καταξίωση και ουδέποτε καλλιέργεια για την καλλιέργεια. Γιατί;
Όλα ξεκινούν από την αψεγάδιαστα θεμελιωμένη εντύπωση, πως το παν είναι η επιτυχία και αυτή, όχι όποια κι όποια, αλλά η εμπράκτως, η υλικά αμειβόμενη, με έπαθλο το κουβάλημα της σημαίας στα σχολικά χρόνια, την κατάληψη μιας εργατικής θέσης στην ενηλικίωση, τη σύνταξη στα γηρατειά και ένα προσωπικό μνήμα μετά θάνατον. Σαφώς, αυτή κάθε αυτή η αναγνώριση του σπουδαίου, αυτού που ως πράγματι άξιος ξεχωρίζει στον τομέα του, δεν ενέχει την παραμικρή προβληματικότητα, είναι μάλλον απαραίτητη. Αντιθέτως, το πρόβλημα δημιουργείται, όταν η επιδίωξη της ανέλιξης καθίσταται ευθύς εξαρχής ο αυτοσκοπός, δίχως, μάλιστα, να είναι καν επιδίωξη ανέλιξης, αλλά πολύ περισσότερο ένα άκρως συντηρητικό κυνήγι «βολέματος», του «να έχω μια δουλειά, ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο και έτσι θα έχω λύσει τα προβλήματά μου μια και καλή». Στον δρόμο για την προσπέλαση αυτού του τόσο υψηλού πήχη, με περίσσεια ευκολία ο άνθρωπος πείθεται πως το δέον είναι να μαζεύει βήμα βήμα τα ζελεδάκια-επιβραβεύσεις, αγνοώντας την πραγματική γλύκα και ομορφιά, που κατακλύζουν το περιβάλλον γύρω του. Και αυτό γίνεται πανεύκολα, αναίμακτα, όχι μόνο με τη συναίνεση, αλλά και με την επιμονή, ενίοτε από μέρους της κοινωνίας στις αντίστοιχες διαχρονικές πολιτικές πρωτοβουλίες.
Ας αναλογιστεί κανείς για ένα λεπτό ποια είναι τα αμελητέα, τα αδιάφορα μαθήματα στα σχολικά χρόνια, αυτά που αξιοποιούνται είτε ως «ώρα του παιδιού» είτε ως μπαλαντέρ για την κάλυψη κενών σε άλλα μαθήματα. Αυτά που το κράτος αδιαφορεί να διδάξει δεόντως, που όμως ταυτοχρόνως απολαμβάνουν την περιφρόνηση και της κοινωνίας. Την τιμητική τους έχουν σε αυτήν την κατηγορία μαθήματα που, όχι μονάχα είναι μη αμελητέα, αλλά απολύτως απαραίτητα για την εις βάθος ευαισθητοποίηση, την καλλιέργεια, μα, πάνω απ’ όλα, τη διάπλαση προβληματισμένων, πολυσχιδών, σωστών ανθρώπων, με όλη την ηθική βαρύτητα, που θα έπρεπε να εμπεριέχει η τελευταία λέξη· μαθήματα που δεν είναι άλλα από την κοινωνική και πολιτική αγωγή, τη γεωγραφία, τη μουσική και τα καλλιτεχνικά. Μαθήματα που διδάσκονται διαρκώς, πλην ανεπαρκέστατα (το πρώτο), ή, από την άλλη, ανεπαρκέστατα μέχρι τη Γ΄ γυμνασίου και καθόλου εν συνεχεία (τα τρία τελευταία). Και πώς μπορεί ένας νέος άνθρωπος να αντιληφθεί τη σπουδαιότητα του ιδίου και των γύρω του και συνακόλουθα τη θέση του ως ατόμου, κοινωνού και πολίτη, εάν δεν διδαχθεί γι’ αυτά στην αγωγή του πολίτη· πώς θα μάθει για τη διαφορετικότητα και την ομορφιά που υπάρχει απλόχερα μοιρασμένη παντού στον κόσμο και κατ’ επέκταση για την αφέλεια του μικρομυαλισμού και των θλιβερών απότοκών του, όπως είναι ο ρατσισμός, εάν δεν τα διδαχθεί σε μαθήματα, όπως η γεωγραφία. Πώς, τέλος, περιμένει κανείς να αναγνωρίσει ο νέος τη σημασία της ίδιας της ομορφιάς, του συναισθήματος και μέσω αυτών όλων των αγαθών συμπεριφορών, που πηγάζουν από αυτές, όπως τον αλληλοσεβασμό, την καλοσύνη και την ευγένεια, εάν δεν μαλακώσουν και δεν ταξιδέψουν η ψυχή και ο νους του μέσα από τη μουσική, τη ζωγραφική και τις λοιπές τέχνες;
Δύσκολα μπορεί κανείς να λάβει σωστές απαντήσεις και να καταλήξει στις πρέπουσες λύσεις, εάν δεν θέτει τα σωστά ερωτήματα. Πάσχει το εκπαιδευτικό σύστημα; Η απάντηση «ναι» φαίνεται να βγαίνει φυσικά και όμως δεν είναι η σωστή. Το εκπαιδευτικό σύστημα δεν πάσχει ολωσδιόλου, αντιθέτως λειτουργεί στην εντέλεια για τους στόχους και τους γνώμονες που έχουν συμπεριληφθεί στον σχεδιασμό του. Αυτοί είναι και που πάσχουν: οι σκοποί, οι προσλαμβάνουσες και η βαρύτητα, που προσδίδεται στην εκπαίδευση. Από την άλλη, απεχθάνεται ο μαθητής το σχολείο ή μήπως το σχολείο τον μαθητή; Είναι, εν τέλει, το σύστημα «εκπαιδευτικό» ή μήπως, αντιθέτως, είναι ένα «(επι)μορφωτικό» και μόνο πλαίσιο και μάλιστα με απολύτως στείρα, παρωχημένη άγαρμπα σε καλούπια, προσέγγιση, υποσύνολο ενός αμιγώς τεχνοκρατικού συστήματος που αδιαφορεί για το βασικό του γρανάζι, τον άνθρωπο;
Η πολιτική ηγεσία παγίως αδυνατεί να χαράξει συναινετικά ένα εκπαιδευτικό σχέδιο με μακροπρόθεσμο ορίζοντα, βασισμένο σε αρχές και αξίες που θα έπρεπε να είναι κοινώς αποδεκτές. Από τη μεριά μου, αδυνατώ να πιστέψω πως έχουμε φτάσει σε τέτοιο σημείο πολιτικού και πολιτιστικού ξεπεσμού, ώστε συνειδητά να κατατάσσουμε την πολιτική αγωγή, τις τέχνες και τη φύση ως τους τελευταίους τροχούς της αμάξης σε εκπαιδευτικά ζητήματα. Και εάν εν τέλει συνειδητά τις κατατάσσουμε εκεί, πόσο πιο χαμηλά μπορούμε να φτάσουμε; Πράγματι, αυτές μπορούν να τοποθετηθούν στην κατώτατη θέση, μονάχα όμως εάν αυτή γίνει αντιληπτή ως μέρος μίας πυραμίδας, που περιλαμβάνει κάθε στοιχείο του ατομικού και κοινωνικού βίου, με το τρίπτυχο κοινωνικοπολιτική αγωγή – τέχνες – φύση ως το πιο γερό θεμέλιο που θα μπορούσε να νοηθεί.
Η λύση, στα μάτια μου, φαντάζει απλή και συνάμα στα όρια του αδυνάτου, του ουτοπικού, όπως αρέσκονται πολλοί χλευαστικά να λένε, μα πάντως μοναδική. Να αλλάξει άρδην η οπτική μας. Να μην θεωρήσουμε πλέον την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση ως προετοιμασία για την τριτοβάθμια και, λόγω αυτής της άρρηκτης σύνδεσης, το σύνολο των βαθμίδων της εκπαίδευσης ως μακρά προετοιμασία για την απορρόφηση του ατόμου στην αγορά, σε ένα πλαίσιο που αυτό αντιμετωπίζεται ως ένας αριθμός με διακόπτη δύο επιλογών: παραγωγή-κατανάλωση. Αντιθέτως, να θεωρήσουμε τις δύο πρώτες βαθμίδες ως τα χρόνια καλλιέργειας και όχι τόσο εμπεριστατωμένης μόρφωσης του νεογνού πολίτη, ώστε να αντιμετωπιστεί αυτός πρωτίστως ως άνθρωπος, εν συνεχεία ως κοινωνός και πολίτης και κυρίως, ώστε να επιτραπεί να του δημιουργηθούν τα κατάλληλα ερεθίσματα, να μάθει πώς να λαξεύει ο ίδιος την ψυχή και το πνεύμα του και να του δοθούν όσο το δυνατόν ευρύτερα και περισσότερα πνευματικά εφόδια για το μέλλον.
Χαμένοι στον ωκεανό των ευκαιριών, δίχως προσανατολισμό. Ένας μόνο τρόπος υπάρχει να συνεχίσουμε τον δρόμο μας. Και αυτός είναι να απενοχοποιήσουμε την ομορφιά, να αναγνωρίσουμε τη σπουδαιότητα του ρομαντισμού. Να μην είναι το «ουτοπικό» λέξη που συνοδεύει κάτι που μας φαντάζει αφελές, αλλά μονάχα για όσα θεωρούμε ιδανικά. Να βάλουμε, μέσω της εκπαίδευσης, πολύ περισσότερο την αναγνώριση του συναισθήματος και της αλληλεγγύης στη ζωή μας. Να διαπιστώσουμε το δίκαιο στα λόγια του Breton: «Παιδεία δεν είναι τα πτυχία μας, αλλά η αισθητική μας. Παιδεία είναι το να διαλέγεις τον δύσκολο δρόμο της αξιοπρέπειας, της μοναξιάς και συνάμα να καίγεται το μέσα σου για το κοινό καλό. Για το ωραίο και τη σωτηρία του». Και, μόλις διαπιστώσουμε τη σπουδαιότητα αυτών των σκέψεων, να τις ενστερνιστούμε και να εστιάσουμε σε αυτές από γενιά σε γενιά, ώστε να γίνει ο κόσμος ομορφότερος.
Εν μέρει καλά τα έλεγε και ο Σεφέρης. Έχουμε, πράγματι, πολλά τέρατα να διαλύσουμε και ο μόνος τρόπος, για να το κάνουμε, είναι ο άνθρωπος. Σε αυτόν τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους, δεν πρέπει όμως πια να αναζητήσουμε τον άνθρωπο, ξέρουμε πού βρίσκεται. Το μόνο που μένει είναι να τον αναγνωρίσουμε και, κυρίως, να τον τοποθετήσουμε στην περίοπτη θέση, που του αρμόζει.